Η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει τη Μαντάμα Μπαττερφλάι, τη “γιαπωνέζικη τραγωδία” του Τζάκομο Πουτσίνι, για έξι μόνο παραστάσεις από τις 17 Ιανουαρίου 2016 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, σε μουσική διεύθυνση Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο – Ηλία Βουδούρη και σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς του Νίκου Σ. Πετρόπουλου.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της. Πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο το οποίο καταφέρνει να συγκινεί διαχρονικά και να προκαλεί έντονα συναισθήματα, ανάγοντας την αλαβάστρινη μορφή της ηρωίδας του σε σύμβολο ανεξάντλητης υπομονής και αιώνιας, σταθερής αγάπης.
Η «γιαπωνέζικη τραγωδία», η οποία εξιστορεί το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, φωτίζει μουσικά την αντιπαράθεση των δύο πολιτισμών, του ιαπωνικού και του δυτικού-αμερικάνικου.
“Tην νεαρή γκέισα “δεσποινίς Πεταλούδα” νοίκιασε έναντι 39 δολαρίων τον μήνα ένας Αμερικάνος Αξιωματικός. Από αυτά, 4 δολάρια στοίχιζε η κρατική άδεια που της επέτρεπε να είναι ερωμένη του και της εξασφάλιζε πρόσβαση στα δημόσια λουτρά, 25 δολάρια στοίχιζε η κατοικία και 10 ακόμα δολάρια μια υπηρέτρια. Εκείνος απολάμβανε τις ανέσεις ενός “γάμου” με ημερομηνία λήξης και εκείνη είχε στέγη και υπηρέτρια. Ο αξιωματικός φεύγοντας για την Αμερική της υποσχέθηκε ότι θα επέστρεφε κοντά της όταν ο κοκκινολαίμης θα ξανάφτιαχνε τη φωλιά του. Αντ’ αυτού την άφησε πάμπτωχη με ένα μωρό στην αγκαλιά”. Με αυτή την αφήγηση της αδερφής του που έζησε στο Ναγκασάκι και αφορούσε την πραγματική ιστορία της νεαρής γκέισας Τσο -Σαν, ο συγγραφέας Τζων Λούθερ ξεκίνησε να γράφει το σύντομο διήγημα του, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για το θεατρικό έργο και στη συνέχεια για την όπερα του Πουτσίνι.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η Μπαττερφλάι δεν ξεφεύγει από την λογική του βερισμού, με τις έντονες αντιπαραθέσεις και την αγάπη προς τις θεατρικές λύσεις. Έτσι η παρτιτούρα επιλέγει με μεγάλη προσοχή τον τρόπο που επενδύει την κάθε στιγμή. Οι επιρροές της ενορχήστρωσης από το μουσικό σύμπαν των Ντεμπυσσύ και Ραβέλ, τα ιδιαίτερα στοιχεία από την Ιαπωνική μουσική παράδοση, οι κλιμακώσεις, οι ποιότητες μουσικής δωματίου, αλλά και τα ξεσπάσματα με το σύνολο της ορχήστρας, δίνουν στην όπερα τον ξεχωριστό της σφυγμό, την ιδιαίτερή της ζωή. Ο βασικός χαρακτήρας, της Τσο-Τσο-Σαν σκιαγραφείται από τον Πουτσίνι με μεγάλη ευαισθησία και αναπτύσσεται αριστοτεχνικά έως το τέλος. Οι αρχικές σύντομες, αποσπασματικές και περιγραφικές πράξεις δηλώνουν ξεκάθαρα την αφελή παιδούλα, ο λυρισμός του ερωτικού ντουέτου αποκαλύπτει τρυφερά συναισθήματα, η νοσταλγία της ερωτευμένης γυναίκας επιτρέπει να υποψιαστεί κανείς το πάθος που θα οδηγήσει στο τραγικό τέλος. Κάθε μια από τις μουσικές στάσεις κορυφώνει το δράμα, εξηγεί την ψυχολογία και δικαιολογεί τους χειρισμούς της Μπαττερφλάι.
