Το Υδροθεραπευτήριο Ο Ασκληπιός θα λειτουργήσει αυτή τη φορά στο θέατρο Tempus Verum, αναμένοντας παλιούς και νέους θεατές να απολαύσουν την «ιαματική» αυτή παράσταση. Ακάθεκτες στους ρόλους τους συνεχίζουν και οι τρεις πρωταγωνίστριες, Κατερίνα Λάττα, Νικολίτσα Ντρίζη, Μαρία Πετεβή.
Οι Λουόμενες έκαναν πρεμιέρα στο Skrow Theater στις 6 Μαΐου 2019. Η παράσταση αγαπήθηκε πολύ και ανέβηκε για δύο σεζόν, ως την Πρωτοχρονιά του 2020. Τον Μάιο του 2022, υπό το φως των έντονων εξελίξεων στα ζητήματα έμφυλης ισότητας, αλλά και των αλλαγών που έφεραν στο θέατρο και στη ζωή μας η πανδημία και η κρίση, το έργο απέκτησε μία νέα επικαιρότητα. Με έντονο κωμικό στοιχείο, αλλά και πολλές στιγμές συγκίνησης, οι περιπέτειες και οι ανάγκες των ηρωίδων μοιάζουν να βρίσκονται ακόμα πιο κοντά μας.
***
-Φέτος επιστρέφετε για ακόμη μια χρονιά στις «Λουόμενες» της Κατερίνας Μαυρογεώργη. Πώς νιώθετε που καταπιάνεστε εκ νέου με το συγκεκριμένο έργο;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Λουόμενες είναι ένα έργο γεμάτο από αγάπη, τρυφερότητα και ανθρωπιά.
Από την πρώτη στιγμή που το διάβασα συνδέθηκα μαζί του πολύ προσωπικά, ριζικά και ακόμα δεν ξέρω να πω το γιατί ακριβώς .
Είναι ένα έργο που με πετυχαίνει έντονα σε όλες σχεδόν τις συναισθηματικές μου «απολήξεις».
Με αλλά λόγια ακουμπά σε όλες μου τις ευαισθησίες.
Ακριβώς στην πηγή του ενστίκτου και του συναισθήματος.
Είναι απύθμενο για μένα το κείμενο αυτό, καθώς είναι τόσο πολυδιάστατο και ανοιχτό που μετά από 4 χρόνια που καταπιάνομαι μαζί του ανακαλύπτω ακόμα καινούργια πράγματα, διαφορετικές οπτικές και είναι υπέροχο που αυτό δεν έχει τέλος. Επίσης έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να παρατηρείς και το πώς αλλάζει ο εαυτός σου χρόνο με το χρόνο έχοντας ως σταθερά ένα κείμενο.
Θέλω να πω πως άλλη ανάγνωση έκανα το 2018 στο κείμενο και αλλιώς το προσέγγιζα από ότι τώρα. Κάπως αυτό φωτίζει και την προσωπική μου διαδρομή μέσα σε αυτά τα χρόνια. Ποιος άνθρωπος ήμουν, τι με προβλημάτιζε τότε; Τι με προβληματίζει τώρα; Τι άλλαξε; Τι παραμένει ακριβώς ίδιο; Είναι όμορφο πείραμα αυτό και είμαι παραπάνω από ευγνώμων που έχω τη δυνατότητα να έχω μια τόσο μακροχρόνια σχέση με ένα τέτοιο κείμενο και με ανθρώπους που αγαπώ και που όταν είμαι μαζί τους νιώθω πως υπάρχει τέτοιος σεβασμός, κατανόηση και αγάπη που μπορεί να συντελεστεί το οποιοδήποτε θαύμα.
-Τι θα λέγατε πως ενώνει τις τρεις λουόμενες, που συναντιούνται στο Υδροθεραπευτήριο, και τις ωθεί να δεθούν σχεδόν αβίαστα;
Νομίζω πως τις ενώνει η ανάγκη να βρεθεί εκείνο που χάθηκε από το μεγάλωμα.
Η αγκαλιά, το κούρνιασμα, η προστασία.
Μπορώ να ανάγω το υδροθεραπευτήριο σε μήτρα. Νιώθω ότι ψυχικά και οι τρεις βρίσκονται σε τέλμα, βρίσκονται στη στιγμή εκείνη που καλούνται να επιλέξουν ποιο δρόμο θα ακολουθήσουν, το ποιες θα είναι από εδώ και πέρα. Δεν μπορούν να παρατείνουν άλλο το μεγάλωμά τους. Η επιλογή είναι τώρα και καλούνται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες.
Είναι σκληρό να βρίσκεσαι στη στιγμή εκείνη.
Και εκεί νομίζω είναι μια στιγμή που θες να κρυφτείς σε κάτι γνώριμο να νιώσεις την προστασία της «μαμάς».
