Ένα πολυβραβευμένο έργο, μία ρηξικέλευθη πρόταση πάνω στην ανατομία των σχέσεων σχετικά με την ηθική, τον έρωτα και τη σεξουαλική επιθυμία. Ποια είναι η επίδραση του παρελθόντος στο παρόν των διαπροσωπικών επαφών και ποια τα όρια ανάμεσα στο Καλό και το Κακό;
Μια μοναδική, αλλά δύσκολη παράσταση με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κιμούλη και την Ανθή Σαββάκη. Μαζί τους η μικρή Ζωή Πετράκη.
Η υπόθεση αφορά στο φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης, που σήμερα ταυτίζεται με τον όρο παιδοφιλία, χωρίς να είναι ταυτόσημες έννοιες. Χαρακτηρίζοντας τη σεξουαλική ασέλγεια/κακοποίηση ως παιδεραστία, αμβλύνεται η ουσία του βιασμού ανήλικων υπάρξεων και αποφεύγεται η «έρευνα» του ζητήματος. Μία τέτοια λεπτομερής ενδοσκόπηση συνήθως «ενοχλεί» επειδή στιγματίζονται ζωές. Η κοινή γνώμη επιθυμεί το κλείσιμο της όποιας υπόθεσης, με την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, χωρίς καμία πρόθεση για περαιτέρω συζήτηση. Το θέμα είναι και επίκαιρο και φλέγον.
Στο «Μαυροπούλι» όμως παρατηρούμε μία άλλη οπτική του συγγραφέα, που ναι μεν καταδικάζει την επαίσχυντη ενέργεια, αλλά μελετά κατά κάποιο τρόπο και το υπόβαθρο των κινήτρων/προθέσεων των δύο ατόμων. Μιλάει για την ευθύνη που έχουν απέναντι σε αυτό που συνέβη. Πράγμα βέβαια αντιφατικό, γιατί ποια ευθύνη να ζητήσει κανείς από ένα ανήλικο πλάσμα, όπως ήταν τότε η Ούνα; (Ανθή Σαββάκη).
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ένας άντρας σαράντα πέντε ετών, κακοποιεί ένα δωδεκάχρονο κορίτσι.
Η συνάντησή τους μετά από δεκαπέντε χρόνια, προκαλεί έντονα συναισθήματα και εγείρει αξιώσεις και προβληματισμούς σε ένα ηθικά ανθυγιεινό πλαίσιο.
Ο συγγραφέας κινείται σε μία συνθήκη τέτοια, που κάνει το θεατή να αναρωτηθεί, που είναι η αλήθεια. Πόσο σκοτάδι διακρίνει την όποια «καθαρότητα» των προθέσεων και ποια τα κοινωνικά αίτια του νευραλγικού ζητήματος.
Ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα;
Είναι όλη αυτή η οξεία δράση, πράξη ενηλικίωσης ή όχι; Και ποιους αφορά;
Το έργο ασχολείται με το παράνομο και απαγορευμένο, με αυτό που η κοινωνική ηθική θεωρεί ταμπού και τιμωρείται όποιος το παραβιάζει.
Το «Μαυροπούλι» αντιπροσωπεύει ό,τι υπάρχει ως ενδιάμεσο διάστημα ανάμεσα στους ρόλους του θύματος / θύτη και του ηθικού /ανήθικου στοιχείου. Έτσι φανερώνεται η δυναμική της σεξουαλικής επιθυμίας, το έρεβος της ανυπαρξίας του εαυτού και το καταστροφικό συναίσθημα της οργής και του θυμού. Χαρακτηριστική η ατάκα του Ρέι (Γιώργος Κιμούλης): «από θυμό ήλθα μαζί σου, όλα στη ζωή μου κατέρρεαν».
Αυτό το ενδιάμεσο διάστημα είναι επικίνδυνο, απειλητικό και θολό, εμπεριέχοντας όλα εκείνα που σε κάθε άνθρωπο είναι μπερδεμένα και ασαφή.
Τραύματα, αποτυχίες, αδιέξοδα, κάθε είδους ανεπάρκειες, έλλειψη αυτοεκτίμησης, απωθημένα και διαψεύσεις αποτελούν τον καμβά της ροπής προς τη λανθασμένη απόφαση. Ένας σκοτεινός, ολέθριος τόπος εν δυνάμει καταστροφικός. Ένας δρόμος χωρίς επιστροφή.
Η σύγκρουση των χαρακτήρων δραματική, η αλληλοκατηγορία σφοδρή και η στηλίτευση των στερεοτύπων αμφίσημη. Οι συναισθηματικές παλινωδίες υφαίνουν ένα σκηνικό ανάμεικτο με μίσος και αγάπη.
Η ενήλικη πλέον Ούνα σε κατάσταση διαταραχής, δείχνει άμεσα τον πόνο και το εύρος της τραυματικής της εμπειρίας. Ταυτόχρονα όμως σε κατάσταση ελεγχόμενης υστερίας, αξιώνει από το θύτη της την ερωτική αποκλειστικότητα.
Αυτή η εκδηλούμενη ερωτική διάθεσή της, μπερδεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα και διαμορφώνει κλίμα διφορούμενο με τα όρια να χάνονται ανάμεσα στο υγιές και το νοσηρό.
Ο Ρέι από την πλευρά του αναπτύσσει μία αμφιλεγόμενη θεωρία του τύπου, ότι δεν ανήκει στην κατηγορία των «ανώμαλων». (Ατάκα του έργου). Ότι τάχα εκείνος δεν έχει σεξουαλικά κακοποιήσει την Ούνα, ούτε καν την αποπλάνησε. Αυτό βάζει τον υποψιασμένο θεατή σε περίσκεψη σχετικά με τις ισχύουσες νόρμες σε μια έννομη πολιτική κοινωνία του δυτικού κόσμου. Μόνο σε φυσικές κοινωνίες συνέβαιναν τέτοιες πράξεις και αιμομιξίες, αποδεκτές από το καθεστώς αυτών των ομάδων, βάσει ενός εθιμικού δικαίου. (Πληροφορίες του Μόργκαν Χένρυ Λιούις, Αμερικανού κοινωνιολόγου και διεθνολόγου).
Οι ερμηνείες καταπληκτικές, μεστές, η σκηνοθετική γραμμή κλασική, χωρίς ακραίους μοντερνισμούς, κομψή και γειωμένη. Ο Γιώργος Κιμούλης χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά κάθε δομικό υλικό του δημιουργήματος και ανέδειξε την έκταση των υποκριτικών ικανοτήτων των ηρώων.
Η Ανθή Σαββάκη δυναμική, αναπτύσσει αβανταδόρικα το ρόλο, χειμαρρώδης, εμβαθύνει στο «μελοδραματικό» βάθος του χάους, που φαίνεται να υπάρχει μέσα της. Ο ζωτικός της χώρος και η ελευθερία πολιορκούνται βάναυσα από τον πόθο και την ανάγκη του ενήλικου; Ρέι. Φέρελπις μελλοντικών επιτυχιών η ταλαντούχα νεαρή ηθοποιός πείθει και απογειώνει την περσόνα που υποδύεται.
Για τον Γιώργο Κιμούλη τι να πρωτογράψει κανείς; Υποκριτικά αυτοτελής, εύστοχος, στιβαρός, κεντάει πολυμορφικά την ενσάρκωση του Ρέι. Επιδέξιος και αποδοτικός στο δύσκολο ρόλο του ασταθούς και διαταραγμένου χαρακτήρα, καρπώνεται την αδιαμφισβήτητη επιτυχία αυτής της πρόκλησης. Κινείται και ακροβατεί στην κόψη του ξυραφιού, καθώς η επιθυμία και η ερωτική έλξη ανταγωνίζονται το μέτρο και το όριο. Με το συνειδητοποιημένο και ώριμο παίξιμό του, εκτινάσσει το θεματικό πυρήνα του έργου στα ύψη, καθηλώνοντας το κοινό. Μέσα στο ερμηνευτικό του κέντρο με την απαραίτητη δόση σαρκασμού ανάμεικτη με προσποίηση, παράγει καλλιτεχνικό κέρδος. Ένα κέρδος, που ο θεατής εισπράττει καθοριστικά και άμεσα.
Τα λειτουργικά σκηνικά της Χριστίνας Κωστέα υποστηρίζουν καταλυτικά τη δραματουργική στόφα και σκιαγραφούν τον κλειστοφοβικό χαρακτήρα των ερμηνευτών. Κοστούμια της Σοφίας Νικολαίδη, φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και μουσική/στίχοι Σταμάτη Κραουνάκη συντελούν στο άρτιο τελικό αποτέλεσμα.
Μία παράσταση σφριγηλή, πληθωρική σε ιδέες και συναισθήματα.
Μία κοινωνικά επαναστατική αναφορά στην Ενοχή και πως αυτή είναι διαχειρίσιμη από τα συμβαλλόμενα μέρη. Μέσα σε μία κοινωνία, που τις περισσότερες φορές βιώνει μια περίεργη αμηχανία, όταν βρεθεί μπροστά στο φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων.