Η έκθεση Lotti van der Gaag παρουσιάζει γλυπτά από την περίοδο 1947-1957. Van der Gaag ενδιαφερόταν για την καθαρή έκφραση του συναισθήματος, και όχι τόσο στην αισθητική. Δούλευε αυθόρμητα, χωρίς μια προκατασκευασμένη ιδέα, αλλά με το υποσυνείδητό της, κάτι που τη συνδέει με το κίνημα Art Informel και το κίνημα CoBrA. Τα γλυπτά της έχουν μια τραχιά υφή και το κύριο θέμα της αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από πρωτόγονα, φανταστικά υβριδικά πλάσματα που έχουν σε υπερβολική μορφή, ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως διογκωμένα μάτια, καθώς και χαρακτηριστικά ζώων. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά, τα γλυπτά της έγιναν όλο και πιο περίπλοκα και αφηρημένα, ενώ το κύριο θέμα της άρχισε να περιλαμβάνει στοιχεία από τον φυτικό κόσμο, χωρίς τόσα ανθρώπινα στοιχεία που ήταν μέρος της προηγούμενης δουλειάς της. Οι πίνακες της έκθεσης χρονολογούνται σε μεταγενέστερη περίοδο: 1989-1995.
Lotti van der Gaag
Γεννημένη το 1923, η Lotti van der Gaag παρακολούθησε την Ελεύθερη Ακαδημία της Χάγης στην Ολλανδία, πριν φύγει και ζήσει στο Παρίσι το 1950 και παρακολουθήσει μαθήματα με τον Ossip Zadkine. Υπό την επιρροή του οι μικρές πήλινες φιγούρες της εξελίχθηκαν και έγιναν πιο πρωτότυπες καθώς άρχισε να δημιουργεί τρύπες και αλλάζει η δουλειά της, αφήνοντας πίσω της το πιο συμπαγές στυλ που χαρακτήριζε την πρώιμη δουλειά της. Η Lotti van der Gaag ενδιαφερόταν για την καθαρή έκφραση του συναισθήματος, και όχι τόσο στην αισθητική. Δούλευε αυθόρμητα, χωρίς μια προκατασκευασμένη ιδέα, αλλά με το υποσυνείδητό της, κάτι που τη συνδέει με το πειραματικό κίνημα Art Informel. Τα γλυπτά της έχουν μια τραχιά υφή και το κύριο θέμα της αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από πρωτόγονα, φανταστικά υβριδικά πλάσματα που έχουν σε υπερβολική μορφή, ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως διογκωμένα μάτια, καθώς και χαρακτηριστικά ζώων.
Στο Παρίσι, η Lotti van der Gaag μοιράστηκε ένα ατελιέ με άλλους, παγκοσμίως γνωστούς πλέον, Ολλανδούς καλλιτέχνες που ανήκαν στην ομάδα CoBrA, όπως ο Karel Appel και ο Corneille. Ενώ η Lotti van der Gaag ένιωθε μέρος αυτής της ομάδας, δεν συμμετείχε σε εκθέσεις της CoBrA εκείνη την εποχή και δεν έγινε ποτέ επίσημα αποδεκτή από αυτούς, ίσως επειδή, το ότι ήταν γυναίκα σήμαινε ότι δεν την έπαιρναν στα σοβαρά οι άντρες καλλιτέχνες της ομάδας CoBrA. Παρόλα αυτά, είναι προφανές ότι το πρωτοποριακό έργο της Lotti van der Gaag συνδέεται στενά με αυτό των καλλιτεχνών της CoBrA και το έργο της έχει παρουσιαστεί σε εκθέσεις σε διάφορα Ολλανδικά μουσεία, όπως το Cobra Museum of Modern Art στο Amstelveen.
Η Lotti van der Gaag σύντομα ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα. Τις δεκαετίες του ‘50 και του ‘60 γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις (όπως, μαζί με τον Picasso και τον Giacometti στο Salon de Mai το 1954) και είχε αρκετές ατομικές εκθέσεις τόσο στο Παρίσι όσο και στην Ολλανδία, όπως στο Μουσείο Stedelijk στο Άμστερνταμ το 1962. Εν τω μεταξύ, η δουλειά της εξελίχθηκε και από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και μετά, τα γλυπτά της έγιναν όλο και πιο περίπλοκα και αφηρημένα, ενώ το κύριο θέμα της άρχισε να περιλαμβάνει στοιχεία από τον φυτικό κόσμο, χωρίς τόσα ανθρώπινα στοιχεία που ήταν μέρος της προηγούμενης δουλειάς της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αν και η Lotti van der Gaag είναι περισσότερο γνωστή για τα γλυπτά της, ζωγράφιζε κιόλας. Από το 1970 ήταν όλο και πιο δύσκολο για εκείνη να χυτεύει τα γλυπτά της σε μπρούτζο και έτσι επικεντρώθηκε στη ζωγραφική και στο σχέδιο. Αυτή η δουλειά της κέρδισε κάποια αναγνώριση και έτσι το 2022-2023 είχε μια ατομική έκθεση στο Stedelijk Museum Schiedam με τους πίνακες και τα σχέδιά της.
Το έργο της Lotti van der Gaag συμπεριλαμβάνεται σε μεγάλες (μόνιμες) συλλογές, όπως το Μουσείο Stedelijk στο Άμστερνταμ (αυτή τη στιγμή παρουσιάζεται το έργο: Vliegvogel, 1950, 60x30x20 cm), το Kröller-Müller στο Otterloo, το Μουσείο Boijmans Van Beuningen στο Ρότερνταμ, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Cobra στο Amstelveen και το Μουσείο Stedelijk στο Schiedam. Ένα από τα πιο σημαντικά γλυπτά της σε δημόσιους υπαίθριους χώρους είναι το «Denker» στην Ουτρέχτη.
Η Lotti van der Gaag πέθανε το 1999.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Relief, 23x32x9,5 cm, 1951