Επεκτείνοντας τους ισχυρισμούς του Αμερικανού Φίλιπ Ροθ για το ότι η ζωή είναι απλώς το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είμαστε ζωντανοί, για τον έρωτα θα μπορούσε κανείς να υπαινιχθεί έστω κι αφοριστικά, πως είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αξίζει τούτη η ζωή.
Ο έρωτας είναι αυτό που μας συμβαίνει όταν δεν μας πιάνει ύπνος. Όταν απαιτούμε από τους άλλους να μας κάνουν αθάνατους μόνο με ένα φιλί. Όταν η τακτοποιημένη μας ύπαρξη είναι ένα υαλοπωλείο, και αυτός ορμά ως ταύρος εντός της. Ο έρωτας γλιστρά πάντα από μια πόρτα που ξέχασες ότι την άφησες ανοιχτή, κι η ψυχή του κατοικεί μες στα ωραιότερα ποιήματα. Σε ‘κείνα που σου θυμίζουν πως το να ερωτεύεσαι, σημαίνει να χάνεις έδαφος και να εκπλήσσεσαι διαρκώς. Σε ‘κείνα, όπου η γυναίκα είναι φτιαγμένη να αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού των πολλών, μα την ευτυχία του ενός. Σε ‘κείνα που γράφονται κυρίως όταν δε μπορείς να έχεις αυτό που θέλει η καρδιά.
«Νομίζω πως σ’ αγαπώ. Ναι, ζωή μου, σ’ αγαπώ», της ψιθύρισε το τελευταίο βράδυ εκείνου του Δεκέμβρη πίσω στο 1810. Η όμορφη Τερέζα Μακρή που ήταν μόλις δεκατριών αλλά πολύ ώριμη για την ηλικία της, κολακεύτηκε από τα λόγια του γοητευτικού Άγγλου και σηκώθηκε στις μύτες για να τού χαρίσει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Αυτός που είχε νοικιάσει από τα Χριστούγεννα μία από τις στενές κάμαρες του αρχοντικού της οικογένειάς της στην οδό Αγίας Θέκλας 14, στην περιοχή του Ψυρρή, δεν έλεγε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της. Ήταν ένα μελαχρινό λυγερόκορμο κορίτσι που τού είχε γεννήσει αισθήματα τρυφερότητας. Ένα πλήρως ανεπτυγμένο πλάσμα, του οποίου κυνηγούσε τη σκιά τις νύχτες, στο φως των κεριών. Μια Καρυάτιδα, όπως εξομολογήθηκε στο φίλο του, Ρόμπερτ, που είχε ζωντανέψει, και τού έκλεβε το οξυγόνο με τη γοητεία της αθωότητάς της. Ο εικοσιενάχρονος τότε, ποιητής που παρέμεινε περίπου για δέκα εβδομάδες στην Αθήνα, τόλμησε ό,τι αρμόζει σε έναν κύριο: με ειλικρίνεια και παρρησία αποκάλυψε τον έρωτά του στην κοπέλα, κι εκείνη με τη σειρά της προχώρησε σε μια μεστωμένη γυναικεία κι απόλυτα ανεξάρτητη εξήγηση. Δεν είπε το ναι στην πρόταση γάμου, δεν ονειρεύτηκε το μέλλον, παρά τού ζήτησε να γυρίσει όλο τον κόσμο, και αν μετά από αυτό, ο έρωτας τού έκαιγε ακόμα τα σωθικά, θα γινόταν για πάντα δική του. Ναι. Αυτά ήταν τα λόγια της Τερέζας Μακρή στον Λόρδο Βύρωνα, για τον οποίο γνώριζε πως ήταν μεγάλος καρδιοκατακτητής.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η νεαρή κοπέλα ήθελε να φυλαχτεί από την αβεβαιότητα που στον έρωτα είναι χειρότερη από την απογοήτευση. Ήξερε πως είναι σπουδαίο το κυνήγι της ευτυχίας, και πως αν ένας άντρας σε θέλει, τίποτα δε μπορεί να τον κρατήσει μακριά σου, σε αντίθεση με ‘κείνον που αν δεν σε θέλει, δεν έχει κι ούτε θα βρει κάτι που να τον κρατήσει κοντά σου. Η συνεσταλμένη Τερέζα, κόρη του πρόξενου της Αγγλίας στην Αθήνα, Προκόπη Μακρή, ίσως φοβόταν να γίνει το τριαντάφυλλο του ποιητή. Δεν ήθελε να πέσουν άχαρα τα πέταλά της και να ξεμείνει με τα αγκάθια. Προτιμούσε να ρισκάρει για να γίνει μια άλλη Πηνελόπη στο μακρύ ταξίδι του προσωπικού της Οδυσσέα. Να καταλάβει μέσα από τις πράξεις του πού μπορεί να φτάσει όποιος αγαπάει. Αν οι καρδιές που μιλούν μεταξύ τους μπορούν να συνεννοηθούν, κι αν ισχύει τελικά αυτό που ο Γκαίτε είπε πρώτος κι όχι ο Κοέλιο, ότι αν θες κάτι με όλη σου την ψυχή, το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να το πετύχεις. Η άμαθη Τερέζα μπορεί να έλιωνε από λατρεία για το πρόσωπό του, αλλά ήταν βέβαιη ότι αν εξεδήλωνε τα συναισθήματά της, αυτά θα έφταναν ψηλά. Πολύ ψηλά, και θα τραβούσαν όλους τους κεραυνούς πάνω τους.
