Κατά τον Μπόρχες «ποίηση είναι η αναπάντεχη χρήση της γλώσσας» και ο Μανόλης Πρατικάκης στο έργο του «Λιθοξόος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος καταθέτει έναν λόγο πυκνό και ταυτόχρονα ηδυσμένο, με τον οποίο νοηματοδοτεί την ουσία της ποίησής του και αποτυπώνει τη δύναμη της αχαλιναγώγητης έμπνευσής που τον διακατέχει.
Όπως στο έργο του «Κιβωτός» έτσι και στον «Λιθοξόο», δεύτερο μέρος μιας τριλογίας—σύμφωνα με τη δήλωση του ίδιου του ποιητή– που μορφοποιεί το όλον της ποιητικής του αισθητικής, ο Μανόλης Πρατικάκης διασώζει κυρίως τη βιωμένη μνήμη των λέξεων. Αφουγκράζεται το χτυποκάρδι τους και γίνεται ο ίδιος ο εραστής της μαγνητικής τους διαύγειας. Ο ανεξάντλητος Παυσανίας της αισθητικής τους υπέρβασης. Μέσα σε κάθε απλή, ταπεινή λέξη ανακαλύπτει το βάρος του βιωματικού της φορτίου και το επωμίζεται για να περάσει τον δικό του στοχασμό, να νοηματοδοτήσει εκ νέου την ονειρική σύλληψη των πρωτεϊκών υλικών που χρησιμοποιεί, για να δώσει μορφή στη σκέψη του. Με αφετηρία την ελληνική παράδοση, έναν γοητευτικό λυρισμό και μια κραταιά φυσιολατρική αντίληψη κοσμογονίας λαξεύει νέα γλωσσικά σχήματα και συμβολισμούς και καταθέτει όχι ένα ποίημα αλλά μια δυναμική ποιητική σύνθεση.
Παράλληλα όμως ο ποιητής ανησυχεί και αγωνιά για την τύχη της γλώσσας. Με συνείδηση την πλήρη νεοελληνική αποδυνάμωσή της, «γιατί η λαλιά του ανθρώπου χόρτος χλωρός κι εξηράνθη», αγωνιά να βρει την «ανείπωτη πρωτότοκη λέξη πριν και μετά τα βιβλία» και τονίζει πως πρέπει να αφήσουμε πίσω μας πια την «κίβδηλη, την τιποτένια εικόνα που μισούμε».
Με σαφή προσανατολισμό προς τη θάλασσα εξαπολύει έναν νέο, πάντα γόνιμο, διάλογο με το νερό, βασικό συστατικό στοιχείο της ποίησής του στο σύνολό της άλλωστε. Θα άξιζε να μελετήσει κανείς σε βάθος τη σχέση των ποιητικών του διαλόγων με τη θάλασσα, καθώς το μεταφυσικό της στοιχείο είναι ταυτόχρονα και το στοιχείο της ποιητικής του ταυτότητας, χάρη στο εμπειρικό βίωμα του ποιητή, που σχετίζεται με την εντοπιότητα της γέννησής του, το οποίο τονίζεται σε όλο του το έργο. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε το έργο του «Το νερό» με το οποίο τιμήθηκε με το 2003 με το Κρατικό Βραβείο. Αναγνώστης ο ίδιος «των αναρίθμητων γλωσσών της θάλασσας» κυριολεκτικά δοσμένος σε μια σχέση ηδονική μαζί της από τα γεννοφάσκια του γράφει στον «Λιθοξόο»:
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Και μικρά θαλασσοπούλια τσιμπολογούν τον ύπνο μου».
Όπως παλαιότερα στο έργο του «Η παραλοϊσμένη» είχε δηλώσει:
«Στο σπίτι μπαίνανε τα κύματα. Στο σπίτι πέφτανε τα φύκια
Κάτω από τα κρεβάτια. Κι ως τον ύπνο.
Κι ως τα όνειρα
Μια θάλασσα».
