«Για τον πιανίστα ο Σούμαν είναι ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες. Από νωρίς είχα μία βαθιά σύνδεση μαζί του, γιατί είναι πραγματικά εκπληκτικός. Τον χαρακτηρίζουν οι εναλλαγές. Κάθε μουσικό θέμα είναι διαφορετικό. Είναι γεμάτος περιέργεια…» λέει μία από τις μεγαλύτερες πιανίστριες της εποχής μας, η Γεωργιανή Ελισό Βιρσαλάτζε, που συμπράττει με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 19 Ιανουαρίου. Στη συναυλία με τίτλο Λιστ & Ελληνική Μυθολογία θα αποδειχθεί ότι πρόκειται για σχέση αμφίπλευρη αφού μεταξύ αυτών που την έχουν χαρακτηρίσει ως «ιδανική ερμηνεύτρια του Σούμαν» ήταν ο θρυλικός Σβιατοσλάβ Ρίχτερ. Στην αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης, θα αποδώσει το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα. Έργο που με τον συμφωνικό του χαρακτήρα άνοιξε τον δρόμο σε μεταγενέστερους συνθέτες να παρουσιάσουν ισότιμα το πιάνο και την ορχήστρα. Στη συνέχεια, η ΚΟΑ ερμηνεύει δύο συμφωνικά ποιήματα του Φραντς Λιστ. Τον «Ορφέα», όπου περιγράφεται η νίκη του πολιτισμού και της τέχνης ενάντια στη βαρβαρότητα και το χάος. Και τον «Προμηθέα», που αποτυπώνει «την τόλμη, την οδύνη, την ανθεκτικότητα και τη λύτρωση» του μυθικού ήρωα. Η συναυλία ανοίγει με την πρώτη παρουσίαση του συμφωνικού ποιήματος Υπνερωτομαχία Πολύφημου του Έλληνα πιανίστα και συνθέτη Θάνου Μαργέτη. Στο πόντιουμ, η νέα αρχιμουσικός από τη Λιθουανία, Ιζαμπέλε Γιανκαουσκάιτε, που στο ενεργητικό της έχει ήδη σημαντικές εμφανίσεις και διακρίσεις.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
Ώρα: 19:30 | Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων
ΘΑΝΟΣ ΜΑΡΓΕΤΗΣ (γεν. 1973)
Υπνερωτομαχία Πολύφημου
ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ (1811–1886)
«Ορφέας», συμφωνικό ποίημα
«Προμηθέας», συμφωνικό ποίημα
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΟΥΜΑΝ (1810–1856)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 54
ΣΟΛΙΣΤ
Ελισό Βιρσαλάτζε, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Ιζαμπέλε Γιανκαουσκάιτε
Για την ιστορία…
ΘΑΝΟΣ ΜΑΡΓΕΤΗΣ (γεν. 1973)
«Υπνερωτομαχία Πολύφημου»
Το έργο «Υπνερωτομαχία Πολύφημου» ανήκει στο είδος του συμφωνικού ποιήματος. Ο συνθέτης αντλεί την έμπνευσή του από διάφορες πηγές, χωρίς όμως να δεσμεύεται από αυτές. Την λέξη «Υπνερωτομαχία», στα λατινικά “Hypnerotomachia”, την συναντάμε ως τίτλο βιβλίου που εκδόθηκε το 1499 στη Βενετία και σημαίνει τον αγώνα για τον έρωτα μέσα σε ένα όνειρο. Ο συνδυασμός αυτής της λέξης, με την εικόνα του τερατώδους Κύκλωπα Πολύφημου και τον πόθο που είχε για την Γαλάτεια, την πιο όμορφη από τις Νηρηίδες, δείχνει την προσπάθεια του ανθρώπου να περάσει από το σκοτάδι στο φως.
ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ (1811 – 1886)
Ορφέας, συμφωνικό ποίημα
Η πατρότητα του όρου «συμφωνικό ποίημα» ανήκει στον Φραντς Λιστ, που με τα δώδεκα συμφωνικά του ποιήματα, γραμμένα κατά κύριο λόγο εντός της παραγωγικότατης για αυτόν δεκαετίας 1848-1858, αποδέσμευσε τη μουσική από τις καθιερωμένες φόρμες της εποχής και την έθεσε ελεύθερα στην υπηρεσία εξωμουσικών πηγών έμπνευσης (εικόνες, πρόσωπα, τόπους, λογοτεχνικά έργα κ.λπ.). Η καινοτομία που εκείνος εισήγαγε στη συμφωνική μουσική έμελλε να υιοθετηθεί και να εμπνεύσει πλήθος σύγχρονων ή μεταγενέστερων δημιουργών, που εμπλούτισαν το ρεπερτόριο με έξοχα συμφωνικά ποιήματα – και βέβαια ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο μεγάλος Ρίχαρντ Στράους.
Ο Ορφέας γράφτηκε την περίοδο 1853-1854, με σκοπό να λειτουργήσει ως συμφωνική εισαγωγή σε ένα ανέβασμα της όπερας Ορφέας και Ευρυδίκη του Γκλουκ στη Βαϊμάρη, την οποία διηύθυνε ο συνθέτης. Σχετικά με το πώς εμπνεύστηκε το έργο, ο Λιστ σημείωσε: «Ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα ενός ετρουσκικού βάζου στη συλλογή του Λούβρου, που αναπαριστά τον πρώτο ποιητή-μουσικό, ντυμένο με μία ρόμπα με άστρα, έχοντας μία βασιλική ταινία δεμένη στο μέτωπό του, με τα χείλη ανοιχτά για να αναφωνήσει θεϊκά λόγια και τραγούδια και με τη λύρα του να ηχεί υπό το άγγιγμα των μακριών, γεμάτων χάρη δαχτύλων του.» Ο Λιστ, με το εν λόγω συμφωνικό ποίημα δεν θέλησε ούτε να λειτουργήσει περιγραφικά, αποτυπώνοντας την εικόνα αυτή του Ορφέα μέσω της μουσικής, ούτε να επενδύσει στην αφηγηματική διάσταση της μουσικής, αποτυπώνοντας τις λεπτομέρειες του αρχαιοελληνικού μύθου του Ορφέα, που κατέβηκε στον Άδη για να σώσει την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Για εκείνον ο Ορφέας ήταν ένα σύμβολο Κάλλους και Αρμονίας και κατ’ επέκταση σύμβολο επικράτησης του πολιτισμού και του ουμανισμού.
Διόλου παράλογα, το έργο του Λιστ ξεκινά με εισαγωγικές, αρπεζοειδείς χειρονομίες της άρπας – οργάνου που συνιστά εξέλιξη της αρχαίας λύρας. Από εκεί και ύστερα, το κόρνο με τις βιόλες παρουσιάζει το κύριο θέμα, που στη συνέχεια επεκτείνεται διαδοχικά από το αγγλικό κόρνο, το όμποε, το κλαρινέτο και το σόλο βιολί. Η μουσική, με στοχαστική ηρεμία οδηγείται σταδιακά και με τελετουργική μεγαλοπρέπεια προς μία αισθαντική κορύφωση, μετά την οποία κατευθύνεται προς τη σιωπή με ολοένα και ψηλότερες συγχορδίες στα έγχορδα, καθεμία από τις οποίες «σχολιάζεται» από απαλές, «διάφανες» συγχορδίες στα ξύλινα πνευστά.
ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ (1811 – 1886)
Προμηθέας, συμφωνικό ποίημα
Αν και ευρισκόμενος στον κολοφώνα της δόξας του ως πιανίστας, ο ουγγρικής καταγωγής Φραντς Λιστ επέλεξε το 1847 να εγκαταλείψει πρόωρα την καριέρα του βιρτουόζου πιανίστα, για να αφοσιωθεί στη σύνθεση. Εκείνη τη χρονιά εγκαταστάθηκε στη Βαϊμάρη της Γερμανίας, μία πόλη στην οποία είχαν ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής του τόσο ο Γκαίτε όσο και ο κορυφαίος διανοητής και ποιητής Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ, γνωστός μεταξύ άλλων ως βασικός θεωρητικός του γερμανικού καλλιτεχνικού κινήματος «Θύελλα και Ορμή». Στις 24 Αυγούστου 1850 και συγκεκριμένα στο πλαίσιο ενός τριήμερου φεστιβάλ αφιερωμένου στον Χέρντερ ο Λιστ διηύθυνε μουσική του γραμμένη ειδικά για την περίσταση, μία συμφωνική εισαγωγή και κομμάτια για σολίστ, χορωδία και ορχήστρα βασισμένα σε στίχους από το ποίημα «Προμηθέας λυόμενος» του Χέρντερ. Το 1855 ο συνθέτης επέκτεινε και αναθεώρησε εκτενώς την εισαγωγή μεταμορφώνοντάς την στο πέμπτο του συμφωνικό ποίημα με τίτλο Προμηθέας. Με αυτή τη μορφή το έργο εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 15 Οκτωβρίου 1855 στο Μπράουνσβαϊγκ υπό τη μουσική διεύθυνση του συνθέτη.