Η ιστορία της Μαντάμα Μπαττερφλάι -του πιο αγαπημένου του έργου, όπως την χαρακτήρισε ο Πουτσίνι-, η οποία σήμερα θεωρείται μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες παγκοσμίως, είναι περιπετειώδης και σχεδόν μυθιστορηματική. Από τις αποδοκιμασίες του κοινού και τις 20.000 λίρες με τις οποίες αποζημίωσε το Τεάτρο α λα Σκάλα ο Πουτσίνι για την παταγώδη αποτυχία, στην πρώτη πρεμιέρα στο Μιλάνο το 1904, έως την μεγάλη επιτυχία και τις 27 αυλαίες στην δεύτερη πρεμιέρα στην Μπρέσα μεσολάβησαν μόλις τρεις μήνες και αρκετές τροποποιήσεις στη σύνθεση και το λιμπρέτο. Η παγκόσμια επιτυχία επισφραγίστηκε με την ιδιαιτέρως επιτυχημένη πρεμιέρα στο Παρίσι, το 1906 με μια νεότερη βερσιόν του έργου στην οποία έγιναν εκτενείς περικοπές από το συνθέτη. Για το ελληνικό λυρικό θέατρο η Μαντάμα Μπαττερφλάι έχει ιστορική σημασία, μιας και είναι το πρώτο έργο που ανέβασε η νεοσυσταθείσα Εθνική Λυρική Σκηνή, το 1940. Λίγο νωρίτερα, το 1919 το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα περιέλαβε στο ρεπερτόριο το έργο αυτό.
Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους φωτισμούς της παραγωγής, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε από την ΕΛΣ το 2005, υπογράφει ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος: “Μελετώντας σε βάθος την όπερα του Πουτσίνι προκειμένου να σκηνοθετήσω το έργο για την Εθνική Λυρική Σκηνή, μια σημαντική λεπτομέρεια έγινε απόλυτα σαφής στο μυαλό μου: Η όπερα αυτή δεν θέλει μια «γιαπωνέζικη» προσέγγιση, στο ύφος του Θεάτρου Νο, αλλά μια καθαρά «δυτική» αντιμετώπιση, γιατί το έργο αυτό είναι ουσιαστικά η δυτική ματιά σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι η ματιά του Πιερ Λοτί και της Madame Chrysanthème, του βιβλίου του πάνω στο οποίο βασίστηκε το λιμπρέτο της όπερας του Πουτσίνι. Προσπάθησα λοιπόν να δώσω το «άρωμα» της γιαπωνέζικης κουλτούρας, χωρίς απαραίτητα να την αντιγράψω κατά γράμμα. Το σκηνικό είναι άσπρο και αφαιρετικό, τόσο για να τονίσει την αίσθηση της απλότητας που έχει η άποψη αυτού του λαού για τη ζωή, όσο και τον επερχόμενο θάνατο της ηρωίδας, εφόσον το πένθιμο χρώμα στην Ιαπωνία είναι το λευκό”, σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Τις παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διευθύνουν οι Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο και Ηλίας Βουδούρης, ενώ τη στιλιστική κινησιολογία υπογράφει η Μαρίζα Βινιεράτου.
