Η απρόσμενη, έως εξωπραγματική, συνάντηση της τζαζ μουσικοφιλοσοφικής μεθόδου του Ornette Coleman με την disco σκηνή των ´70s, σε ένα ηχητικό περιβάλλον γεμάτο από punk, funk, soul, noise και post-rock δονήσεις και απόηχους.
Ο Μαρκ Ρίμπο μεγάλωσε στο Νιου Τζέρσι και άρχισε να παίζει κιθάρα σε garage rock συγκροτήματα. Πάντα πολυστυλιστικός, μελετούσε επίσης κλασική κιθάρα με τον Αϊτινό βιρτουόζο Frantz Casseus (1915-1993). Αν και αριστερόχειρας, αναγκάστηκε να εξασκείται σε κανονική κιθάρα, κάτι που τον έκανε να υποφέρει, καθώς θυμάται ακόμα αυτή την εμπειρία σαν «πιστόλι στον κρόταφο».
Εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη από το 1978, συμμετείχε αρχικά στο soul-punk σχήμα Realtones. Έκτοτε, έπαιζε και ηχογραφούσε ακατάπαυστα και, σε μια εξαετία, συνεργάστηκε με τους Chuck Berry, Rufus Thomas, Wilson Pickett κ.ά. Μάλιστα, με τον τελευταίο έκανε περιοδεία στην Ευρώπη.
Κατόπιν, άνοιξε για τον Ρίμπο το κεφάλαιο των Lounge Lizards του John Lurie. Η συνεργασία αυτή, εκτός από τη δισκογραφία, απέφερε στον Ρίμπο και την ευκαιρία συμμετοχής στο σάουντρακ των cult ταινιών του Jim Jarmusch, Mystery Train και Down by Law (Στην παγίδα του νόμου).
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στη δεκαετία του 1980 βρέθηκε πλάι στον Tom Waits, συνεισφέροντας στην εκλέπτυνση της new americana αισθητικής του Rain Dogs και άλλων 6 δίσκων του κορυφαίου τραγουδοποιού. Ακολούθησαν πολλές ηχογραφήσεις με τον John Zorn.
Το σημερινό του σχήμα, οι Young Philadelphians, πατάει σε δύο μουσικές βάρκες: το ιδίωμα του Philly sound, δηλαδή την disco-soul που αναπτύχθηκε στη Φιλαδέλφεια των ’70s, και τις Harmolodics, τη φιλοσοφική, αυτοσχεδιαστική μέθοδο του Ornette Coleman, κάτι ανάμεσα σε free και avant jazz, αλλά πολύ πιο πέρα από αυτές.
Ο Ρίμπο θεμελίωσε τον ήχο του έχοντας πλάι του τον μπασίστα Jamaaladeen Tacuma και τον ντράμερ G.C. Weston, που είχαν εμβαπτιστεί αμφότεροι στον ήχο της Φιλαδέλφεια και υπήρξαν επίσης μέλη της μπάντας του Ορνέτ Κόουλμαν, καθώς και την εκπληκτική Mary Halvorson, που έγινε γνωστή από το συγκρότημα του Anthony Braxton. Στο σύνολο προστίθεται ένα τρίο εγχόρδων: βιολί, βιόλα, τσέλο.
Τα συστατικά μοιάζουν αντιφατικά, αλλά δεν είναι παρά η γεφύρωση εφηβικών βιωμάτων με αποστάγματα ώριμου στοχασμού.
Ο Μαρκ Ρίμπο αναγνωρίζει ως βασικές επιρροές τους δίσκους των Arto Lindsay, Sonny Sharrock, Robert Quine και την μπάντα Prime Time, όπου έπαιζαν οι σημερινοί συνεργάτες του, Τακούμα και Ουέστον.
Η μπάντα παρουσιάζει εντυπωσιακές διασκευές, άξιες ιντερνετικής αναζήτησης: κομμάτια των Beatles, που ακούγονται σαν ο Πολ και ο Τζον να μην έχουν ακόμα αποφασίσει τι ακριβώς θέλουν, αλλά και το “Fat Man Blues” με μια κιθάρα που μοιάζει αγορασμένη από παλιατζίδικο!
Η μοναδική χημεία των Young Philadelphians είναι εμφανής σε όλα τα live που έχουν πραγματοποιήσει, όμως η αποτύπωση έγινε κυρίως στο δίσκο Live in Tokyo (2014).
Εκτός των Young Philadelphians, ο Ρίμπο διατηρεί άλλα τρία σχήματα. Στο Marc Ribot Trio παίζει free jazz με τον θρυλικό μπασίστα Henry Grimes, στους Ceramic Dog κάνει τα πάντα, ενώ το Caged Funk είναι μια φανκ προσέγγιση στο έργο του John Cage!
