Το Βρακί του Καρλ Στέρνχαϊμ, ένα έργο του 1911, φέρει χαρακτηριστικά του Γερμανικού Εξπρεσιονισμού, ενώ συγχρόνως κινείται στα όρια του ρεαλισμού, της σάτιρας και του μπουρλέσκ. Είναι από εκείνα τα έργα που το ύφος της γλώσσας έχει μεγάλη σημασία. Αλλά εξίσου μεγάλη σημασία έχει και όλη η σωματική διάλεκτος που κυκλοφορεί κάτω από τον λόγο, με τις χειρονομίες, τα βλέμματα, τις δράσεις και τις αντιδράσεις. Ο Στέρνχαϊμ, με τον αστραφτερό χιουμοριστικό και ειρωνικό λόγο του, διατηρεί μια κριτική ματιά απέναντι στα πρόσωπα του έργου. Στηλιτεύει την υποκριτική αστική τάξη της εποχής του, που συγκαλύπτει τα ένστικτά της κάτω από μάσκα της ευπρέπειας και της χριστιανικής ηθικής (λουθηρανικής, εν προκειμένω). Υποδεικνύει την επικίνδυνη άγνοια του ημιμαθούς παντογνώστη μικροαστού, αλλά και την επιφανειακή γνώση του χορτάτου αυτοκαταστροφικού αριστοκράτη.

Ο βολεμένος κρατικός υπάλληλος Τέομπαλντ Μάσκε ποθεί μόνο να συντηρήσει την ασφάλεια του μικρού διαμερίσματός του και της θέσης που του αποφέρει τον επιούσιον. Η ρουτίνα του είναι γι’ αυτόν ό,τι καλύτερο μπορεί να ευχηθεί στη ζωή του. Πρόκειται όμως για μια επισφαλή ασφάλεια. Που μπορεί να καταλυθεί μέσα σε μια στιγμή. Μια αλυσίδα γεγονότων, όπως η άφιξη δυο νοικάρηδων- υποψήφιων εραστών της γυναίκας του, έχουν την αφετηρία τους σε ένα συμβάν που μοιάζει απλό έως γελοίο (το εσώρουχο της όμορφης νεαρής συζύγου του λύνεται και πέφτει κατά λάθος, στη μέση μιας εορταστικής παρέλασης ενώπιον του βασιλιά). Ο Μάσκε κινδυνεύει να χάσει όλα όσα ονειρεύεται. Τελικά, είτε από αφέλεια είτε από εξαιρετική πονηριά, θα καταφέρει να βγει κερδισμένος από αυτή την ιστορία. Πόσο κερδισμένος; Όσο μπορεί να είναι κάποιος που η μόνη μουσική που τον συγκινεί είναι ο κούκος που χτυπάει κάθε ώρα που περνάει. «Είναι επτά, όταν εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια είναι επτά. Ιδού τι σημαίνει τάξη.», θα πει ο Μάσκε (καθόλου τυχαίο το επίθετό του).

Στο έργο θελήσαμε να αναδείξουμε το μπουρλέσκ, την έντονη κίνηση των σωμάτων και των συναισθημάτων, τον περιορισμό που κάνει τη ζωή να ξεπηδά ακόμη πιο ορμητικά και ασυγκράτητα. Τα πρόσωπα αντιδρούν σε απλά πράγματα με υπερβολή. Ποθούν υπερβολικά, απογοητεύονται γρήγορα. Έχουν τρομερή όρεξη, είτε ερωτική είτε για φαγητό είτε για χρήμα. Γιατί είναι πρόσωπα καταπιεσμένα.

Πέρα από τα καθαρά γεγονότα, στο έργο υπάρχει έντονα το πολιτικό και το φιλοσοφικό επίπεδο, μια διαλεκτική σύγκρουση στις θέσεις που υποστηρίζουν οι χαρακτήρες. Αυτή η θέση καθρεφτίζεται στις πράξεις τους, αλλά ο Στέρνχαϊμ δεν διστάζει να την φέρει και στην επιφάνεια, στον διάλογο των προσώπων.Είναι όλο αυτό που βλέπουμε μια αθώα φάρσα; Ή τελικά το περιβάλλον που υπέθαλψε την άνοδο της θηριωδίας του ναζισμού; Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο απαγορεύτηκε από τους ναζί.

Οι συσχετισμοί με το σήμερα έντονοι, δυστυχώς, παρόλο που πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του Στέρνχαϊμ. Είναι αποκαλυπτικό αυτό το άλμα εκατόν δέκα χρόνων που συμβαίνει παρακολουθώντας την παράσταση, μην ξέροντας αν εμείς πηγαίνουμε στο τότε ή αν το τότε έρχεται σε μας. Και ενώ ποτέ δεν ταυτιζόμαστε απολύτως, διατηρώντας την απαραίτητη απόσταση της σατιρικής ματιάς, ωστόσο νιώθουμε ότι αυτά που διαμείβονται μπροστά μας μας αφορούν πολύ. Ανεξήγητα πολύ.

Ο συγγραφέας θα χρησιμοποιήσει επίσης το Βρακί σαν όχημα για να αναρωτηθεί για τη θέση της γυναίκας και για τον κοινωνικά καταπιεσμένο άνθρωπο που δέχεται αδιαμαρτύρητα την παρενόχληση του ισχυρού. Όλα δίνονται με τρόπο απολαυστικό και χωρίς ποτέ να χάνεται ο ενθουσιασμός για τον άνθρωπο και τη ζωή.


Διαβάστε επίσης:

Το Βρακί, του Carl Sternheim στο Skrow