Η ανάγκη τους για ζέστη, για θεραπεία, για επικοινωνία, για κατανόηση, αποδοχή και αγκαλιά τις ενώνει.
Η ανάγκη τους να κρυφτούν για λίγο από την ζωή, τις κάνει σχεδόν να μοιράζονται κάτι ιερό μια κοινή «μήτρα», πιο ρεαλιστικά ένα κοινό λουτρό μέσα σε ένα υδροθεραπευτήριο, και μέσω αυτής της κοινής μήτρας – εμπειρίας γίνονται για λίγο αδερφές και με έναν τρόπο θεραπεύει η μια την άλλη.
-Ο ρόλος που υποδύεστε, η νεαρή Μαρία, εμφανίζεται στην αρχή μαζεμένη και συνεσταλμένη. Αναγνωρίζετε στοιχεία του δικού σας χαρακτήρα σε εκείνη;
Όταν πρωτοδιάβασα το έργο σκεφτόμουν πως δεν έχω καμία σχέση με την ηρωίδα μου και πως αυτό ήταν φοβερά ενδιαφέρον για μένα καθώς όσο μεγαλύτερη απόσταση έχεις να διανύσεις μεταξύ του εαυτού σου και του χαρακτήρα – ήρωα τόσο πιο ενδιαφέρον έχει αυτή η εξερεύνηση.
Όποτε ξεκίνησα να περπατώ στη διαδρομή και κάπου ανάμεσα στα μονοπάτια που ανακάλυπτα είδα πολλά δικά μου στοιχεία τελικά.
Σε αυτό με βοήθησε πολύ και η Κατερίνα που μου έδωσε ένα κλειδί.
Κάπως με βοήθησε να φωτίσω το πόσες αντιθέσεις έχει αυτός ο χαρακτήρας.
Και εκεί βρήκα όλη την αλήθεια.
Το κοινό μου λοιπόν με τη Μαρία είναι τρομερά δομικό. Είμαστε από τα ίδια υλικά ψυχικά, ενώ από την άλλη είμαστε εντελώς διαφορετικές σε κάποια κομμάτια. Μπόρεσα να ταυτιστώ με τις αντιθέσεις της γιατί κατάλαβα, πώς και με ποιον τρόπο την βασανίζουν και επηρεάζουν τη ζωή της, καθώς ταλαιπωρούμαι από αντιθέσεις και εγώ η ίδια, όχι ακριβώς τις ίδιες με εκείνη, αλλά ξέρω πώς είναι.
Η Μαρία έχει φόρα για να κάνει 20 βήματα μπροστά και έχει άλλη μια αντίθετη φόρα που την κρατάει 25 βήματα πίσω.
Η Μαρία λοιπόν είναι ένα κορίτσι πνιγμένο σε ενοχές που δεν τις αναλογούν.
Ένα κορίτσι χαμένο μέσα στον εαυτό του που προσπαθεί να είναι αόρατο και ακίνητο, όμως από την άλλη είναι πολύ έξυπνο, με περιέργεια προς τη ζωή και τρομερή επιμονή.
Είναι ένα φοβισμένο κορίτσι, αλλά ταυτόχρονα λαχτάρα να εμπιστευτεί και να ανοιχτεί.
Είναι ένα κορίτσι που αγαπά πολύ τους ανθρώπους, αλλά δεν έχει πολλούς γύρω του.
Είναι ένα κορίτσι με έντονη σεξουαλικότητα που όμως την πολεμά τόσο, την κρύβει και τη στερεί από τον εαυτό του επειδή ντρέπεται γι’ αυτήν, όποτε καταλήγει να μην έχει καμία επαφή με το σώμα του…
Είναι ένας τρομερά αντιφατικός χαρακτήρας, αλλά ταυτόχρονα πολύ σταθερός παρόλο που κολυμπάει και πνίγεται μέσα στις αντιθέσεις.
Η ηρεμία και η εμπιστοσύνη είναι αυτά που τις λείπουν για να είναι ελεύθερη και είναι αυτά που αν αφήσει τον εαυτό της να τα βρει στους άλλους και στον εαυτό της, τότε θα ανθίσει και θα καταφέρει τα πάντα.
Είναι ένα κορίτσι με χίλια δυο μπλοκαρίσματα αλλά και με τρομερή ανοιχτωσιά ψυχικά.
Που ντρέπεται να προσεγγίσει τους άλλους αλλά ταυτόχρονα ψοφά για επικοινωνία και σύνδεση.
-Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για τη διαδικασία δόμησης του ρόλου σας, σε συνάρτηση και με το τραύμα από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει;
Όπως προείπα, στηρίχθηκα στις αντιθέσεις του χαρακτήρα αυτού που έχουν πολύ ενδιαφέρον και αυτό με βοήθησε να αποκρυπτογραφήσω κάθε πτυχή της ηρωίδας.
