«Μάρτυς μου ο Θεός» είναι το μυθιστόρημα του γνωστού συγγραφέα Μάκη Τσίτα. Πρόκειται για ένα πρωτότυπο βιβλίο από πολλές απόψεις (γλώσσας, τρόπου γραφής, θέματος κτλ) που επάξια κέρδισε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2014, χαρίζοντας στον δημιουργό του το Α βραβείο. Μεταφράστηκε σε 5 γλώσσες, διασκευάστηκε για το θέατρο «δια χειρός» του ίδιου του συγγραφέα και από πέρσι συνεχίζει την επιτυχημένη του πορεία στη σκηνή του πολυχώρου Vault στον Βοτανικό με τον ηθοποιό Ιωσήφ Ιωσιφίδη να ερμηνεύει εξαιρετικά τον ήρωα Χρυσοβαλάντη, έναν άνθρωπο αγαθό, ένα μεγάλο παιδί και ταλαιπωρημένο άνθρωπο, που έχει τραβήξει πολλά στη ζωή του και έχει μια λοξή ματιά για την κοινωνία, είναι εμμονικός και άνθρωπος μαζεμένος, όπως μας εξηγεί ο Μάκης Τσίτας.
Είναι ωστόσο γεγονός! Είτε επιλέξουν να γνωρίσουν τον ήρωα οι φιλαναγνώστες, μέσα από την ανάγνωση του βιβλίου, είτε να τον γνωρίσουν οι θεατρόφιλοι μέσα από την παράσταση, ένα είναι σίγουρο! Θα ψυχαγωγηθούν, θα συγκινηθούν, θα προβληματιστούν, θα γελάσουν, θα κλάψουν και τελικά θα αγαπήσουν τον καλοσυνάτο αμφιλεγόμενο αντιήρωα Χρυσοβαλάντη.
Αλήθεια σας λέω! Μάρτυς μου ο Θεός!
Συνέντευξη: Στέλλα Τζίβα
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Culturenow.gr: Τον Χρυσοβαλάντη τον κουβαλάτε μέσα σας 10 χρόνια. Πώς είναι να κουβαλά ένας συγγραφέας έναν ήρωα μαζί του για τόσα χρόνια; Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για σας να τον αποχωριστείτε τώρα που τελειώσατε το βιβλίο και την ιστορία του; Θα σας λείψει;
Μάκης Τσίτας: Πράγματι τον κουβαλούσα για δέκα χρόνια, ήταν συνεχώς μαζί μου, τον είχα στο μυαλό μου. Καθημερινά πρόσθετα πράγματα, μικρές λεπτομέρειες. Αισθανόμουν πως είχα μπει εκατό τοις εκατό στην ψυχολογία του, ήξερα τα πάντα για αυτόν, κάθε του μυστικό, κάθε ενδόμυχη σκέψη. Βέβαια τα δέκα χρόνια ήταν πολλά και δεν σας κρύβω πως στο τέλος είχα λίγο κουραστεί. Ένιωθα πως έπρεπε να χωρίσουν πια οι δρόμοι μας γιατί με δέσμευε – έπρεπε να πάω και σε άλλους ήρωες. Μετά από τόσο καιρό μού λείπει είναι η αλήθεια, αλλά ξέρω ότι έχει πάρει πια τον δρόμο του και κάνει παρέα στους αναγνώστες, και χαίρομαι όταν ασχολούνται μαζί του και ακούω να μου μιλάνε γι’ αυτόν.
