Ένας πετυχημένος δικηγόρος αυτοκτονεί αφήνοντας πίσω του τη γυναίκα με την οποία ετοιμαζόταν να παντρευτεί, και ένα δώρο που προοριζόταν ως γαμήλιο στα χέρια ενός πρώην ναρκομανούς για την ύπαρξη του οποίου εκείνη δεν είχε ιδέα. Οι δυο τους θα κληθούν να συνυπάρξουν ενώ διαχειρίζονται, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, την τεράστια, απροσδόκητη απώλεια. Η Μαρία Τσιρωνά μάς συστήνει τους χαρακτήρες του τελευταίου της βιβλίου και μας μιλά για τα κοινωνικά ζητήματα τα οποία πραγματεύεται, αλλά και για την αγαπημένη της Θεσσαλονίκη, στην οποία εκτυλίσσεται «Το χάδι, στην άκρη του».
***
– Το τελευταίο σας βιβλίο περιστρέφεται γύρω από τον Γιάννη, έναν πετυχημένο δικηγόρο που, απροσδόκητα, αυτοκτονεί, και ο θάνατός του πυροδοτεί εκ θεμελίων αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων που είχε γύρω του. Παρ’ όλα αυτά, δεν μαθαίνουμε ποτέ τη δική του οπτική στα πράγματα, παρά μόνον τις εντυπώσεις των γύρω του. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή;
Θέλησα να δημιουργήσω έναν χαρακτήρα ο οποίος παρότι καθόλη τη διάρκεια του έργου δεν υπάρχει σε πραγματικό χρόνο, η παρουσία του είναι τόσο έντονη ώστε πολλές φορές ο αναγνώστης το «ξεχνά» αυτό, όπως το ξεχνούν ή δυσκολεύονται να το αποδεχθούν και οι βασικοί χαρακτήρες του έργου. Ωστόσο, μολονότι απών, η οπτική του Γιάννη σε όλα όσα συμβαίνουν αποτυπώνεται από τις πράξεις του, τα αποτελέσματα των οποίων εξακολουθούν να υπάρχουν ενώ εκείνος όχι. Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και όταν ζούσε, κανείς δεν θα χαρακτήριζε τον Γιάννη ως ιδιαίτερα ομιλητικό ή άσκοπα φλύαρο. Ωστόσο, θέλησα να υπογραμμίσω πως οι πράξεις μας είναι αυτές που σχηματοποιούν την παρουσία μας: Αυτό που είμαστε είναι αυτό που κάνουμε. Αυτό που σκεφτόμαστε γίνεται αυτό που πράττουμε. Και, στο τέλος, αυτό που μένει από εμάς ─ως κληρονομιά, ως ανάμνηση ή ως το αποτύπωμά μας στον κόσμο─ είναι οι πράξεις μας. Τα λόγια πετούν και χάνονται. Οι πράξεις όμως, μένουν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης, ο Γιάννης παρουσιάζεται από τους βασικούς χαρακτήρες ως ένα πλάσμα μαγικό. Αν μιλούσε ο ίδιος, θα έμενε ο αναγνώστης με την ίδια εικόνα, ή θα κατέληγε ότι η εικόνα αυτή ήταν προβολές των γύρω του;
Φυσικά και θα έμενε με την ίδια εικόνα. Ο Γιάννης είναι μια στιβαρή και επιβλητική παρουσία εσωτερικά και εξωτερικά, ενσαρκώνοντας μια ολόκληρη σειρά από «ιδανικές» ανδρικές εικόνες ή ανδρικά πρότυπα. Σύμφωνα δε με τα λεγόμενα της αδελφής του, έχει το …«πακέτο» (=επιτυχημένος επαγγελματικά, εμφανίσιμος, ευκατάστατος). Ωστόσο δεν προκύπτει από πουθενά πως όλο αυτό αποτελεί για εκείνον αυτοσκοπό ή πως γίνεται για προσωπική του προβολή ή επιβολή. Θα μπορούσε, δε, να πει κανείς πως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, αφού πολλές φορές στο έργο ο Γιάννης χαρακτηρίζεται ως αποστασιοποιημένος από τους ανθρώπους και τα γεγονότα και σταθερά προσηλωμένος στη δουλειά του. Όσο για τις προβολές των άλλων, αν ρωτήσουμε δέκα ανθρώπους να μας πουν τη γνώμη τους για το ίδιο άτομο, θα έχουμε δέκα διαφορετικές οπτικές του ίδιου ατόμου. Στην περίπτωση του Γιάννη όλες οι οπτικές έχουν θετικό πρόσημο, ακόμα και αν έχουν αρνητική αφετηρία ─ όπως συμβαίνει πολλές φορές με την άποψη του Μάνου. Συνεπώς, εύκολα θα μπορούσε κάποιος να πει πως ο Γιάννης είναι ένας από εκείνους τους ανθρώπους τους μεγαλύτερους από τη ζωή. Έρχεται όμως τελικά αυτή η ίδια η ζωή να τον διαψεύσει ή να τον εκδικηθεί: του την έχει στημένη στη γωνία και παίρνει το αίμα της πίσω.
– Παρότι τα γεγονότα της πλοκής παρατίθενται από τη σκοπιά των βασικών χαρακτήρων, παραχωρείτε την αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο μόνο στον Μάνο, τον νεαρό πρώην ναρκομανή και προστατευόμενο του Γιάννη. Γιατί θέλατε να ακουστεί τόσο άμεσα η φωνή του;
Επειδή ο Μάνος είναι ο κεντρικός ήρωας αυτής της ιστορίας. Ο Μάνος είναι εκείνος από τον οποίο, για τον οποίο και εξαιτίας του οποίου γίνονται όλα. Η ιστορία του είναι εκείνη που μου έδωσε την έμπνευση και το έναυσμα να ξεκινήσω να γράφω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, ο χαρακτήρας του είναι τόσο αληθινός, είναι παιδί της σύγχρονης πραγματικότητας ─ αυθάδης, παρορμητικός, παραβατικός, γοητευτικός και αφοπλιστικά ειλικρινής, ενσαρκώνει μια σειρά από στερεότυπα. Ο Μάνος έχει ζήσει μέσα στο σκοτάδι χωρίς να το έχει επιλέξει, έχει βιώσει από πολύ μικρός τη σκληρότητα των ανθρώπων, τη σωματική και ψυχική κακοποίηση, την απόρριψη, και έχει καταφέρει να διατηρήσει μια σοκαριστική σχεδόν παιδικότητα και μια ζεστή, φωτεινή καρδιά. Αποτελεί κόκκινο πανί για την Κατερίνα, που τον αντιμετωπίζει με παρωπίδες, επικριτικά, απαξιωτικά και απορριπτικά, και εξαιτίας αυτής της συμπεριφοράς της οδηγείται στην καταστροφή, ενώ, ταυτόχρονα, λειτουργεί λυτρωτικά για την Έλενα, που τον αποδέχεται ολοκληρωτικά. Κάτι ακόμα που θέλησα για τον Μάνο, εκτός από τον προβολέα που πέφτει πάνω του, ήταν να του δώσω μια πολύ συγκεκριμένη μορφή έτσι ώστε ακόμη και όταν τελειώνει κάποιος το βιβλίο να εξακολουθεί να τον βλέπει γύρω του.