Στους βασικούς ρόλους συναντούμε Έλληνες και ξένους καταξιωμένους Μονωδούς. Στον ομώνυμο ρόλο η αγαπημένη του ελληνικού κοινού Τσέλια Κοστέα, η οποία είχε μαγέψει με την ερμηνεία της στον ρόλο αυτό, το καλοκαίρι του 2013 στο Ηρώδειο. Στη δεύτερη διανομή η Ιταλίδα σοπράνο Ραφαέλλα Αντζελέττι, η οποία έχει στο βιογραφικό της σημαντικές συνεργασίες με μαέστρους όπως ο Ρικάρντο Μούτι, ο Ζούμπιν Μέττα, ο Ντανιέλ Ορέν κ.α. Στον ρόλο του Μ.Φ. Πίνκερτον θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε τον διακεκριμένο Ιταλό τενόρο Ντάριο Ντι Βιέτρι και τον Δημήτρη Πακσόγλου. Στον ρόλο του Σάρπλες, ο ανερχόμενος βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, ο οποίος για την πρόσφατη εμφάνιση του στην Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, έλαβε θετικότατες κριτικές από τον Βρετανικό Τύπο. Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο ερμηνεύει ο Πέτρος Σαλάτας.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ
Μελετώντας σε βάθος την όπερα του Πουτσίνι προκειμένου να σκηνοθετήσω το έργο για την Εθνική Λυρική Σκηνή, μια σημαντική λεπτομέρεια έγινε απόλυτα σαφής στο μυαλό μου: Η όπερα αυτή δεν θέλει μια «γιαπωνέζικη» προσέγγιση, στο ύφος του Θεάτρου Νο, αλλά μια καθαρά «δυτική» αντιμετώπιση, γιατί το έργο αυτό είναι ουσιαστικά η δυτική ματιά σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στην Ιαπωνία στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι η ματιά του Πιερ Λοτί και της Madame Chrysanthème, του βιβλίου του πάνω στο οποίο βασίστηκε το λιμπρέτο της όπερας του Πουτσίνι.
Προσπάθησα λοιπόν να δώσω το «άρωμα» της γιαπωνέζικης κουλτούρας, χωρίς απαραίτητα να την αντιγράψω κατά γράμμα. Το σκηνικό είναι άσπρο και αφαιρετικό, τόσο για να τονίσει την αίσθηση της απλότητας που έχει η άποψη αυτού του λαού για τη ζωή, όσο και τον επερχόμενο θάνατο της ηρωίδας, μια και το πένθιμο χρώμα στην Ιαπωνία είναι το λευκό.
Η Μπαττερφλάι είναι ένα πλάσμα θύμα τόσο της δικής της μοίρας, όσο και του Πίνκερτον, τον οποίο ερωτεύεται και παντρεύεται, χωρίς να μπορεί ουσιαστικά να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις αυτού του γάμου. Το σπίτι που χτίζει για να στεγάσει τον γάμο της, είναι χάρτινο και «ψεύτικο», είναι σπίτι και φυλακή συγχρόνως, που στο τέλος της Α’ Πράξης κατεβαίνει από τον ουρανό, σαν από μηχανής θεός, που την περικλείει και την φυλακίζει.
Στις επόμενες Πράξεις το σπίτι αυτό βρίσκεται αρχικά σε ένα λόφο, απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, όπως είναι και η ίδια απομονωμένη από τον κοινωνικό της περίγυρο, τον οποίο άλλωστε η ίδια αρνήθηκε για χάρη του Πίνκερτον.
Στην τελευταία, όμως, Πράξη το σπίτι είναι βυθισμένο κάτω από το λόφο, με το λιμάνι και την πόλη να φαίνονται από ψηλά, κάτι που συμβολίζει το βύθισμα της ηρωίδας στην απελπισία και στην ιδέα του επερχόμενου θανάτου, τονίζοντας ακόμα πιο έντονα την απομόνωσή της. Με την αυτοκτονία της (κάτι που είναι ουσιαστικά εκτός του ιαπωνικού κώδικα τιμής που ακολουθούσαν οι ευγενείς σαμουράι), η σκηνή λούζεται στο κόκκινο φως, που είναι η προσφορά αίματος της Μπαττερφλάι στον Πίνκερτον και η πύλη της λύτρωσής της και της ελευθερίας της από τη φυλακή ενός γάμου που η ίδια πίστεψε σαν αληθινό.
Νίκος Σ. Πετρόπουλος
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι με μια ματιά
Ο συνθέτης / O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανιστές του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, Τουραντότ (1926).
Το έργο / Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιέρ Λοτί. Η υπόθεση της όπερας αφορά το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από τη Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί στον Πίνκερτον, αλλά στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Πρεμιέρες / Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για το θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906. Στην Ελλάδα περιλήφθηκε στο ρεπερτόριο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ήδη από το 1919. Τον Απρίλιο του 1930 ανέβηκε εκ νέου στο –πρώτο– Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τη μελοδραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, με τη Μαρία Τριβέλλα, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, στον κεντρικό ρόλο. Την ορχήστρα διεύθυνε ο Αλέξανδρος Κυπαρίσσης.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι υπήρξε επίσης η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά την πρεμιέρα του νεοϊδρυθέντος θιάσου με την οπερέτα Η νυχτερίδα του Γιόχαν Στράους υιού. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε κατά την περιοδεία του θιάσου στο θερινό Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης στις 4 Σεπτεμβρίου 1940. Η επίσημη πρεμιέρα δόθηκε στην Αθήνα, στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στις 25 Οκτωβρίου 1940. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευαν εναλλάξ η Ζωή Βλαχοπούλου και η Άννα Ρεμούνδου, ενώ την ορχήστρα διεύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας.
Σύνοψη
Α’ Πράξη / Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». ο Πίνκερτον πληροφορεί τον αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση.
Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου, και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με το σύζυγό της στον κήπο.
Β’ Πράξη / Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά το γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει το γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα.
Ξημερώνει, και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί.
Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και το γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μία προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.
Μαντάμα Μπαττερφλάι
Γιαπωνέζικη τραγωδία σε δύο πράξεις
Μουσική Τζάκομο Πουτσίνι
Ποιητικό κείμενο Τζουζέππε Τζακόζα, Λουίτζι Ίλλικα
Μουσική διεύθυνση Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο (17, 20, 22, 23 Ιαν.)
Ηλίας Βουδούρης (24, 27 Ιαν.)
Σκηνοθεσία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμοί Νίκος Σ. Πετρόπουλος
Στιλιστική κινησιολογία Μαρίζα Βινιεράτου
Διεύθυνση χορωδίας Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Τσο – Τσο Σαν: Τσέλια Κοστέα (17, 22, 24/1)
Ραφαέλα Αντζελέττι (20, 23, 27/1)
Σουτζούκι: Ινες Ζήκου (17, 22, 24/1)
Ελένη Δάβου (20, 23, 27/1)
Κέιτ Πίνκερτον: Διαμαντή Κριτσωτάκη (17, 22, 24/1)
Ιωάννα Κοκοβίκα (20, 23, 27/1)
M. Φ. Πίνκερτον: Ντάριο Ντι Βιέτρι (17, 22, 24/1)
Δημήτρης Πακσόγλου (20, 23, 27/1)
Σάρπλες: Διονύσης Σούρμπης (17, 22, 24/1)
Πέτρος Σαλάτας (20, 23, 27/1)
Γκόρο: Άλεξ Τσιλογιάννης
Πρίγκιπας Γιαμαντόρι: Χαράλαμπος Βελισσάριος (17, 22, 24/1)
Φίλιππος Δελλατόλας (20, 23, 27/1)
Μπόνζο: Δημήτρης Κασιούμης (17, 22, 24/1)
Πέτρος Μαγουλάς (20, 23, 27/1)
Γιακουζιντέ: Γιάννης Σελητσανιώτης (17, 22, 24/1)
Αρκάδιος Ρακόπουλος (20, 23, 27/1)
Αυτοκρατορικός Επίτροπος: Παύλος Σαμψάκης (17, 22, 24/1)
Χρήστος Αμβράζης (20, 23, 27/1)
Ληξίαρχος: Σωτήρης Κολυδάς (17, 22, 24/1)
Βασίλης Ασημακόπουλος (20, 23, 27/1)
Μητέρα της Τσο – Τσο Σαν: Ελισαβέτα Κλονόφσκαγια
Θεία: Βάγια Κωφού
Ξαδέλφη: Αικατερίνη Κρασσά
Ντολόρε: θ.α
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής