Μάριος Κρητικόπουλος, Πάνος Αποστολόπουλος: «Η Μουγγή Καμπάνα» είναι μία αλληγορία του σύγχρονου κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης

Ο Πάνος Αποστολόπουλος και ο Μάριος Κρητικόπουλος, που συνσκηνοθετούν το έργο «Η Μουγγή Καμπάνα», του Θανάση Τριαρίδη, μίλησαν στο CultureNow για το ανέβασμα στο θέατρο Μπέλλος, τα νοήματα του κειμένου και τα διαχρονικά θέματα που θίγει.

Η ομάδα RODEZ παρουσιάζει το έργο του Θανάση Τριαρίδη «Η Μουγγή Καμπάνα» στο θέατρο Μπέλλος. 

Σε μιαν απέραντη έρημη πολιτεία στέκεται μια αλλόκοτη εκκλησία με μια τεράστια, ακόμη πιο αλλόκοτη, σκοτεινή καμπάνα που έχει το χρώμα του σκοτωμένου αίματος. Όσο κι αν τραβάς τη γλώσσα της κανένας ήχος δεν βγαίνει πια. Όλα ξεκίνησαν το 1191 μετά τον Χριστό, κι ακόμα συνεχίζουν. Το χωριό της Ευλογιάς ήταν για αιώνες ο «Παράδεισος», όμως μια γενοκτονία, που βρίσκει ένοχους τους κατοίκους της, κάνει το Στόμα του Θεού να πάψει. Το ξέσπασμα του λιμού που μετατρέπεται σε επιδημία είναι το μόνο που τους αναγκάζει να ψάξουν τον τρόπο για να επανορθώσουν και να επιστρέψουν στην εποχή της ευμάρειας.

***

-Τι ξεχωρίζετε στο έργο «Η Μουγγή Καμπάνα» του Θανάση Τριαρίδη;

Μάριος Κρητικόπουλος: Πρόκειται για μία νουβέλα γραμμένη από τον συγγραφέα το 2003. Μόνο και μόνο ο τίτλος μας προκάλεσε την περιέργεια να διαβάσουμε τι κρύβει αυτή η ιστορία. Ένα έργο με βαθιές εικόνες ποιητικού ρεαλισμού, που προσεγγίζει θέματα επίκαιρα και διαχρονικά. Ενώ εκ πρώτης, διαβάζοντας το κανείς μαγεύεται από τις υπέροχες περιγραφές του συγγραφέα, όσο βαθαίνει η ανάγνωση, ανακαλύπτει τα ζητήματα που θίγονται και βγαίνουν στην επιφάνεια. Η θυσία των αθώων, η κατάχρηση εξουσίας, η προσφυγιά, η αντιμετώπιση των αιτούντων άσυλο, η γενοκτονία και τέλος το μεγαλείο της φύσης. Έτσι αποφασίσαμε, η ομάδα Rodez (που ο πυρήνας της είναι η Σόνια Καλαϊτζίδου, η Ανθή Σαββάκη, η Ηλέκτρα Σαρρή και εγώ) να διασκευάσουμε το κείμενο και να το μεταφέρουμε στο θέατρο. Φυσικά στη πορεία προστέθηκαν: ο Πάνος Αποστολόπουλος που συνυπογράφει μαζί μου την σκηνοθεσία, ο Νικόλας Χατζηβασιλείαδης που επιμελήθηκε την κίνηση, η Αλεξάνδρα-Αναστασία Φτούλη που ανέλαβε τα σκηνικά και τα κοστούμια και ο Δημήτρης Μπαλτάς που δημιούργησε τους φωτισμούς. Τους αναφέρω όλους γιατί ο κάθε ένας έχει γοητευτεί από την ιστορία του Τριαρίδη και όλοι μαζί συνδημιουργήσαμε την παράσταση αυτή.

Πάνος Αποστολόπουλος: Διαβάζοντας την «Μουγγή Καμπάνα» του Θανάση Τριαρίδη, το πρώτο που παρατήρησα και μου φάνηκε πως είχε και παραστατικό ενδιαφέρον είναι αυτή η πορεία της ανθρώπινης ιστορίας. Ο άνθρωπος που ξεκινά από το τίποτα, περνάει σε μια περίοδο ακμής και μετά στην ύβρη, όπως οι πολίτες αυτής της φανταστικής πόλης που φαίνεται να ξεχνούν πολύ εύκολα το παρελθόν τους, όταν έχουν πλέον δύναμη και εξουσία. Είναι λες και το δώρο που τους δόθηκε και οδήγησε στην τόση ανύψωσή τους, ήταν και αυτό που τους καταδίκασε. Έπρεπε τελικά να το χάσουν για να κλείσει αυτός ο κύκλος του αίματος.