Cul. N.: Τι αγαπήσατε από τον Χρυσοβαλάντη; Τι νιώθετε να σας συνδέει μαζί του; Υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ σας;
Μ. Τσ.: Το «Μάρτυς μου ο Θεός» είναι από τα λιγότερο αυτοβιογραφικά κείμενα μου. Το κοινό μας στοιχείο είναι κυρίως ο χώρος στον οποίο κινείται, η Αθήνα δηλαδή: και εγώ μένω στην Αθήνα μόνιμα εδώ και είκοσι δύο χρόνια και κινούμαι στο κέντρο της, όπως και αυτός. Άλλο ένα κοινό μας είναι ο εκδοτικός χώρος στον όποιο δουλεύαμε και οι δυο, αλλά σε διαφορετικές θέσεις: ο Χρυσοβαλάντης ασχολούνταν με την παραγωγή του βιβλίου, ενώ εγώ με την επικοινωνία. Επίσης μας συνέδεε μια ανεξήγητη (;) ανησυχία πως θα ’ρθουν δύσκολες μέρες μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήμασταν και οι δύο εναντίον των Ολυμπιακών Αγώνων. Μην ξεχνάμε πως έπλασα τον ήρωά μου πριν και κατά τη διάρκεια των Αγώνων, αν και το βιβλίο εκδόθηκε πολύ αργότερα. Επομένως, δεν είχαμε και οι δύο σαφή εικόνα για τις συνέπειες της αθλητικής φιέστας. Ανεξάρτητα των κοινών στοιχείων, ένας συγγραφέας οφείλει να αγαπάει τους ήρωές του με όλα τους τα ελαττώματα. Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας άνθρωπος αγαθός, ένα μεγάλο παιδί –όπως θα λέγαμε–, ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος, που έχει τραβήξει πολλά στη ζωή του, έχει μια λοξή ματιά για την κοινωνία, είναι εμμονικός και άνθρωπος μαζεμένος. Τέτοιου είδους χαρακτήρες με γοητεύουν.
Cul. N.: Ποια στοιχεία θεωρείτε πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απόφαση των κριτών για τη διάκριση και τη βράβευση σας;
Μ. Τσ.: Όπως ειπώθηκε και από την επιτροπή αυτό που τους κέντρισε ήταν ο μοντέρνος τρόπος γραφής του έργου, το αποσπασματικό ύφος του, οι μικρές παράγραφοι οι ασύνδετες μεταξύ τους σε ένα πρώτο επίπεδο, η δουλεμένη γλώσσα, ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας του ήρωα. Και βέβαια το θέμα του βιβλίου που αφορά την κρίση αξιών στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως και την υπόλοιπη Ευρώπη: ανεργία, ξενοφοβία, μοναξιά του ανθρώπου είναι μερικά από τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται, με άλλα λόγια το θέμα του διαπνέεται από τον σφυγμό της εποχής.
Cul. N.: Η συγγραφή του βιβλίου σας πέρα από την αναγνώριση, τη διάκριση και τις πόρτες που σας άνοιξε, συνέβαλε να γνωρίσετε καλύτερα τον εαυτό σας;
Μ. Τσ.: Κάθε βιβλίο πάει τον συγγραφέα ένα βήμα παραπέρα, στα ενδότερα του εαυτού του. Το «Μάρτυς μου ο Θεός», από όλα τα βιβλία μου, ήταν το πιο ολοκληρωμένο και το πιο απαιτητικό. Αυτομάτως σημαίνει πως ήταν αρκετά τα βήματα προς τα μέσα. Στην πορεία της συγγραφής του, –ξεκίνησα να γράφω τριάντα χρονών και τελείωσα το βιβλίο σαράντα χρονών– αγάπησα περισσότερο τον ήρωά μου: μεγάλωσα μαζί του, μαλάκωσα, έγινα πιο ανεκτικός απέναντι στα πράγματα, με περισσότερη κατανόηση. Το ταξίδι μου με τον Χρυσοβαλάντη ήταν πραγματικά ένα ταξίδι αυτογνωσίας.
Cul. N.: Ο συγγραφέας έργων μικρής έκτασης, όπως παιδικά βιβλία, διηγήματα, καταξιώνεται ως συγγραφέας γράφοντας ένα μυθιστόρημα που είναι σαφώς ένα μεγαλύτερης έκτασης έργο και μάλιστα αν έχει βραβευτεί με ένα βραβείο, όπως αυτό από την Ευρωπαϊκή Ένωσης για το 2014;
Μ. Τσ.: Δεν θεωρώ τα μικρής έκτασης κείμενα υποδεέστερα των κειμένων μεγάλης έκτασης. Δεν θεωρώ σε καμία περίπτωση ότι το διήγημα είναι πιο εύκολο από το μυθιστόρημα ή πως τα παιδικά εικονογραφημένα βιβλία είναι πιο εύκολα από τα παιδικά μυθιστορήματα. Η κάθε φόρμα γραπτού κειμένου έχει τις δυσκολίες της. Σίγουρα ένα πολυσέλιδο βιβλίο απαιτεί εντατικότερη δουλειά, πρέπει να ασχοληθείς με τον ήρωά σου περισσότερο. Δεν είναι πιο δύσκολο ή πιο εύκολο, τα θεωρώ ισότιμα ως λογοτεχνικά είδη. Ο Χρυσοβαλάντης έτυχε να είναι μυθιστόρημα – θα μπορούσε να είναι και συλλογή διηγημάτων. Το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί μια διάκριση πεζού έργου (μυθιστορήματος, νουβέλας, διηγημάτων).