Η Μαρία τραυματίστηκε στα 16 της και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αποκοπεί με έναν τρόπο από τον εαυτό της καθώς δαιμονοποίησε ορισμένα του κομμάτια και γέμισε με ενοχές που την κατασπάραζαν σιγά σιγά όλο και περισσότερο.
Το τραύμα.
Τι περίπλοκη έννοια.
Τι αόρατη καταστροφή.
Είναι τόσο δύσκολο να το βρεις, να το κοιτάξεις κατάματα, να παραδεχτείς στον εαυτό σου την ύπαρξή του, να το αντέξεις, να το αναλύσεις, να το εκθέσεις προς τα έξω μιλώντας γι’ αυτό και να το ανακουφίσεις ώστε να σταματήσει να σε ορίζει.
Το τραύμα ορίζει και καθορίζει ολόκληρα κομμάτια της ζωής σου και σε μπερδεύει.
Τα κάνει όλα λίμπα και δεν ξέρεις πού να βρεις την άκρη για να ξετυλίξεις όλο αυτό το κουβάρι για να μην ορίζει πια τη σκέψη και τη συμπεριφορά σου.
Το τραύμα έχει το χρόνο με το μέρος του.
Σε κυνηγάει για πάντα.
Αυτόν τον εγκλωβισμό ένιωθα οτι έχει η ηρωίδα μου.
Την αδυναμία να ξεφύγει από αυτό.
Μα αφού όλο τρέχει να ξεφύγει στη ζωή της πώς είναι δυνατόν ψυχικά να βυθίζεται όλο και πιο μέσα στο μαύρο του τραύματός της;
Και όλο αυτό την κουράζει, όλο αυτό την αδυνατίζει, την κάνει χλωμή, την αφήνει άυπνη την ακινητοποιεί και την παγώνει.
Η αδυναμία του να ξεφύγει από το τραύμα.
Η λανθασμένη της αντίληψη ότι για να ξεφύγει από το τραύμα θα πρέπει να ξεφύγει από τον εαυτό της.
Ενώ τελικά ίσως η σωστή διαδρομή είναι η ανάποδη.
Για να ξεφύγεις από το τραύμα πρέπει να βουτήξεις και να γίνεις ένα με τον εαυτό σου.
-Πόσο εύκολο είναι τελικά να φέρουμε στην επιφάνεια αυτά που μας βασανίζουν και να τα θεραπεύσουμε;
Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο δύσκολο πράγμα, αλλά μια καλή αρχή είναι να πάψουμε να ντρεπόμαστε γι’ αυτά και να τα εκθέτουμε, να τα μιλάμε και γιατί όχι να κάνουμε χιούμορ μαζί τους. Να σπάμε πλάκα.
Θέλω να έχω πίστη ότι είναι κάτι εφικτό και δουλεύω προς αυτή την κατεύθυνση χρόνια.
Η κάθε παλινδρόμηση όμως, η παραμικρή αστοχία ή το παραμικρό βήμα πίσω έχω παρατηρήσει πως με απογοητεύει και με αποθαρρύνει.
Θέλει απίστευτο θάρρος, δύναμη, ειλικρίνεια προς στον εαυτό σου, προσπάθεια και γενναιότητα για να πεις «Εγώ θα τα κάνω όλα άνω κάτω, θα ψάξω παντού, θα φτάσω παντού με διαύγεια χωρίς να υπεκφεύγω και θα αλλάξω ό,τι με πονάει όσο και αν μου ξεγλιστράει και αλλάζει μορφές. Θα δω τον εαυτό μου όπως είναι στ’ αλήθεια και θα μπω μέχρι τον πύρινα βαθιά για να ανακαλύψω τι κρύβεται εκεί, τι στρέβλωση υπάρχει, τι καθρεφτίζουν οι σκέψεις και πράξεις μου».
Οι Λουόμενες ξεκινάνε με την φράση: «Ή μέσα ή έξω. Το ένα πόδι στη βάρκα το άλλο ακόμα στο λιμάνι… δεν γίνονται έτσι οι δουλειές».
Ο πιο εύκολος δρόμος είναι να τα βάλεις όλα κάτω από το χαλί και να κρύβεσαι καλά από τον εαυτό σου, παράκαμψη στην οποία όλοι σταθμεύουμε συχνά πυκνά.
Παρόλα αυτά, κάποιος σεισμός θα γίνει και τότε όλα θα έρθουν τούμπα και θα αναδυθούν στην επιφάνεια.
Όσο δύσκολο και να είναι, προτιμώ να πονέσω πολύ έντονα για να λύσω αυτά που με βασανίζουν παρά να τα αφήνω λίγο λίγο να με σκοτώνουν.