Ο αρχαιοελληνικός μύθος του Προμηθέα ήταν αναμενόμενο να εμπνεύσει πολλούς στοχαστές, ποιητές και συνθέτες, ως κατεξοχήν έκφραση της αυτοθυσίας στο βωμό της προόδου της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με σχετική αναφορά του Λιστ, με το εν λόγω συμφωνικό του έργο επιχείρησε να αποδώσει με μουσικό τρόπο τα επιμέρους βιώματα και συναισθήματα από τα οποία διέρχεται ο μυθικός ήρωας παρακούοντας τον Δία, προσφέροντας τη φωτιά στους ανθρώπους και υφιστάμενος τη σκληρή τιμωρία του πατέρα των θεών, τουτέστιν «την τόλμη, την οδύνη, την ανθεκτικότητα και τη λύτρωση».
Το συμφωνικό ποίημα βασίζεται στην αλληλουχία σύντομων επεισοδίων διαφορετικού χαρακτήρα, που όλα μαζί συνθέτουν το μουσικό πορτρέτο του Προμηθέα. Η δραματική έναρξη της μουσικής αποτυπώνει το θάρρος του Τιτάνα να αντισταθεί στο θέλημα του Δία. Σύντομα η ένταση καταλαγιάζει και ονειροπόλες παρεμβάσεις από μεμονωμένες οικογένειες ή όργανα της ορχήστρας λειτουργούν ως εκφράσεις της στωικής στάσης του Προμηθέα. Η αγριότητα της τιμωρίας του περιγράφεται μουσικά σε μία θυελλώδη και άγρια ενότητα, ενώ ένα νέο, λυρικό θέμα στα βιολιά αποτελεί την κατεξοχήν έκφραση της λύτρωσης. Μετά από μία εκτενή επεξεργασία όλων των ανωτέρω στοιχείων (που περιλαμβάνει ακόμα και μία ενδιαφέρουσα φούγκα) το θέμα της λύτρωσης επανεμφανίζεται ως ένας θριαμβευτικός και μεγαλοπρεπής ύμνος, που κλείνει αποθεωτικά το έργο.
ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΟΥΜΑΝ (1810 – 1856)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε λα ελάσσονα, έργο 54
Allegro affettuoso
Intermezzo: Andantino grazioso
Allegro vivace
«Συνειδητοποιώ πως δεν μπορώ να γράψω ένα κοντσέρτο για έναν βιρτουόζο, έτσι πρέπει να σκεφτώ κάτι διαφορετικό… κάτι μεταξύ συμφωνίας, κοντσέρτου και μεγάλης σονάτας, ένα αυτοτελές μέρος.» Αυτά έγραφε ο Σούμαν στην Κλάρα Βηκ το 1837 (τρία χρόνια πριν τον γάμο τους), όταν ακόμα δεν είχε γράψει κανένα συμφωνικό έργο – πλην μίας ατελέσφορης απόπειρας. Αυτή η σπερματική ιδέα του συνθέτη υλοποιήθηκε τελικά το 1841 υπό τη μορφή μίας μονομερούς Φαντασίας για πιάνο και ορχήστρα. Την ίδια χρονιά ο Σούμαν, σε μία έκρηξη συμφωνικής δημιουργικότητας, συνέθεσε την Πρώτη Συμφωνία, την Εισαγωγή, Σκέρτσο και Φινάλε, καθώς και μία πρώτη εκδοχή της Συμφωνίας, που έμελλε να μείνει γνωστή ως Τέταρτη. Η στροφή του συνθέτη (δημιουργού μέχρι τότε κυρίως έργων για πιάνο και τραγουδιών) προς τη συμφωνική γραφή έγινε κατόπιν επιθυμίας και παραίνεσης της συζύγου του, η οποία εκτιμούσε πως εκείνος όφειλε να αναδείξει όλο το εύρος της μουσικής του έμπνευσης σε μεγάλες συμφωνικές φόρμες. Η Φαντασία ακούστηκε για πρώτη φορά σε μία δοκιμή της ορχήστρας Gewandhaus της Λειψίας με σολίστα την Κλάρα Σούμαν στις 13 Αυγούστου 1841, δύο μόλις εβδομάδες πριν φέρει στον κόσμο το πρώτο τους παιδί.
