Ένα χρόνο μετά το θάνατο του σπουδαίου Έλληνα ζωγράφου Μάκη Θεοφυλακτόπουλου, το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα παρουσιάζει έργα που ο καλλιτέχνης δημιούργησε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Πρόκειται για για λάδια σε καμβά, καθώς και έργα μεικτής τεχνική – έργα στα οποία μας εκπλήσσει για μία ακόμη φορά η προσωπική γραφή του Θεοφυλακτόπουλου, που με το πέρασμα του χρόνου γίνεται μία όλο και πιο πυκνή και ουσιαστική αναζήτηση της ουσίας στη ζωγραφική του.
Η σημασία αυτής της έκθεσης δεν είναι μόνο ιστορική, για τα χρόνια συνεργασίας του καλλιτέχνη με τη γκαλερί ήδη από τις αρχές του 1990, αλλά ταυτοχρόνως αφορά την αισθητική και τους προβληματισμούς της σύγχρονης ζωγραφικής. Το επαναστατικό και ανήσυχο πνεύμα του διέπει τα έργα μέσω της εξαιρετικής χρήσης σχεδίου, χρώματος και υλικού. Αυτά αντανακλούν την «υπαρξιακή» στάση ζωής του καλλιτέχνη. Όπως περιγράφει ο Ντένης Ζαχαρόπουλος στο επιμελητικό κείμενο της έκθεσης:
«Εάν δίνουμε σήμερα τόση σημασία στα τελευταία του έργα, είναι διότι πέρα από την αναγνωρίσιμη γραφή και την αδιαμφισβήτητη ποιότητα πλέον του έργου του, μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια πιο ιδιαίτερη σχέση που εμφανίζεται ανάμεσα στο έργο του και τον ίδιο τον καλλιτέχνη όπως προχωρούν μαζί μέσα στο χρόνο. […] Μέσα από τα τελευταία έργα του Θεοφυλακτόπουλου, γίνεται πλέον κατανοητό πως η υπαρξιακή αυτή τάση –ήδη εμφανής σε πολλά προηγούμενα του έργα– συνιστά οργανικό μέρος της αναζήτησης του και ολοκληρώνει την συνεχή του απασχόληση που αφορά τη σχέση ανάμεσα στην εγγραφή της μορφής και τη σημασία του περιβάλλοντος χώρου.
Το ερωτηματικό κατά πόσον τα πράγματα έρχονται προς εμάς ή κατά πόσον πάμε εμείς προς αυτά, […] αποτελεί άμεσο μέρος και προβληματισμό του έργου του. Σε ποιο βαθμό φτάνουμε εμείς οι ίδιοι ως τον άλλον ή αντίθετα, διαλυόμαστε σταδιακά μέσα στο χώρο της παρουσίας/απουσίας του, φαίνεται να αποτελεί το μεγάλο ερώτημα. Το ερώτημα αυτό, ο Θεοφύλακτόπουλος το αντιμετωπίζει όλο και πιο συχνά, είτε ενεργητικά, μέσα από την εγγραφή της χειρονομίας πάνω στον πίνακα, είτε στοχαστικά, ενατενίζοντας τον παλλόμενο χώρο μέσα στο οποίο συνυπάρχουμε με τη μορφή».