Cul. N.: Ο ήρωάς σας έχει στενή σχέση με τη θρησκεία, στο τέλος εναποθέτει τη ζωή του στην πρόνοια του Παντοκράτορα. Η πίστη, θεωρείτε, έχει τη δύναμη να αλλάξει τη ζωή μας;
Μ. Τσ.: Πιστεύω πως ναι, η θρησκεία παίζει καθοριστικό ρόλο στη ζωή ενός ανθρώπου, μπορεί να δώσει νόημα σ’ αυτήν και να την αλλάξει. Εγώ δεν είχα σχέση με την Εκκλησία, δεν μεγάλωσα σε περιβάλλον με κατηχητικά και μητροπολίτες, όπως ο Χρυσοβαλάντης. Δεν παίζει καίριο ρόλο για μένα η θρησκεία στην καθημερινότητα, όμως πιστεύω στον Θεό και έχω δει ανθρώπους να αλλάζει η ζωή τους, όπως ένας στενός μου φίλος, ένας εξαιρετικός φιλόλογος, που αφού τελείωσε το διδακτορικό του, πήγε στο Άγιο Όρος και έγινε μοναχός. Και όταν κάποτε πήγα σε ένα μοναστήρι στο Άγιο Όρος και τον είδα ήταν πλέον ήρεμος και χαμογελαστός, ενώ όταν ζούσε στον “κόσμο” –στη Θεσσαλονίκη– τον έβλεπα πάντα αγχωμένο και πιεσμένο.
Cul. N.: Ποια θεωρείτε πως είναι η πιο δυνατή σκηνή του βιβλίου; Η πιο συγκλονιστική ενδεχομένως;
Μ. Τσ.: Νομίζω πως είναι η σκηνή του τέλους: την ώρα που ο Χρυσοβαλάντης πηγαίνει απελπισμένος στη Μητρόπολη, στον τελευταίο τόπο καταφυγής, και σκύβει στην εικόνα του Παντοκράτορα… Και φυσικά αυτά που ακολουθούν στη συνέχεια… Υπάρχουν και άλλες σκηνές που αγαπώ, σκηνές όπου υπάρχει το χιούμορ, ο κλαυσίγελος, αλλά η σκηνή που συγκίνησε και εμένα περισσότερο -κατά τη διάρκεια της συγγραφής- είναι οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
Cul. N.: Ποια είναι τα μηνύματα που θέλατε να περάσετε γράφοντας το «Μάρτυς μου ο Θεός»;
Μ. Τσ.: Δεν θέλω να περάσω κανένα μήνυμα με τα γραπτά μου, έτσι και στο βιβλίο με τον Χρυσοβαλάντη ήθελα να αφηγηθώ την ιστορία ενός ανθρώπου. Αυτό που ξέρω να κάνω είναι να αφηγούμαι ιστορίες ανθρώπων και αυτό είναι το γοητευτικό στοιχείο για μένα στη συγγραφή, χωρίς να σκέφτομαι εκ των προτέρων αν αυτό που γράφω αφορά πολλούς ή λίγους ανθρώπους και τι μπορεί να τους προσφέρει ή τι μηνύματα μπορούν να πάρουν. Όταν γράφω σκέφτομαι τι αρέσει σε μένα και όχι στους αναγνώστες· έτσι και στην περίπτωση του Χρυσοβαλάντη: ήθελα να φτιάξω έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα και να πω την ιστορία του, όσο πιο καλά μπορούσα. Εκ των υστέρων πάντα βγαίνουν συμπεράσματα, περνάνε μηνύματα, αυτή είναι και η δύναμη ενός βιβλίου, ενός γραπτού κειμένου, αλλά αυτό συμβαίνει, θεωρώ, ανεξάρτητα από τον συγγραφέα.