Είναι πολύ όμορφη, αυτή η διαδικασία για τον άνθρωπο και πονάει. Είναι τόσο ατομική και ξεχωριστή για τον καθένα αλλά πιστεύω ότι μόνο έτσι μπορείς να λυτρωθείς με το να ψάχνεις διαρκώς, να φωτίζεις το μέσα και να το μοιράζεσαι προς τα έξω.
Αν υπάρχει λύτρωση για μένα αυτός είναι ο δρόμος.
-Η ανάγκη για ουσιαστική επικοινωνία, είναι ένα στοιχείο που εντοπίζουμε στο έργο. Οι λουόμενες φαίνεται πως τελικά καταφέρνουν να ανοιχτούν και να μοιραστούν τις ιστορίες τους. Θα λέγατε πως σήμερα η επικοινωνία μεταξύ μας είναι κάτι που πάσχει;
Είναι σχεδόν εριστικά αστείο αν σκεφτεί κανείς τι προσπάθεια έχει κάνει ο άνθρωπος και τι έχει δημιουργήσει τεχνολογικά για να ευνοηθεί η επικοινωνία. Social media, κάμερα, τηλέφωνα κλπ.
Μπορείς πια να βλέπεις με κάμερα κάποιον ενώ είναι στην άλλη άκρη του πλανήτη μπορείτε να μιλάτε Online.
Πάντα μου έκανε εντύπωση αυτή η εξέλιξη παρότι έχω μεγαλώσει από μικρή μέσα σε αυτήν και μεγάλωσα σαν παιδί στην εποχή του internet.
Ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση όμως μου κάνει πώς γίνεται, ενώ έχει γίνει αδιανόητα πανεύκολο το να γνωρίσεις κόσμο, το να επικοινωνήσεις με κόσμο, το να μοιραστείς στιγμές σου με κόσμο, χωρίς να έχει σημασία σε ποιο μέρος του πλανήτη είσαι, να είμαστε πιο μόνοι και πιο εγκλωβισμένοι και άδειοι από ποτέ.
Θεωρώ ότι όλη αυτή η γρήγορη και πανεύκολη επικοινωνία και τα Social media είναι σε μεγάλο βαθμό ο δήμιος της ουσιαστικής επικοινωνίας που όλο και εκλείπει.
Οι τόσο γρήγοροι ρυθμοί ζωής, αυτή η ψεύτικη «θετικότητα» και η εικόνα του επιτυχημένου – όμορφου – τέλειου που μας κυνηγάει, ο ανταγωνισμός, η τέλεια εικόνα που πρέπει να έχει το προφίλ μας στο instagram και η ζωή μας, κατ’ επέκταση, μας πιέζουν ασφυκτικά και μας απομακρύνουν από το να μπορούμε αλήθεια να εκφράσουμε το τι νιώθουμε και το ποιοι είμαστε. Να αποκτήσουμε αληθινή σχέση με τον εαυτό μας και τους άλλους. Μια σχέση που δεν στηρίζεται στην εξωτερική εικόνα και στην επιφάνεια.
Μπερδεύουμε την επικοινωνία στο chat και νομίζουμε ότι είναι κάτι πιο αληθινό από ότι είναι και αρκούμαστε σε αυτή. Επαναπαυόμαστε και τελικά βρισκόμαστε πίσω από μια οθόνη, μόνοι.
Φυσικά υπάρχουν και εξαιρέσεις, δεν είναι όλα μαύρα.
Αλλά πιστεύω πως η επικοινωνία, η βαθιά, η αληθινή και ουσιαστική, είναι αυτή που μας κινεί και μας σώζει. Την έχουμε ανάγκη όπως το νερό.
Δεν είναι αδυναμία το να ανοιχτείς και να αφήσεις στον άλλο να δει το «μαύρο σου». Δεν είναι αδυναμία το να μην είσαι πάντα ο σούπερ αισιόδοξος και πανέμορφος και υπερ-επιτυχημένος.
Πιστεύω πως είμαστε αρκετά αποπροσανατολισμένοι και αυτό το παρατηρώ και με στεναχωρεί όταν πιάνω και τον εαυτό μου να χάνομαι μέσα σε όλο αυτό.
-Πώς θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε το έργο, κατά τη δική σας γνώμη; Ως εξαγνιστική κραυγή απελευθέρωσης ή ως κατακραυγή απέναντι στις πεποιθήσεις της κοινωνίας για τις γυναίκες;
Σίγουρα το πρώτο.
Θεωρώ πως το πρώτο είναι έτσι κι αλλιώς πολύ πιο δυνατό και χρήσιμο από το δεύτερο.
Διαβάστε επίσης:
Οι Λουόμενες, της Κατερίνας Μαυρογεώργη στο θέατρο Tempus Verum