– Η Κατερίνα, η οποία επρόκειτο να παντρευτεί τον Γιάννη, μετά τον θάνατό του παρουσιάζεται μόνη της, χωρίς καμία φιλική παρουσία στο πλευρό της. Πού οφείλεται αυτό;
Πολύ καιρό πριν από τον θάνατο του Γιάννη, εξαιτίας της στοχοπροσήλωσής της, η Κατερίνα αποκόπτεται σταδιακά από οποιονδήποτε φιλικό δεσμό. Μία μόνο φίλη της αναφέρεται σε όλο το βιβλίο, την οποία η Κατερίνα κάνει πέρα μόλις εκείνη φλερτάρει με τον Γιάννη πίσω από την πλάτη της. Ωστόσο, η περίπτωσή της δεν είναι κάτι που βλέπουμε σπάνια στις μέρες μας. Η κοινωνική απομόνωση είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας. Εκτός αυτού, είναι τόσο ανταγωνιστική και απαιτητική η επαγγελματική πραγματικότητα που σε αναγκάζει να ασχοληθείς αποκλειστικά με αυτή. Μοιραία λοιπόν, περνώντας ο καιρός, όλες οι φιλικές σχέσεις της Κατερίνας συμπυκνώθηκαν στο πρόσωπο του Γιάννη. Προσπαθώντας να πραγματοποιήσει το όνειρό της, έναν δικό της παιδικό σταθμό, καταλήγει τελικά τόσο απομονωμένη ώστε μετά τον θάνατο του Γιάννη, όταν ψάχνει απεγνωσμένα να μιλήσει με κάποιον, καταλήγει και πάλι στο περιβάλλον του, ένα περιβάλλον το οποίο δεν την αποδέχθηκε ποτέ και τώρα πια της γυρίζει αποφασιστικά και οριστικά την πλάτη.
– Μια θεματική που διατρέχει το βιβλίο είναι το πένθος και ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο το βιώνει ο κάθε άνθρωπος. Τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη σας διευκολύνει ή δυσχεραίνει την επεξεργασία και την αποδοχή μιας απώλειας;
Κανείς από τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες του έργου δεν είναι έτοιμος ή προετοιμασμένος για τον θάνατο του Γιάννη. Πολύ περισσότερο, δε, επειδή ο Γιάννης, εξαιτίας της συμπαγούς του παρουσίας, απέπνεε πάντα ασφάλεια, δύναμη, ανακούφιση και συμπαράσταση. Ο καθένας από τους δυο τους, όμως, βιώνει την απώλειά του Γιάννη με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Πιστεύω πως ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του κάθε ατόμου είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη διαχείριση μιας απώλειας και εδώ, μολονότι το συναισθηματικό βάρος της απώλειας του Γιάννη είναι τεράστιο τόσο για την Κατερίνα όσο και για τον Μάνο, η Κατερίνα μένει περισσότερο στην «υλική» απώλεια ─αυτή είναι που την πονά και τη θυμώνει περισσότερο─, ενώ ο Μάνος κινείται σε ένα περισσότερο συναισθηματικό επίπεδο.
– Το μυθιστόρημά σας εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη, που δυστυχώς δεν κάνει συχνά την εμφάνισή της στη λογοτεχνική μας παραγωγή. Ποια είναι η δική σας σχέση σας με την πόλη αυτή;
Η Θεσσαλονίκη είναι το σπίτι μου. Εδώ γεννήθηκα, εδώ σπούδασα, εδώ εργάζομαι και εδώ ζω. Τη λατρεύω. Είμαι «παιδί του κέντρου», μετακινούμαι χρόνια τώρα με τον Ο.Α.Σ.Θ, έχω περπατήσει κάθε μικρό και μεγάλο δρόμο της, την παρακολουθώ να αλλάζει και να μένει πάντα ίδια, αγαπώ κάθε γωνιά της, με ενοχλούν όσα την ενοχλούν και με πληγώνουν αυτά που την πληγώνουν, χωρίς ποτέ να έχω σταματήσει να την αγαπώ. Όλα μου τα έργα έχουν τη Θεσσαλονίκη μέσα τους, κάποια δε από αυτά εκτυλίσσονται ολοκληρωτικά εδώ, ένα εκ των οποίων είναι και «Το χάδι, στην άκρη του». Θέλησα να κινηθώ αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη επειδή ένιωσα την ανάγκη να περιβάλλομαι από την οικειότητα, τη ζεστασιά, την ανακουφιστική παρουσία και την απερίγραπτη ομορφιά της πόλης μου.
Διαβάστε επίσης:
Μαρία Τσιρωνά – Το Χάδι Στην Άκρη του: Ένα βιβλίο με μια πρωτότυπη ιστορία