Τον Μάιο του 1845, αποφασισμένος να δώσει νέα πνοή στην εγκαταλελειμμένη μέχρι τότε Φαντασία, ο Σούμαν προσέθεσε σε αυτή δύο ακόμα μέρη, ένα Ιντερμέτζο και ένα Φινάλε, δημιουργώντας έτσι το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, το οποίο ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Στις 4 Δεκεμβρίου 1845 η Κλάρα έκανε την πρώτη εκτέλεση του ολοκληρωμένου πια κοντσέρτου στη Δρέσδη υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Το Κοντσέρτο, στο οποίο τίποτα δεν προδίδει τη χρονική απόσταση μεταξύ της γραφής του πρώτου μέρους και των δύο επόμενων, σύντομα έγινε ένα από τα πλέον παιζόμενα έργα του Σούμαν, ήδη όσο αυτός ήταν εν ζωή. Μάλιστα, ο συμφωνικός του χαρακτήρας άνοιξε τον δρόμο σε μεταγενέστερους συνθέτες (Μπραμς, Γκρηγκ, Μπουζόνια κ.ά.) για τη σύνθεση ανάλογα συμφωνικών κοντσέρτων για πιάνο.
Το πρώτο μέρος, σε φόρμα σονάτας, ακολουθεί το πρότυπο των δύο τελευταίων κοντσέρτων για πιάνο του Μπετόβεν παρουσιάζοντας τον σολίστα άμεσα, εν προκειμένω με μία καταιγιστική κατιούσα κίνηση από συγχορδίες, την οποία ακολουθεί το βασικό, λυρικό και στοχαστικό θέμα στο όμποε. Το ίδιο θέμα κατόπιν παρουσιάζεται από το πιάνο, ενώ στην ενότητα της επεξεργασίας ακούγεται στην μακρινή τονικότητα της λα ύφεση μείζονας. Η επανέκθεση καταλαγιάζει την ένταση, που έχει συσσωρευτεί προηγουμένως, ενώ πριν την αισιόδοξη coda o σολίστας αναδεικνύει τις δεξιοτεχνικές αλλά κυρίως τις εκφραστικές του ικανότητες σε μία καντέντσα ιδιαίτερης θεματικής συνέπειας με το υλικό του μέρους. Το ακόλουθο ιντερμέτζο αντιπαραθέτει μία γαλήνια και αιθέρια ατμόσφαιρα στην πληθωρικότητα και ένταση του πρώτου μέρους. Το πιάνο συνδιαλέγεται με τα έγχορδα και στη συνέχεια και με τα ξύλινα πνευστά. Μετά από ένα άκρως εκφραστικό σόλο των βιολοντσέλων θεματικές υπομνήσεις από το πρώτο μέρος οδηγούν χωρίς διακοπή στο φινάλε. Το πιάνο παρουσιάζει το πρώτο θέμα, που είναι ζωηρό και λαμπερό και αποτελεί μεταμόρφωση του βασικού θέματος του πρώτου μέρους. Το δεύτερο θέμα είναι πιο ανάλαφρο και είναι διάσημο για την παιγνιώδη ρυθμική του αμφισημία μεταξύ του πραγματικού μέτρου 3/4 και της αίσθησης ενός μέτρου 3/2. Το κοντσέρτο κλείνει με μία εκτενή coda κατά τρόπο θριαμβευτικό και μεγαλειώδη.
Διαβάστε επίσης:
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα 2023-2024