Ο George Gordon Byron που γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο και άφησε την στερνή πνοή του στις 19 Απριλίου 1824 στο Μεσολόγγι, εντυπωσιάστηκε από τη στάση της μικρής Τερέζας. Την ποθούσε ακόμα πιο πολύ μετά από αυτό, μια και είναι κοινό μυστικό ότι τα αρσενικά αργά ή γρήγορα αγαπούν τις γυναίκες που για τον οποιοδήποτε λόγο, δεν πρέπει ή δε μπορούν να κατακτήσουν. Δεν είναι ψέμα. Την αγάπησε όχι μόνο γι’ αυτό που ήταν, μα και γι’ αυτό που είχε γίνει ο ίδιος μαζί της. Παρόλο που έφυγε με καταρρακωμένη την καρδιά για την πατρίδα του, δεν δίστασε να τής αφιερώσει το ποίημα «Κόρη των Αθηνών».
Πέντε χρόνια μετά το χαμό του, η Τερέζα παντρεύτηκε τον Άγγλο Αξιωματικό Τζέιμς Μπλάκ με τον οποίο απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Μπορεί να αγάπησε το σύζυγό της, αλλά ο έρωτας για τον Τζορτζ, δεν έσβησε ποτέ, και απόδειξη για αυτό είναι το νανούρισμα που χρησιμοποιούσε για την πρωτότοκη κόρη της. Δεν ήταν ένα απλό τραγούδι για παιδιά. Ήταν τα λόγια του λόρδου που κάποτε τής είχε συλλαβίσει τον έρωτα στο αυτί. Είτε μαζί είτε χώρια του, εκείνη θα έμενε στην Ιστορία ως «Κόρη των Αθηνών», και οι στίχοι αυτοί θα ήταν για πάντα ο αόρατος σύνδεσμός τους:
Κόρη γλυκιά των Αθηνών,
σε τούτη δω του αποχωρισμού την ώρα,
δώσε , ώ! δώσε πίσω την καρδιά μου,
π’αποχωρίστηκε από το στήθος το δικό μου
ή πάρε ό,τι απόμεινε και κράτησέ το.
Πριχού να φύγω άκουσε τον όρκο τον δικό μου:
-Ζωή μου, σας αγαπώ!
Μα τα μαλλιά τ΄ατίθασα ,
τα γλυκανεμισμένα ‘πο τον αγέρα του Αιγαίου,
Μα τα βλέφαρά σου που με τα κατάμαυρα ματόκλαδα αγγίζουν
τα τρυφερά τα μάγουλα τα ροδοβαμμένα.
Μα τα ελαφίσια τ’ ‘αγριωπά τα μάτια σου,
-Ζωή μου, σας αγαπώ!
Μα τα χείλη σου, που λαχταρώ με πόθο,
Μα τη λιγνή τη μέση σου, που ‘ναι σα δαχτυλίδι.
Μα τα λουλούδια που μιλούν κάλλιο από κάθε λέξη.
Μα της αγάπης τη χαρά, που γίνεται μαζί και λύπη :
-Ζωή μου, σας αγαπώ!
Κόρη γλυκιά των Αθηνών,
Σ΄ αφήνω γεια και φεύγω, μα μη με ξεχνάς
Σαν είσαι μοναχή να με συλλογάσαι.
Τι κι αν πηγαίνω μακριά κι αν φεύγω για την Πόλη
μου ΄χει η Αθήνα την καρδιά και την ψυχή σκλαβώσει.
Αγάπη τέτοια σώνεται;
-Ζωή μου, σας αγαπώ!