Είναι χαρακτηριστικό επίσης το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Πρατικάκης για να υμνήσει το νερό ως γενεσιουργό δύναμη της ποίησής του. Λέξεις λείες και απαλές, στιλπνές σαν βότσαλα σμιλεμένα από τη δύναμη του θαλασσινού νερού και τους ανέμους, λέξεις που ευωδιάζουν αλμύρα και πέλαγος, που εξαπολύουν πελαγίσιους ήχους και μυρωδιές ιωδίου και φέρνουν στο φως τη δύναμη της ελληνικής ναυτοσύνης στον καθορισμό του ήθους και της ευγένειας ενός ολόκληρου πολιτισμού από την εποχή του Ομήρου ως τις μέρες μας.
Οντολογικοί άξονες δημιουργίας του ποιητικού του έργου είναι ωστόσο και άλλα στοιχεία. Οι «Άνεμοι αναχωρητές γενειοφόροι μ’ ένα αγριεμένο γέλιο. Καρχηδόνιοι και Φοινίκων ορδές. Σαρακηνοί και Ασσύριοι προικοθήρες της θάλασσας. Με μυτερά σκουφιά και διαρκή ρεσάλτα –ατρυγέτοιο πόντος». Αλλά και η άμμος που «ευωδιάζει τα όνειρα», η φωτιά που «μνημειώνει τον έρωτα» και πάντα η γυναίκα «αβαρής ως συννεφάκι», αιώνιο σύμβολο δημιουργίας, μήτρα έμπνευσης, ταυτισμένη με τη φύση που ο ποιητής αγαπά δίνει υπόσταση στη δική του φύση και τροφή στον οίστρο του.
Όπως και στην «Κιβωτό» του, έτσι και τώρα η διακειμενική συνδιάλεξη συνεχίζεται. Από τον Όμηρο στον Έλιοτ, από τον Δάντη στον Ουίλιαμ Μπλέικ, στον Μπόρχες, στον Σεφέρη ή τον Σινόπουλο και στον Ρίλκε, από τον Μπρεχτ στον Πλολυταρχο, τον Καζαντζάκη και τον Διονύσιο Σολωμό ο ποιητής αναδεικνύει «του πνεύματος τα πανάρχαια στοιχεία» και συνθέτει με ιδιαίτερη προσοχή μια ερμηνευτική προσέγγιση ετερόκλιτων πνευματικών δυνάμεων.
Δικαίως χαρακτηρίστηκε ο «Λιθοξόος» ως το «ποιητικό μανιφέστο» του ποιητή. Συνοψίζει σε αυτό κάθε φιλοσοφική του θέση για τον έρωτα, τη φύση, τον θάνατο, την ομορφιά, την αθωότητα, το ευφάνταστο, τη σοφία, την τέχνη, τη ζωγραφική, τη μουσική, την Ιστορία, τον αγώνα του ανθρώπου για επιβίωση και τις ηθικές και πολιτισμικές αξίες του, την ίδια την ουσία της Ποίησης.
Ο Πρατικάκης σμιλεύει, ως γνήσιος λιθοξόος, την λίθινη πέτρα της συνείδησής μας και σκηνοθετεί έναν αφηγηματικό κόσμο, στον οποίο μας δείχνει πως «μόνο μ’ εκείνα που δωρίζεις μπορείς να γίνεις κροίσος». Μόνο που για να μπορείς να δωρίσεις πρέπει ο ίδιος να σμιλέψεις με ορμή την ομορφιά και να αντιστέκεσαι, αφού «όσο υπάρχουν Εφιάλτες θ’ αντιστεκόμαστε ως την τελευταία μας ρίζα. Ως την ανεξάντλητη δύναμη της ζωής». Και θα λέμε στους νέους: «Ταξιδέψτε σε τούτο το μικρό μνημείο της ανωνυμίας. Και για σπονδές αποθέστε λίγα κρινάκια της θάλασσας».