Στους επαναστάτες των πλαστικών τεχνών ονομάζουμε συνήθως τους καλλιτέχνες που με το έργο τους αλλάζουν την μορφή της τέχνης. Λίγοι όμως είναι αυτοί που με τη σκέψη και τις ιδέες τους αλλάζουν της ίδια την έννοια της τέχνης. Ο Μαρσέλ Ντυσάν έκανε ακριβώς αυτό: επαναπροσδιόρισε τους μέχρι την εποχή του γνωστούς όρους της τέχνης και, μαζί με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, άλλαξε οριστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο σύγχρονος άνθρωπος το καλλιτεχνικό. Τα έργα του, ανορθόδοξα και άκρως επαναστατικά αποτέλεσαν σημείο-τομή για την ιστορία της τέχνης.
Στην αρχή
Ο Μαρσέλ Ντυσάν γεννήθηκε στη Νορμανδία στις 28 Ιουλίου του 1887. Στην μεγάλη του οικογένεια κυριαρχούσαν ασχολίες όπως το σκάκι, η μουσική και η ζωγραφική. Συγκεκριμένα, η αγάπη τόσο του Μαρσέλ όσο και της υπόλοιπης οικογένειας για καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Μονέ ήταν φανερή. Το πρώτο του ολοκληρωμένο έργο «Τοπίο στη Μπλενβίλ» (1902) το οποίο δημιούργησε σε ηλικία 15 ετών, είναι έντονα επηρεασμένο από την τεχνική του Μονέ.
Οι δύο μεγαλύτεροι αδερφοί του είχαν ήδη ξεκινήσει να ασχολούνται και να δουλεύουν ως ανεξάρτητοι καλλιτέχνες στο Παρίσι. Ο Ρέιμοντ Ντυσάν-Βιλιόν ήταν γλύπτης και ο Ζακ Βιλιόν ζωγράφος. Έτσι, το 1904, ο Μαρσέλ ακολούθησε τα μεγαλύτερα αδέλφια του στο Παρίσι ώστε να σπουδάσει τέχνη στην ακαδημία Julian. Άρχισε να εργάζεται ως σχεδιαστής κόμικς και δημιουργούσε πίνακες αναζητώντας παράλληλα το στιλ του, περνώντας από τον Φοβισμό του Ματίς με το έργο «Πορτραίτο του Πατέρα του Καλλιτέχνη» (1910) στον Κυβισμό του Πικάσο με το «Πορτραίτο (Ντουλτσινέα)» (1911). Παρόλα αυτά αρνούνταν να μείνει σταθερός σε ένα είδος τέχνης, αφήνοντας εντελώς κάθε τεχνική που ανέπτυσσε, ακόμα και του Κυβισμού, την οποία θεωρούσε υπερβολικά στατική.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο πειραματισμός χαρακτήριζε τα έργα του, όπως και στο «Γυμνό που Κατεβαίνει τις Σκάλες» (1912) που, αν και κυβιστικό, παρουσιάζει τη φιγούρα να κινείται σχεδόν κινηματογραφικά, με κάθε της κίνηση να αποτυπώνεται στον καμβά. Αν και ο κόσμος της τέχνης είχε από νωρίς εκτεθεί σε ανορθόδοξα στιλ και ρεύματα, ο πίνακας του απορρίφθηκε τόσο στο Παρίσι όσο και στην Νέα Υόρκη από τους καλλιτεχνικούς κύκλους και τις μεγάλες εκθέσεις. Η εξέλιξη αυτή οδήγηση τον Ντυσάν στο να εγκαταλείψει τη ζωγραφική σε ηλικία 25 ετών.
Ωριμότητα
Σε έναν βαθμό, συνέχισε να ζωγραφίζει και να παράγει καμβάδες που δεν σκόπευε να εμφανίσει στο κοινό. Παρόλα αυτά είχε από καιρό χάσει την πίστη του στις αρχές της τέχνης. Αν και ταλαντούχος ζωγράφος, η ιδέα της τεχνικής δεν τον ενθουσίαζε καθώς υποστήριζε με σθένος πως, σε κάθε καλλιτεχνικό έργο πρέπει να εμπεριέχεται μία ιδέα. Για εκείνον, η τέχνη δεν θα έπρεπε να περιορίζεται σε μία απόλαυση του οπτικού αλλά να χαρακτηρίζεται από την αναπαράσταση ιδεών, σκέψεων και προβληματισμών του καλλιτέχνη.
Το 1913 ξεκινά να δουλεύει στο έργο «Η νύφη απογυμνωμένη από τους εραστές της (Γυαλί)», ένας συνδυασμός γλυπτικής, ζωγραφικής και ξέχωρων σημειώσεων που συνέβαλαν στην απόδοση νοήματος. Για τον Ντυσάν, το έργο ήταν άκρως ειρωνικό καθώς προσπαθούσε να αγγίξει τις έννοιες του ερωτισμού και των φύλων, θέματα που τον απασχολήσαν ιδιαίτερα σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Σημαντική είναι η αίσθηση βιομηχανικού σχεδίου που αποδίδει. Η ολοκλήρωση, ή μάλλον η μη, πήρε 10 χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν δούλευε σε άλλα έργα παράλληλα.
Ο μοντέρνος κόσμος ξεκίνησε να παίρνει μορφή πολύ νωρίτερα από τον Ντυσάν. Η απογοήτευση που συνόδευε τις αλλαγές είχε εκφρασθεί στην τέχνη ήδη από την περίοδο της Παρακμής. Είναι όμως τα χρόνια ζωής του Ντυσάν που οι καλλιτέχνες εκφράζουν την απογοήτευσή τους με την ειρωνεία, κριτικάροντας έντονα τον νέο κόσμο που δημιουργούταν με ταχείς ρυθμούς.
Ο Ντυσάν λοιπόν στρέφεται στην πλήρη απαξίωση των παραδοσιακών πρακτικών, όπως χρόνια πριν είχε προσπαθήσει να κάνει, φέρνοντάς στις αίθουσες τέχνης την έννοια του κοινότυπου. Το έργο του «Ρόδα Ποδηλάτου» (1913) δεν παρουσίαζε τίποτα διαφορετικό από τον τίτλο. Ήταν όμως η αρχή για μία νέα ιδέα στην τέχνη: αυτή του ready-made. Η αντίληψη πως η τέχνη υπάρχει σε πράγματα καθημερινά, διακωμωδώντας την υπερβολική τάση των καλλιτεχνών να βρουν βαθύτερα νοήματα στην τέχνη, ένα σχόλιο για το κατεστημένο, το κοινώς αποδεκτό. Το έργο ακολουθούν άλλα αντίστοιχα όπως «Το φαρμακείο» που παρουσιάζει δύο μπουκάλια φαρμάκων και το γνωστό «Σιντριβάνι» (1926) (αν και πλέον δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο το έργο ήταν πράγματι του Ντυσάν).
Οι ιδέες του ταίριαξαν απόλυτα με το ανερχόμενο φιλοσοφικό ρεύμα του ντανταϊσμού, με το οποίο ο καλλιτέχνης συνδέθηκε και έκανε ιδιαίτερα διάσημο στους σύγχρονούς του.
Με το ξέσπασμα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ντυσάν, με τη βοήθεια του φίλου του Γουόλτερ Αρενσμπεργκ διέφυγε στην Αμερική όπου τον υποδέχτηκαν ως διασημότητα. Παρά τη δημοτικότητά του, ξεκίνησε να εργάζεται ως δάσκαλος γαλλικών ώστε να συνεχίσει να δημιουργεί ελεύθερα ενώ ο Αρενσμπεργκ, επένδυε στη συλλογή των έργων που αργότερα θα φιλοξενηθούν στο Μουσείο Τέχνης Της Φιλαδέλφεια. Το 1918 πούλησε το «Μεγάλο Γυαλί» και το τελευταίο του έργο και μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες. Διατήρησε στενές σχέσεις τόσο με τους ντανταϊστικούς κύκλους όσο και με τους Παρισινούς Σουρεαλιστές με τους οποίους θα συνεργαστεί ιδιαίτερα στη συνέχεια, οργανώνοντας εκθέσεις και φέρνοντας τα έργα τους στο φως.
Αποφάσισε να στραφεί στον κινηματογράφο, ο οποίος εξέφραζε περισσότερο τις καλλιτεχνικές του προσδοκίες και το 1923 δημιούργησε την ταινία «Ανεμικό Σινεμά» (1926).
Πέρασε τα επόμενα χρόνια του στην Αμερική, δίχως να σταματήσει ποτέ να πειραματίζεται και να δημιουργεί. Η δημοτικότητά του εκτοξεύθηκε στην Αμερική μετά τον 2ο Παγκόσμιο, ενώ άρχισαν να διοργανώνονται εκθέσεις με τα έργα του σε Αμερική και Ευρώπη. Έφυγε από τη ζωή το 1968 περνώντας τα τελευταία του χρόνια παίζοντας σκάκι και υποστηρίζοντας τη τέχνη που ξεπέρναγε τα όρια της σκέψης.
Πηγές: britannica.com | theartstory.org | metmuseum.org