Η δημοσιογράφος Μαριάννα Κακαουνάκη, πέρασε αρκετούς μήνες με μια οικογένεια Τούρκων που διέφυγαν στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2016, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα στη χώρα τους.

Ο Εμπουμπεκίρ και η Γκόνζα, ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών, κατηγορούνται στην Τουρκία ως τρομοκράτες χωρίς κανένα στοιχείο. Ξεκινούν ένα αβέβαιο ταξίδι προκειμένου να κερδίσουν την ελευθερία τους. Στην Ελλάδα όμως, πρέπει να μάθουν να ζουν με μια αβάσταχτη απώλεια. Ένας γιατρός, περνά τις μέρες του σε μια μυστική τοποθεσία μαζί με άλλους που επίσης αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν. Όσο περνάει όμως ο καιρός, μεγαλώνει η επιθυμία του να μην ζει πια ως φυγάς αλλά να ενταχθεί στην χώρα που τον φιλοξενεί.


-Το ντοκιμαντέρ «Αόρατοι» αποτελεί την πρώτη κινηματογραφική σας απόπειρα. Θα θέλατε να μοιραστείτε τις σκέψεις σας για αυτήν την ιδιαίτερη εμπειρία;

H όλη διαδικασία ήταν πρωτόγνωρη και τελείως διαφορετική από οτιδήποτε είχα κάνει στο παρελθόν. Στο πως έπρεπε να γίνουν τα γυρίσματα, πως έπρεπε να χτιστεί το σενάριο για να υπάρχει πλοκή, μια αίσθηση σασπένς, σαν να παρακολουθείς μια ταινία. Αλλά ίσως το σημαντικότερο που κρατάω από όλη αυτή την εμπειρία είναι το πως η δουλειά όλης της ομάδας ήταν τόσο καθοριστική στο τελικό αποτέλεσμα. Η φωτογραφία, το μοντάζ, η πρωτότυπη μουσική, ο σχεδιασμός του ήχου ακόμα και το χρώμα της ταινίας. Η ταινία είναι πραγματικά αποτέλεσμα της δουλειάς όλων.

-Η δουλειά σας φέρνει στο φως άγνωστες ιστορίες Τούρκων πολιτικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Υπήρξε κάτι που σας ώθησε στο να επικεντρωθείτε στο συγκεκριμένο θέμα;

Το ότι είναι μια συγκλονιστική ιστορία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διώκονται με τόσο βίαιο και αυθαίρετο τρόπο σε μια δημοκρατία και κανείς δεν κάνει κάτι για να το σταματήσει. Για ένα μεγάλο διάστημα σχεδόν δεν μιλούσε κανείς για αυτές τις διώξεις, ούτε οι ίδιοι οι διωκόμενοι. Ειδικά αυτό, το ότι ήθελαν να μείνουν αόρατοι μου είχε κάνει πραγματικά εντύπωση και προσπαθούσα για καιρό να τους πείσω να πουν την ιστορία τους.

-Πώς πήρατε την απόφαση ότι ένα άρθρο δεν θα ήταν αρκετό για να έρθουν στο φως αυτές οι ιστορίες; Και γιατί επιλέξατε τη φόρμα του ντοκιμαντέρ ως το μέσο για να τις παρουσιάσετε;

Ένιωθα πως είναι μια ιστορία σε εξέλιξη και πως έπρεπε οπωσδήποτε να βρω έναν τρόπο να την αποτυπώσω σε όλη της την διάσταση, να μπω πιο βαθιά. Επίσης νομίζω πως πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως ήθελα να δοκιμάσω μια πιο κινηματογραφική προσέγγιση στην δουλειά μου, οπότε όταν ένιωσα πως έχω ένα πολύ δυνατό θέμα και πρόσβαση σε θέλησα να το δοκιμάσω. Το ίδιο διάστημα είχε ξεκινήσει και η διαδικασία υποβολής αιτήσεων στον δημοσιογραφικό οργανισμό iMEdD*. Έκανα αίτηση και όταν μου ανακοίνωσαν πως θα υποστήριζαν την ιδέα μου, ξεκινήσαμε τα γυρίσματα.

-Πώς προέκυψε η γνωριμία σας με την οικογένεια Καρά και τον Αχμέτ, των οποίων τις ιστορίες παρακολουθούμε;

Ο Αχμέτ ήταν από τους πρώτους Τούρκους που είχα συναντήσει στο πλαίσιο ενός ρεπορτάζ για την εφημερίδα «Καθημερινή» όπου εργάζομαι. Πίσω στην Τουρκία ήταν γιατρός και εδώ στην Ελλάδα παρότι ζούσε για μήνες ως φυγάς είχε αρχίσει δειλά να κάνει κάποιες προσπάθειες ενσωμάτωσης, καταρχήν εντατικά μαθήματα Ελληνικών. Είχα συζητήσει μαζί του την ιδέα ενός ντοκιμαντέρ αλλά αρχικά ήταν τελείως αρνητικός. Συναντιόμασταν όμως συχνά και συζητούσαμε το εάν και πως θα μπορούσε αυτό να γίνει παρά τις επιφυλάξεις της κοινότητας. Η συζήτηση αυτή προχωρούσε και κάποια στιγμή τον Σεπτέμβριο του 2019 άκουσα στις ειδήσεις για ένα τραγικό δυστύχημα που είχε γίνει ανοικτά της Χίου. Ανάμεσα στους επιζώντες ήταν η οικογένεια Καρά τους οποίους και συνάντησα την ημέρα που έφτασαν στην Αθήνα. Το ίδιο βράδυ τους είπα πως θα ήθελα να τους ακολουθήσω στα πλαίσια του ντοκιμαντέρ και μου απάντησαν θετικά. Εκείνοι, σε αντίθεση με τα άλλα μέλη της κοινότητας, ένιωθαν πως έχοντας χάσει τα πάντα δεν είχαν πλέον τίποτα να φοβηθούν.