Ο συνθέτης Steward Wallace έγραψε ειδικά για τον Ρίμπο, με μεγάλη επιτυχία, ένα κοντσέρτο για κιθάρα και συμφωνική ορχήστρα.
Άλμπουμ του Ρίμπο, όπως το Silent Movies, έχουν χαρακτηριστεί αριστουργήματα, ενώ κατά την περίοδο 2010-14 οι δίσκοι του ήταν στη λίστα των κορυφαίων της χρονιάς σε καταξιωμένα έντυπα όπως οι Los Angeles Times και το Downbeat.
Το 2009 ήταν επιμελητής και καλλιτεχνικός διευθυντής της Τριενάλε του Ρουρ (Γερμανία), μέσα από την οποία προέκυψαν συνεργασίες με τους Iggy Pop, Marianne Faithfull και David Hidalgo.
Ο Ρίμπο έχει δηλώσει σε συνέντευξή του: «Είναι υπέροχο να χορεύει ο κόσμος στις συναυλίες μας. Η ιδέα είναι να συνδυάσουμε τους χορευτικούς ρυθμούς της ντίσκο με τον ενστικτώδη αυτοσχεδιασμό. Το να λικνίζεται το κοινό, είναι στόχος μας. Θέλουμε το χορό, αλλά δεν μένουμε εκεί. Σπάμε τα θέματα σε μοτίβα και τα επεκτείνουμε.»
Έχοντας 20 δίσκους με το δικό του όνομα και δεκάδες άλλους ως συνεργαζόμενος, κινείται εξερευνώντας διάφορους μουσικούς κόσμους, από την πρωτοπορία του Albert Ayler έως το κουβανέζικο son του Arsenio Rodriguez. Δεν τυποποιείται παραμένοντας «απατηλά ασαφής καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί την ασάφεια ως εκφραστικό τέχνασμα» (New York Times).
Ορισμένες από τις 42 ταινίες που έχουν προβληθεί στην Ελλάδα και περιέχουν μουσική του είναι οι: All Good Things (Μοιραία σχέση, σκην.: Andrew Jarecki, 2010, με τον Ryan Gosling), Howl (Το ουρλιαχτό, σκην.: Rob Epstein & Jeffrey Friedman, 2010), The Kids Are All Right (Τα παιδιά είναι εντάξει, σκην.: Lisa Cholodenko, 2010), Motherhood (Μαμά σε κρίση, σκην.: Katherine Dieckmann, 2009), The Departed (Ο πληροφοριοδότης, σκην.: Martin Scorsese, 2006), Don’t Come Knocking (Μην ξαναγυρίσεις, σκην.: Wim Wenders, 2005), Heights (Μία νύχτα στο Μανχάταν, 2005, σκην.: Chris Terrio, με την Glenn Close), Brother to Brother (Αδελφός σε αδελφό, σκην.: Rodney Evans, 2004), Short Cuts (Στιγμιότυπα, σκην.: Robert Altman, 1993), The Night We Never Met (Τη νύχτα που δεν συναντηθήκαμε, σκην.: Warren Leight, 1993) κ.ά.
Δύο βίντεο που αξίζει να αναζητήσει κανείς στο YouTube είναι ένας αυτοσχεδιασμός με τον McCoy Tyner και μια διασκευή του “Hey Joe” με τους Medeski, Martin & Wood.
Αν μη τι άλλο, ο Ρίμπο διαθέτει χιούμορ όταν λέει: «Μην πιστεύετε τις αφίσες των Young Philadelphians. Εγώ δεν είμαι από εκεί [Φιλαδέλφεια]. Ούτε νέος είμαι!»
Από τις ευρύτατου στυλιστικού φάσματος συνεργασίες του, αναφέρουμε ενδεικτικά: Elton John, Bill Frisell, Allen Ginsberg, Gaetano Veloso, Madeleine Peyroux, Elvis Costello, Nora Jones, David Sylvian, Sam Phillips, T-Bone Bumett, Diana Krall, Solomon Burke, Susana Baca, Robert Plant.
Στο ρεπερτόριο των Young Philadelphians υπάρχει και ευρωπαϊκή disco (“Fly, Robin, Fly”), αλλά και κλασικά σόουλ κομμάτια όπως το “The Hustle”, το οποίο ο Ρίμπο είχε παίξει αναρίθμητες φορές σε γάμους, ως νεαρός επαγγελματίας. Η ένταξη του “The Hustle” στο πρόγραμμά τους ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, μια «γλυκιά εκδίκηση».
Marc Ribot & The Young Philadelphians:
Marc Ribot: κιθάρα
Al MacDowell: πίκολο μπάσο
Jamaaladeen Tacuma: μπάσο
Calvin Weston: ντραμς
Και το τρίο εγχόρδων
Axel Lindner: βιολί
Joon Laukamp: βιολί
Nathan Bontrager: τσέλο
Φωτογραφία: © Sandlin Gaither