Πριν από 94 χρόνια, στις 26 Μαΐου 1926, γεννήθηκε ο μοναδικός Μάιλς Ντέιβις, μια από τις πιο λαμπρές μορφές στο χώρο της μουσικής και του πολιτισμού του 20ου αιώνα. Η σημερινή λοιπόν ημέρα, αποτελεί μια πολύ καλή ευκαιρία για να θυμηθούμε το έργο και τη ζωή του θρύλου της jazz.

Ο Μάιλς Ντέιβις γεννήθηκε στη μικρή πόλη Άλτον στο Ιλινόις και μεγάλωσε στο Σαιντ Λούις, όπου μετακόμισε η οικογένεια του όταν εκείνος ήταν ενός έτους, σε μια πόλη που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη μουσική και ιδιαίτερα την jazz και την blues. Κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, ο μικρός Μάιλς  είχε διάφορα όνειρα για το μέλλον του, όπως το να ασχοληθεί με τον αθλητισμό ή να γίνει γιατρός σαν τον πατέρα του. Ωστόσο, όλα του τα σχέδια άλλαξαν όταν, στην αρχή της εφηβείας του, έλαβε ως δώρο μια τρομπέτα. Παρά την επιθυμία της μητέρας του να μάθει να παίζει βιολί, ακολουθώντας τα βήματα της ίδιας, η οποία, πέρα από δασκάλα μουσικής, ήταν και βιολίστρια, ο Ντέιβις ξεκίνησε μαθήματα τρομπέτας. Ο πρώτος του δάσκαλος επέμενε να παίζει χρησιμοποιώντας την τεχνική χωρίς βιμπράτο, κάτι που καθόρισε τον μετέπειτα ήχο που ανέπτυξε στην καριέρα του.

Μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, τον Σεπτέμβριο του 1944, ξεκίνησε να σπουδάζει στο Institute of Musical Art στη Νέα Υόρκη (που αργότερα μετονομάστηκε σε Juilliard), αλλά σύντομα εγκατάλειψε τις σπουδές για να αφοσιωθεί πλήρως στην καριέρα του ως μουσικός της jazz. Το ανήσυχο πνεύμα του Ντέιβις δεν του επέτρεψε να προσαρμοστεί στη συμβατική ακαδημαϊκή διδασκαλία και ένιωθε ότι μπορούσε να μάθει πολλά περισσότερα παίζοντας στα θρυλικά νυχτερινά τζαζ κλαμπ του Μανχάταν.

Πίσω από την απόφασή του αυτή κρύβονταν όχι μόνο ένας, αλλά δύο πολύ καλοί λόγοι που άκουγαν στο όνομα Charlie Parker και Dizzy Gillespie. Τον Ιούλιο του 1944, ο Ντέιβις είχε μοιραστεί τη σκηνή με τον Gillespie και το είδωλο του, τον Parker, όταν επισκέφτηκαν το Σαιντ Λούις ως μέλη της μπάντας του Billy Eckstine και τον προσκάλεσαν να αντικαταστήσει τον τρομπετίστα Buddy Anderson που ήταν άρρωστος. Έτσι, όταν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, ο Ντέιβις σύχναζε στα νυχτερινά μαγαζιά όπου μπορούσε να παρακολουθεί τον Charlie Parker και το 1945 έλαβε μια θέση στο κουιντέτο του όπου και παρέμεινε έως το 1948. Αυτή η συνεργασία ήταν μόνο μια από τις κορυφαίες στιγμές της καριέρας του Αφροαμερικανού τρομπετίστα, καθώς στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, θα θήτευε πλάι σε πολλούς θρύλους της jazz και θα ανέπτυσσε σταδιακά το προσωπικό αυτοσχεδιαστικό στυλ του που καθόρισε το παίξιμο του.

Σε μια περίοδο όπου οι περισσότεροι καλλιτέχνες υιοθετούσαν όλο και πιο γρήγορους ρυθμούς, ο Μάιλς Ντέιβις, αναλαμβάνοντας κεντρικό ρόλο, σχημάτισε το δικό του νονέτο το οποίο περιελάμβανε ασυνήθιστες προσθήκες πνευστών όπως είναι η τούμπα και το γαλλικό κόρνο. Μέσα από τη συμμετοχή μεγάλων καλλιτεχνών της jazz, μεταξύ των οποίων, ο Gil Evans,ο Gerry Mulligan και ο Max Roach, αναδείχθηκε μια νέα, πιο «χαλαρή» προσέγγιση στην μουσική jazz, με τον Ντέιβις να απομακρύνεται από το bebop ιδίωμα που είχε μέχρι τότε ακολουθήσει. Μέσα από τον κλασσικό, πλέον, δίσκο Birth of the Cool, που ηχογραφήθηκε το 1949, αλλά κυκλοφόρησε το 1957, γεννήθηκε ένα νέο μουσικό ρεύμα επηρεασμένο από τεχνικές της κλασσικής μουσικής, αυτό της cool jazz, ενώ η καινοτομία και η δημιουργικότητα του Ντέιβις αρχίζαν δειλά-δειλά να διαφαίνονται.

Ο ανατρεπτικός bebop ήχος του Ντέιβις ακούγεται ξεκάθαρα στο album Bags’ Groove το οποίο κυκλοφόρησε το 1957 και ηχογραφήθηκε μερικά χρόνια νωρίτερα, με τη συμβολή, βέβαια, στο εξαιρετικό αποτέλεσμα των θαυμάσιων μουσικών και θρύλων Sonny Rollins, Horace Silver, Kenny Clarke και Thelonious Monk. Όπως ακούγεται στο κομμάτι «Oleo», εκείνη τη χρονική περίοδο γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ήταν που ο Μάιλς Ντέιβις προσέθεσε την σουρντίνα στην τρομπέτα του με σκοπό να αποδώσει ένα διαφορετικό ήχο που αργότερα θα τον χαρακτήριζε.

Έχοντας δημιουργήσει ένα all-star σχήμα που ονομάστηκε το «Πρώτο Μεγάλο Κουιντέτο» του (First Great Quintet), το οποίο στη συνέχεια μετεξελίχθηκε σε σεξτέτο με την προσθήκη του σαξοφωνίστα Cannonball Adderley, ο Ντέιβις ηχογράφησε το Milestones (1958), ένα album που θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του. Ο δίσκος αυτός χαρακτηρίζεται από εξαιρετικές συνθέσεις και μοναδικές ερμηνείες από μερικούς από τους καλύτερους μουσικούς της jazz, σε ένα album που έγραψε ιστορία καθώς οι μελωδίες εκτοξεύονται για πρώτη φορά στο επίκεντρο της μουσικής σε μια από τις πρώτες εξερευνήσεις της λεγόμενης modal jazz.

Η νέα αυτή γραμμική προσέγγιση της modal jazz, που έδινε περισσότερες δυνατότητες στους μουσικούς να αναπτύξουν τις μελωδικές τους γραμμές, θεμελιώθηκε και διαδόθηκε μέσα από ένα ιστορικό και με τεράστιο μουσικολογικό ενδιαφέρον album, το εμβληματικό αριστούργημα Kind of Blue (1959), ένα δίσκο που έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ο καλύτερος στην ιστορία της jazz και έχει ασκήσει μεγάλη επιρροή σε πολλές γενιές μουσικών που ακολούθησαν.

Ο Ντέιβις υπό τη συνοδεία των θρυλικών μουσικών Wayne Shorter, Herbie Hancock, Ron Carter και Tony Williams, που αποτελούσαν το «Δεύτερο Μεγάλο Κουιντέτο» (Second Great Quintet), θα ηχογραφήσει και θα κυκλοφορήσει το Miles Smiles (1966), με την εξαιρετική χημεία μεταξύ των μελών του σχήματος καθώς και το υψηλό επίπεδο σύνθεσης και ερμηνείας να είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του θαυμάσιου αυτού δίσκου.