-Παρατηρώντας και καταγράφοντας την καθημερινότητα και τα προβλήματα αυτών των ανθρώπων, καταφέρατε να μείνετε πάντα αμέτοχη σε όσα διαδραματίζονταν;

Στα γυρίσματα κάναμε μια συνειδητή προσπάθεια με τον Απόστολο Νικολαϊδη, τον διευθυντή φωτογραφίας, να γίνουμε και εμείς «αόρατοι» και να καταγράψουμε την ζωή τους όπως εξελισσόταν με όλες τις δυσκολίες που προέκυπταν. Εννοείται όμως πως στην πραγματικότητα δεν μπορείς να μείνεις αμέτοχος. Και δεν μιλάω μόνο για το κομμάτι του πως σε επηρεάζουν όσα ζεις κοντά τους αλλά και το πως μπορεί να χρειαστεί να τους βοηθήσεις – Από το να μιλήσεις με διάφορες υπηρεσίες για να λυθούν θέματα διαδικαστικά μέχρι το να τους βοηθήσουμε να κάνουν απεντόμωση στο σπίτι τους.

-Όπως έχετε τονίσει, τα πρόσωπα του ντοκιμαντέρ είχαν αμφιβολίες σχετικά με την ταινία. Τι πιστεύετε ότι τους ώθησε στο να συμφωνήσουν με την πραγματοποίησή της;

Ο Αχμέτ αλλά και άλλα μέλη της κοινότητας, για μήνες δεν ήθελαν να γράψω τις ιστορίες τους, ούτε καν ανώνυμα. Φοβόντουσαν πολύ και όχι άδικα. Αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν πως με το να ζουν στο σκοτάδι και να μην μιλάνε για το τι συμβαίνει, ουσιαστικά εξυπηρετούσαν την ατζέντα εκείνου που τους είχε εκδιώξει. Οπότε, όταν ένιωσαν πως ήρθε η ώρα να αρχίσουν να γίνονται πιο «ορατοί», ήμουν πολύ τυχερή γιατί με γνώριζαν ήδη και με εμπιστευόντουσαν.

-Πιστεύετε ότι το ντοκιμαντέρ σας μπορεί να συμβάλει στο να αλλάξουν καθοριστικά οι αντιλήψεις που μπορεί να έχει ο κόσμος για τους πρόσφυγες;

Πιστεύω πως όποιος δει την ταινία, ταυτίζεται. Συνειδητοποιεί πόσο εύκολο είναι τελικά να βρεθείς στην θέση αυτών των ανθρώπων και να χάσεις ξαφνικά τα πάντα, να γίνεις και εσύ «Αόρατος». Οπότε ναι, πιστεύω πως μπορεί να βοηθήσει να σπάσουν στερεότυπα και προκαταλήψεις. Αλλά πέρα από αυτό, υπήρχε και ένας άλλος στόχος. Να δουν την ταινία άνθρωποι που βρίσκονται στα κέντρα των αποφάσεων για αυτά τα θέματα. Και είμαι πολύ χαρούμενη γιατί είμαστε κοντά σε αυτόν τον στόχο – Πρόσφατα σε μια προβολή στην Γενεύη ήταν παρόντες δυο ευρωβουλευτές από το Βέλγιο. Αργότερα μου είπαν πως δεν γνώριζαν το μέγεθος της δίωξης και πως θέλουν να προβληθεί το ντοκιμαντέρ στο ευρωκοινοβούλιο.

-Η ταινία σας έχει ταξιδέψει και σε άλλες χώρες. Οι πολιτιστικές διαφορές του εκάστοτε κοινού έπαιξαν, θα λέγατε, ρόλο στις αντιδράσεις του;

Παρότι έχω παρατηρήσει διαφορετικές αντιδράσεις σε κάποια σημεία της ταινίας ανάλογα με την χώρα προβολής, μου έχει κάνει εντύπωση πως ανεξαρτήτως της χώρας, όποιος δει την ταινία φεύγει με παρόμοια συναισθήματα – όχι μόνο για την απώλεια ή τον αγώνα για την ελευθερία που είναι έννοιες οικουμενικές, αλλά και με μια ξεκάθαρη άποψη του τι συμβαίνει στην Τουρκία. Ακόμα και εάν δεν ξέρεις απολύτως τίποτα για την χώρα αυτή, το καταλαβαίνεις γιατί έχει συμβεί εκατομμύρια φορές στην ιστορία: Ένας δικτάτορας παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα και νόμους, αναγκάζει ένα τμήμα του πληθυσμού της χώρας του σε εξορία. Είναι τόσο απλό.

*Το πρόγραμμα incubator του μη κερδοσκοπικού οργανισμού iMEdD πραγματοποιεί κάθε χρόνο call κατά τη διάρκεια του οποίου οι υποψήφιοι υποβάλλουν τις αιτήσεις για υλοποίηση ενός δημοσιογραφικού έργου όπως ντοκιμαντέρ, έρευνα, εφαρμογή, podcast κλπ. Μέχρι σήμερα έχουν υλοποιηθεί 21 projects από 38 συμμετέχοντες στο πλαίσιο 3ων calls.

Το ντοκιμαντέρ «Αόρατοι» είναι υποψήφιο για το βραβείο ντοκιμαντέρ ΙΡΙΣ της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Photo Credit: Σπύρος Κωτσιόπουλος

Διαβάστε επίσης:

Αόρατοι / Invisible: Το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Κακαουνάκη στον κινηματογράφο Δαναός
Αόρατοι / Invisible: Σειρά Podcast για το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Κακαουνάκη