-Ενώ πρόκειται για ένα κείμενο σατιρικό και βαθιά πολιτικό, βρήκα πως έχει και πολλά στοιχεία παραμυθιού. Συμφωνείτε με αυτό;

Π. Απ.: Συμφωνώ. Το πρωτότυπο κείμενο, καθώς περιέχει πολλές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις και ιστορίες, θυμίζει πολλά παραμύθια που συγκλίνουν στα ίδια θέματα. Ξεκινάει με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, σα να μιλά ο συγγραφέας που πρωτοείδε και πρωτοάκουσε στο σήμερα για αυτό το δυσπρόσιτο, απομονωμένο μέρος όπου έχει σταματήσει ο χρόνος, όπου όλα πια είναι ερείπια: ό,τι απέμεινε από την άλλοτε σπουδαία πόλη της Ευλογιάς. Και σ’ όλο το υπόλοιπο κείμενο βουτάμε όλο και πιο βαθιά στις λεπτομέρειες και τις αποχρώσεις αυτής της ιστορίας, αυτού του τόσο λεπτομερούς θρύλου που λειτουργεί και σαν αλληγορία.

Μ.Κ.: Είναι ένα παραμύθι για ενήλικες. Μας βάζει σε κόσμους που ακολουθούμε τον ήρωα του παραμυθιού να ζει, να κάνει λάθη, να προσπαθεί να τα διορθώσει, να εξιλεωθεί. Με κάποιον τρόπο, ακόμα, αυτό που το καθιστά παραμυθένιο, είναι η σύνδεση με το σήμερα και το κάθε σήμερα. Είναι μία αλληγορία του σύγχρονου κόσμου και της ανθρώπινης ύπαρξης.

-Οι παραλληλισμοί που μπορούν να γίνουν ανάμεσα σε όσα παρουσιάζονται στο έργο και στο σήμερα είναι πολλοί. Είχατε την επιθυμία να τροποποιήσετε το κείμενο και να κάνετε πιο ξεκάθαρες συνδέσεις;

Μ.Κ.: Στην παράσταση, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχουμε κρατήσει το κείμενο του συγγραφέα αυτούσιο. Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε θέματα που υπάρχουν ήδη μέσα στην «Μουγγή Καμπάνα». Οπότε με αφορμή σημεία του κειμένου και χαρακτήρες που υπάρχουν μέσα στο έργο, αναπτύξαμε, γράψαμε και προσθέσαμε κείμενα, σεβόμενοι πάντα το ύφος γραφής του Τριαρίδη.

Π. Απ.: Η αρχική επιλογή του κειμένου έγινε γιατί ακριβώς σε ένα δεύτερο επίπεδο το κείμενο φαίνεται σε αρκετά σημεία πολύ επίκαιρο. Ωστόσο, δε στοχεύσαμε να κάνουμε σαφείς αυτές τις συνδέσεις, αλλά μάλλον παρουσιάζοντας την ιστορία όσο πιο καθαρά γίνεται, να αφήσουμε τον θεατή να κάνει τις δικές του αναγνώσεις. Εξάλλου τα ίδια τα σημεία που θεωρούνται επίκαιρα μπορούμε να τα παρατηρήσουμε σε πολλές στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας.

Photo Credit: Νίκος Τσίρος

-Μου άρεσε πως αποφεύχθηκε να παρουσιαστεί σκηνικά η καμπάνα, ενθαρρύνοντας τη φαντασία του θεατή να την πλάσει στο μυαλό του. Μπορείτε να σχολιάσατε τους τρόπους που αξιοποιήσατε για να τονίσετε το μεγαλείο της;

Μ.Κ.: Η αρχική ιδέα ήταν να υπάρχει το στοιχείο της καμπάνας με κάποιο τρόπο. Είτε μια μικρή καμπάνα ή μια κατασκευή που θα θυμίζει καμπάνα. Στη πορεία διαπιστώσαμε ότι το μέγεθος, το μεγαλείο και η σημασία αυτής της καμπάνας είναι κάτι το τεράστιο και ιερό, οπότε αν φέρναμε ένα αντικείμενο στη σκηνή που θα σηματοδοτούσε την καμπάνα, αυτόματα θα μείωνε τη σημαντικότητα της. Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε εντελώς την ιδέα αυτή, και να κάνουμε ακριβώς αυτό που λέτε, να ενθαρρύνουμε την φαντασία του θεατή, να την δει και να την πλάσει στο μυαλό του. Το γοητευτικό σε όλο αυτό είναι πως ο κάθε θεατής, την φαντάζεται διαφορετικά στο κεφάλι του, σίγουρα όμως «βλέπουν» την ίδια κόκκινη καμπάνα ως «το ματωμένο στόμα του θεού».

Π. Απ.: Η καμπάνα που χαρίζεται σ’ αυτό το μικρό χωριό, με τον ήχο της δίνει ευλογία κα ευημερία, ώστε σύντομα το μικρό χωριό να γίνει μια μεγάλη και πλούσια πόλη. Πριν ακόμα όμως από την υλική ευημερία, βλέπουμε τα ανθρώπινα σώματα να υποδέχονται αυτή την ευλογία. Με την καθοδήγηση του Νικόλα Χατζηβασιλειάδη που έκανε την κίνηση στην παράσταση, προσπαθήσαμε να αποδώσουμε σκηνικά την ευλογία αυτή, προσεγγίζοντάς τη σωματικά. Σώματα που επηρεάζονται και αντιδρούν σ’ αυτό το μεταφυσικό, υπεράνθρωπο άκουσμα και το μεγαλείο του – και στην ίδια λογική, και στη σίγαση της καμπάνας, και σ’ όσα συμβαίνουν μετά. Τέλος, η επιλογή να μην είναι η καμπάνα επί σκηνής, ακολούθησε και αυτή τη λογική να έχουμε όσο το δυνατόν λιγότερα σκηνικά αντικείμενα.

-Στο δελτίο τύπου γράφετε πώς πρόκειται για μια «χειροποίητη» παράσταση. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό, και γιατί αποτέλεσε επιδίωξή σας κάτι τέτοιο;

Π. Απ.: Με πολύ απλά υλικά, με λίγα μέσα, αγάπη για το συγκεκριμένο έργο, πολλή διαθεσιμότητα και δημιουργικότητα από όλους, και τη δυναμική που φέρνουν οι τεχνικές του αφηγηματικού θεάτρου, φτιάξαμε μια παράσταση στην οποία φιλοδοξούμε κανείς να θαυμάσει την κοινή αναπνοή, τη συνεργασία και το ρυθμό μιας ομάδας που αφηγείται ένα έργο που την αφορά πολύ. Υπό αυτό το πρίσμα, και το πόσο αγαπήσαμε αυτή τη δουλειά, έχουμε μια αίσθηση σαν όλα να τα φτιάξαμε με τα χέρια μας. Ελπίζουμε να νοιώσουν το ίδιο και οι θεατές.

Μ.Κ.:  Είναι μία παράσταση που από την έναρξη των προβών είχε ως στόχο, τέσσερις ηθοποιούς επί σκηνής, από την αρχή μέχρι το τέλος, και με εργαλεία το σώμα τους και τη φωνή τους να καταφέρουν να σε φέρουν στο κόσμο του έργου. Όλες οι εικόνες του έργου έρχονται μέσα από τις περιγραφές και τα σώματα των ηθοποιών. Όλη η μουσική δημιουργείται δια στόματος μας, χωρίς καμία εξωτερική τεχνολογική πηγή. Ήταν μια πρόκληση για εμάς να δημιουργήσουμε μια παράσταση που με λιτά σκηνικά και με μόνο σύμμαχο τους φωτισμούς, να πλάσουμε όλες τις ατμόσφαιρες του έργου.

-Γιατί καταλήγουν οι κάτοικοι της Ευλογιάς να είναι ξενοφοβικοί, βίαιοι, και άπληστοι; Οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, η ανθρώπινη φύση για αυτήν την εξέλιξη, ή κάποιος άλλος παράγοντας;

Μ.Κ.: Αρχικά να αναφέρουμε ότι ο συγγραφέας, επιλέγει να ονομάσει αυτό το χωριό «Ευλογιά» και τους κατοίκους του «Ευλογημένους». Αυτό από μόνο του έχει πολλές σημασίες. Ο άνθρωπος δυστυχώς έχει την τάση να ξεχνά. Δε μπορεί ένας λαός που έχει ζήσει την προσφυγιά, όταν ένας άλλος πρόσφυγας του ζητήσει βοήθεια, να ξεχνάει ότι υπήρξε κι αυτός σε αυτήν την θέση. Όταν ένας άνθρωπος θεοποιεί τον εαυτό του τότε αλλάζουν και οι ισορροπίες. Αυτό πιστεύω «έπαθαν» και οι κάτοικοι της Ευλογιάς, έχοντας στα χέρια τους μια θαυματουργή καμπάνα, που ανήκει μόνο σε αυτούς, άρχισαν να πέφτουν σε ατοπήματα. Θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο όλων και παίρνουν αποφασίσεις για το δικό τους προσωπικό όφελος. Μέσα στη «Μουγγή Καμπάνα», οι ίδιοι άνθρωποι με παρόμοια βιώματα, όταν παίρνουν στα χέρια τους εξουσία, αλλάζουν, ξεχνάνε, διαφθείρονται, διαπράττουν εγκλήματα και στο τέλος τιμωρούνται.

Π. Απ.: Ποιος άραγε θα μπορούσε να πει με σιγουριά αν ευθύνεται η ανθρώπινη φύση για αυτή την εξέλιξη; Πάντως σίγουρα η ανθρώπινη ιστορία δείχνει συχνά πως ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα να είναι δημιουργός αλλά και καταστροφέας. Δεν ξέρω αν πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο άνθρωπος ενίοτε γίνεται εκ φύσεως ανήθικος, προσωπικά δεν πιστεύω σε αυτό. Νομίζω πως πρέπει να ψάξουμε τις αιτίες για αυτές τις συμπεριφορές, να δούμε πότε χάνεται η ισορροπία. Και ίσως ένα κλειδί να είναι ο φόβος: σε κάθε εποχή που ο φόβος κυριαρχεί, ο άνθρωπος σκληραίνει, καταστρέφει το διαφορετικό, αυτό που θεωρεί ξένο, κλείνεται, μισεί. Με αποτέλεσμα την παρακμή του.

-Αποτελεί ρόλος της τέχνης να διατηρήσει τον άνθρωπο και τις ανάγκες του στο κέντρο κάθε δραστηριότητας και ως κεντρικό άξονα κάθε απόφασης; Πιστεύετε πως έχει τη δύναμη να επηρεάσει συνειδήσεις;

Π. Απ.: Πολλές φορές σκέφτομαι την τέχνη σαν έναν καθρέπτη που καθρεπτίζει στην υπερβολή τα καλώς και τα κακώς κείμενα του ανθρώπου. Σίγουρα αποτελεί μια λειτουργία της τέχνης να διατηρήσει τον άνθρωπο στο κέντρο, με την έννοια της αξιοπρέπειας, του αλληλοσεβασμού, των δικαιωμάτων, της ελευθερίας και όλων των άλλων αξιών που θα μπορούσαν να ενταχθούν εντός αυτού που ονομάζουμε ανθρωπιά. Όμως σκέφτομαι πως ρόλος της τέχνης είναι να μας θυμίζει και την ομορφιά, αυτή που υπάρχει με ή και χωρίς τον άνθρωπο. Η τέχνη δηλαδή, ως η ύψιστη ανθρώπινη δημιουργία, να πρωτοστατήσει σαν κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, απέναντι σε όλα αυτά που θα μπορούσαν να τους χωρίσουν.

Μ.Κ.: Ο Μπρέχτ λέει: «Το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει το κόσμο. Μπορεί όμως να αλλάξει τους θεατές. Αυτοί αν θέλουν μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο». Όλα σχετίζονται με την δημοκρατία, την μόρφωση και την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου.

-Θα θέλατε να μας πείτε και για τη μουσική και τα τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκεια της παράστασης;

Π. Απ.: Η βασική ιδέα για τη μουσική της παράστασης ήταν να παράγεται από τους ηθοποιούς επί σκηνής διαρκώς, με τη φωνή τους – κάτι που προσθέτει ακόμα περισσότερο στον χαρακτηρισμό της ως «χειροποίητη».

Μ.Κ.: Η μουσική, οι στίχοι και τα τραγούδια της παράστασης είναι πρωτότυπα και γραμμένα από την Ηλέκτρα Σαρρή, που πέρα από ηθοποιός είναι και μουσικός. Και διασκευάσαμε για την παράσταση και ένα παραδοσιακό τραγούδι, «Το τραγούδι του δέντρου». Και φυσικά «δανειζόμαστε» κάποιους θρησκευτικούς ύμνους που εξυπηρετούν την σκηνική μας αφήγηση.

Π. Απ.: Τα μουσικά θέματα που έγραψε η Ηλέκτρα Σαρρή έχουν ότι γράφτηκαν από ένα μέλος του θιάσου, οπότε ακολούθησαν ακριβώς τον παλμό αυτού που άρχισε να σχηματίζεται. Πλαισιώνουν πολλές από τις σκηνές, επηρεασμένα από εκκλησιαστικούς ύμνους, εγκώμια αλλά και παραδοσιακά τραγούδια, ενώ άλλοτε αντιστικτικά μετατρέπονται σε ήχους απόκοσμους και παράξενους.

Photo Credit: Νίκος Τσίρος

-Στο ανέβασμά σας γίνεται και σημαντική αξιοποίηση του φωτισμού. Ξεχωρίζω τη σκηνή του ύψιστου φαρισαϊσμού των κατοίκων της Ευλογιάς που διαπράττουν μια γενοκτονία παράλληλα με τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τι θα λέγατε για να περιγράψετε τη δουλειά του Δημήτρη Μπαλτά στην παράσταση;

Μ.Κ.: Η παράσταση, όπως ανέφερα και πιο πάνω έχει μεγάλο σύμμαχο το φωτισμό. Οπότε ο σχεδιασμός του φωτισμού από τον Δημήτρη Μπαλτά είναι πολύ σημαντικός. Μέσα από τα φώτα και την σκηνική ερμηνεία των σωμάτων δίνονται όλες οι ατμόσφαιρες του έργου: το μέγεθος της καμπάνας, το χρώμα της, η φρίκη, η πολύ σημαντική σκηνή που διαπράττουν την γενοκτονία, όπως ακριβώς αναφέρετε στην ερώτηση σας, ταυτόχρονα ο φωτισμός έχει τα χρώματα της Μεγάλης Παρασκευής και του επιταφίου και την ίδια στιγμή συμβαίνει ένα φρικτό έγκλημα. Και εντείνει φυσικά όλες τις αισθήσεις στον θεατή.

Π. Απ.: Ο Δημήτρης Μπαλτάς με τους φωτισμούς που σχεδίασε συνέδραμε δραστικά στο «ζωντάνεμα» της σκηνής, στη μεταφορά μας σε άλλο τόπο και χρόνο, και στην εμβάθυνση και των ηθοποιών αλλά και των θεατών στις συνθήκες που είχε σκοπό να υπηρετήσει η παράσταση. Φώτισε όλη την παράσταση με μια βασική παλέτα θερμού φωτός, με πολλά σημεία της σκηνής να παραμένουν στη σκιά ή στο ημίφως, διατηρώντας το μυστηριακό στοιχείο και εξυπηρετώντας το εκάστοτε σημείο της αφήγησης. Ενίοτε, όπως στη σκηνή που αναφέρετε, επιλέγει απότομες αλλαγές που μας ξαφνιάζουν φωτίζοντας την αντίστοιχη δράση.

-Τέλος, ας κλείσουμε με μια ατάκα του έργου που σας έχει εντυπωθεί.

Μ.Κ.: Θα αναφέρω δυο. Η μία υπάρχει μέσα στη παράσταση μας, η άλλη όχι. Η πρώτη είναι «Άραγε τι θα πει δικαιοσύνη και τι αγάπη;», και η δεύτερη «Κάθε μάτι περιέχει τα δάκρυα του».

Π. Απ.: «Γυρεύεις το θάνατο και νομίζεις πως υπηρετείς την αγάπη».

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Μάριος Κρητικόπουλος (Αριστερά), Πάνος Αποστολόπουλος (Δεξιά)

Διαβάστε επίσης: 

Η Μουγγή Καμπάνα, του Θανάση Τριαρίδη από την Ομάδα RODEZ στο θέατρο Μπέλλος

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