Ο Ντέιβις, ανήσυχος όπως πάντα, κάνοντας την αρχή με το In a silent way (1969), όπου συναντάται με τον παραγωγό Teo Macero και συνεχίζοντας με το Bitches Brew (1969), ξεκίνησε το αποκαλούμενο «ηλεκτρονικό ταξίδι» του, κατευθυνόμενος σε νέα πειραματικά μονοπάτια, συνδυάζοντας την jazz με ποικίλα μουσικά στυλ όπως rock και soul, ένα ρεύμα που εδραίωσε το είδος του jazz-rock/fusion. Η έντονη πειραματική διάθεση και η τόλμη του Ντέιβις συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος της καριέρας του, ενώ δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων album αποτελούν το «ηλεκτρονικό» Tutu (1986) όπου κυριαρχεί η χρήση των synthesizers και των drum machines και το τελευταίο του album DooBop (1992), που κυκλοφόρησε 9 περίπου μήνες μετά τον θάνατό του και στο οποίο αναμειγνύεται η jazz με τη hip hop μουσική.

Οι παραπάνω αναφορές στους δίσκους, όπως είναι λογικό, δεδομένης της πλούσιας δισκογραφίας του Ντέιβις η οποία εκτείνεται σε πέντε δεκαετίες, αποτελούν μερικά μόνο σημεία αναφοράς στην καριέρα του τα οποία αντανακλούν, κατά τη γνώμη μου, την πρωτοποριακή φύση και τον αντισυμβατικό χαρακτήρα του. Προκειμένου να μπορέσει κάποιος να καταλάβει σε βάθος τη μουσική του Ντέιβις, τις επιλογές και την προσφορά του, θα πρέπει να ανατρέξει και σε άλλες πτυχές της ζωής του. Το ανήσυχο πνεύμα του και η ανάγκη του να εκφράζεται, βρήκε μια επιπλέον δημιουργική διέξοδο μέσω της ζωγραφικής και του ενδιαφέροντος του για τη μόδα, ενώ οι έννοιες της συνεχούς εξέλιξης και αλλαγής βρίσκονταν στον πυρήνα της ύπαρξής του και είναι μάλιστα, εμφανείς μέχρι και το τέλος της ζωής του στις 28 Σεπτεμβρίου 1991.

Το όνομά του είναι συνώνυμο με την αλλαγή, καθώς κάθε δεκαετία ο Μάιλς Ντέιβις επαναπροσδιόριζε τον εαυτό του και αθετώντας τα δημιουργικά όρια, κατηύθυνε τη μουσική του σε αχαρτογράφητα νερά θέτοντας σε λειτουργία όλα όσα τον ξεχώριζαν: τη φαντασία του σε τεχνοτροπίες, στιλιστικές επινοήσεις και ηχητικές δημιουργίες, και την αχαλίνωτη προσωπική έκφραση.

Με το παρατσούκλι «Πρίγκιπας του σκότους» να τον ακολουθεί λόγω της σοβαρής του φύσης επί σκηνής, ήταν πάντα ολιγομίλητος και όπως έλεγε, άφηνε τη γλώσσα της μουσικής να μιλάει αντί για εκείνον. Μπορεί οι τελευταίες δισκογραφικές του δουλειές να ήταν απογοητευτικές για τους jazz purists και να αποτελούσαν λοξοδρόμηση στην πορεία του, αλλά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ένα μέρος της μεγάλης συμβολής του Ντέιβις, πέρα από την ριζοσπαστική του προσέγγιση στη μουσική, είναι και το γεγονός ότι διατήρησε την jazz στο επίκεντρο των μουσικών εξελίξεων για δεκαετίες και διέδωσε το είδος σε ένα ευρύ κοινό. Εύλογα, λοιπόν, θεωρείται ένας οραματιστής και πρωτοπόρος μουσικός του 20ου αιώνα.