Cul. N.: Υπάρχει κάτι που θα κρατήσετε από τον Χρυσοβαλάντη; Ως ανάμνηση; (Ίσως την περίοδο που γράφατε το βιβλίο σας;)
Μ. Τσ.: Θα κρατήσω τις στιγμές του γέλιου και της συγκίνησης που μου πρόσφερε ο ήρωάς μου. Κυρίως όμως το γέλιο. Υπήρχαν πολλά κομμάτια του βιβλίου που καθώς τα έγραφα διασκέδαζα και γελούσα και τα σκεφτόμουν για αρκετό καιρό. Κρατάω το κομμάτι της μεγάλης ευχαρίστησης που μου έδωσε, ένα πεδίο ελευθερίας που ήταν για μένα λυτρωτικό, τη δυνατότητα να πειραματιστώ με τη γλώσσα: δούλεψα πολύ το κείμενό μου, έφτιαξα λέξεις, χρησιμοποίησα σουρεαλιστικά στοιχεία που δεν έχω σε άλλα γραπτά μου.
Cul. N.: Για ποιους λόγους επιλέξατε να το γράψετε σε στιλ πρόζας; Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε σε αυτό το είδος γραφής;
Μ. Τσ.: Είχα μαζέψει το υλικό και πολύ γρήγορα κατέληξα πως του ταιριάζει το πρώτο πρόσωπο που είναι ένας οικείος τρόπος γραφής σε μένα, καθώς έχω γράψει πολλά μονοπρόσωπα πεζά, μονολόγους και μικρά μονόπρακτα για το θέατρο. Μου φαίνεται ένα πολύ γοητευτικό είδος γραφής, αν και δύσκολο, διότι ενέχει περισσότερους κινδύνους· μπορεί να πας στην πολύ κακώς εννοούμενη προφορικότητα, το κείμενο σου μπορεί να γίνει σαχλό ή πάρα πολύ χαλαρό. Υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι από τους οποίους σε προφυλάσσει η τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους της δυσκολίας, η μονοπρόσωπη αφήγηση είναι για μένα και το πιο γοητευτικό είδος. Και έπειτα αυτό έχει να κάνει με τη βαθύτερη σχέση μου με τη λογοτεχνία που είναι η προσπάθειά μου να υποδύομαι ρόλους μέσα από τα γραπτά μου, να μπαίνω στην ψυχολογία του οποιουδήποτε ήρωά μου. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η επαναληπτικότητα, η αποσπασματικότητα που είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου, απέδωσαν τον εμμονικό χαρακτήρα του Χρυσοβαλάντη και φάνηκε έτσι πως το πιο δυνατό στοιχείο του “Μάρτυς μου ο Θεός” είναι η γλώσσα του.
Cul. N.: Η συλλογή του υλικού είναι ένα σημαντικό κομμάτι της συγγραφικής διαδικασίας. Εσείς ως ποιο σημείο φτάσατε, τι χρειάστηκε να κάνετε για να συλλέξετε στοιχεία για το βιβλίο σας;
Μ. Τσ.: Η συλλογή του υλικού είναι για μένα από τα πιο ενδιαφέροντα και γοητευτικά κομμάτια της συγγραφής των βιβλίων μου. Μάζευα για χρόνια υλικό και έκανα ενδελεχή έρευνα σε πολλά επίπεδα για τον Χρυσοβαλάντη. Κρατούσα ασταμάτητα σημειώσεις, μάζευα φράσεις ταξιτζήδων, νταλικέρηδων, γιαγιάδων, μοναχών, συνέλεξα κομμάτια από εκκλησιαστικά κείμενα τα οποία ασκούν μια ιδιαίτερη γοητεία σε μένα που από παιδί ήρθα σε επαφή μαζί τους. Μίλησα με ανθρώπους που επισκέπτονταν πόρνες και μάλιστα συστηματικά, με ανθρώπους που είχαν σχέση με τον στρατό κά. Πάντα έκανα συγκεκριμένες ερωτήσεις· εδώ λειτούργησε και η δημοσιογραφική μου ιδιότητα, ήξερα τι να ρωτήσω και πώς να κατευθύνω κάποιον για να μου πει πράγματα που ήταν απαραίτητα για το βιβλίο.
Cul. N.: Το «Μάρτυς μου ο Θεός» δεδομένου πως είναι ένα πρωτότυπο από πολλές απόψεις βιβλίο ήταν ένα ρίσκο για σας; Είστε άνθρωπος που παίρνει ρίσκα δεδομένου πως δημιουργήσατε το ηλεκτρονικό περιοδικό diastixo.gr σε περίοδο κρίσης;
Μ. Τσ.: Πάντα προσπαθώ και ψάχνω να βρω πρωτότυπα θέματα που θα τα αφηγηθώ με όσο τον δυνατόν πρωτότυπο τρόπο. Πρωτότυπο βέβαια δεν σημαίνει απαραίτητα και καλό (γέλια). Δεν μου αρέσει η μανιέρα στη συγγραφή. Στην πρώτη συλλογή διηγημάτων μου υπάρχουν δεκαεφτά ιστορίες με διαφορετικούς τρόπους αφήγησης. Έτσι και τώρα, η αφήγηση στο «Μάρτυς μου ο Θεός» ήταν ένα ρίσκο, αφού πειραματίστηκα με τη γλώσσα, τη δομή και το θέμα, χωρίς καθόλου να γνωρίζω αν θα αρέσει και σε ποιους θα αρέσει. Πίστευα πως δεν ήταν για πολλούς αναγνώστες, αλλά ευτυχώς διαψεύστηκα.
Η λειτουργία του diastixo.gr ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2012, μέσα στην κρίση, αρκετοί άνθρωποι γύρω μου ήταν επιφυλακτικοί αλλά σκέφτηκα πως αξίζει το ρίσκο και τελικά δικαιώθηκα: το diastixo.gr έγινε απ’ τον δεύτερο κιόλας μήνα το πρώτο σε επισκεψιμότητα ελληνικό ενημερωτικό site για το βιβλίο και συνεχίζει να κρατάει αυτή τη θέση μέχρι και σήμερα.
Cul. N.: Ας μιλήσουμε και για τη θεατρική εκδοχή του βιβλίου σας.
Μ. Τσ.: Για το βιβλίο έδειξαν ενδιαφέρον μερικούς μήνες μετά την έκδοσή του, η σκηνοθέτρια Σοφία Καραγιάννη και ο ηθοποιός Ιωσήφ Ιωσηφίδης: ήθελαν να το ανεβάσουν στο θέατρο, στη σκηνή του πολυχώρου Vault στον Βοτανικό με τον οποίο συνεργάζονται. Έκανα εγώ τη διασκευή, έκοψα πολλά από το βιβλίο διότι η διάρκεια του έργου έπρεπε να είναι μία ώρα και ένα τέταρτο. Η παράσταση πήγε πολύ καλά πέρσι και συνεχίζεται το ίδιο καλά και φέτος κάθε Κυριακή στις 21:00. Το έργο ήδη έχει ταξιδέψει στην επαρχία και υπάρχουν συνέχεια προσκλήσεις και για άλλα μέρη. Από την πρώτη στιγμή διαπίστωσα πως αγάπησαν το έργο και η Σοφία και ο Ιωσήφ, καθώς και το σεβάστηκαν. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό για αυτή τη συνεργασία. Η σκηνοθεσία είναι εξαιρετική και πολύ ευρηματική και ο Ιωσήφ είναι συγκλονιστικός, όπως έγραψαν και οι κριτικοί. Και πραγματικά όταν είδα και εγώ την παράσταση νόμιζα πως είχα μπροστά μου τον Χρυσοβαλάντη, πως είχα γράψει το έργο γι’ αυτόν τον ηθοποιό.
Το βιβλίο του Μάκη Τσίτα, Μάρτυς μου ο Θεός, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη