Σε αυτή την ιστορία όλοι οι ήρωες είναι νεκροί. Όμως δεν σταματούν να μιλούν… Δυτική Ιρλανδία. Ένας άγονος και φτωχός τόπος στις ακτές του Ατλαντικού. Στο κοιμητήριο της μεσαίας τάξης, όπου κάθε τάφος κοστίζει δεκαπέντε σελίνια, οι νεκροί ανακτούν τη συνείδησή τους λίγο μετά την ταφή. Αδυνατούν να κουνηθούν από τη θέση τους, είναι ωστόσο σε θέση να συνομιλήσουν μεταξύ τους.
Με τον κόσμο των ζωντανών δεν έχουν αισθητηριακή επαφή, αλλά μαθαίνουν όλα τα τελευταία νέα από τους φρεσκοθαμμένους. Μέσα στο χώμα ανασυγκροτείται βαθμιαία ο ίδιος κοινωνικός ιστός που υπήρχε και πάνω στη γη, χωρίς τις σχέσεις αλληλεξάρτησης βεβαίως. Οτιδήποτε μπορεί να ειπωθεί και να μείνει ατιμώρητο, όχι όμως και ασχολίαστο, καθώς όλοι ακούν σχεδόν τα πάντα. Τι θα γινόταν άραγε, αν οι άνθρωποι είχαν μια αιωνιότητα στη διάθεσή τους και κανέναν απολύτως λόγο να επιβάλουν φραγμούς στη γλώσσα τους; Τι θα ξεστόμιζαν αν δεν φοβούνταν πια ο ένας την εκδίκηση του άλλου;
Ο Μάρτιν Ο’Κάιν, ένας τιτάνας της ιρλανδικής λογοτεχνίας στον εικοστό αιώνα, απαντά στα παραπάνω ερωτήματα με αυτό το ακαταμάχητο, ξεκαρδιστικό, μοναδικό μυθιστόρημα, ένα έπος που ραψωδεί σε κάθε του αράδα το εύρος της ανθρώπινης μικρότητας.
Τη μετάφραση υπογράφει ο Μιλτιάδης Αργυρόπουλος.