Το φλάουτο, το βιολοντσέλο και το πιάνο, πρωταγωνιστούν στις 7 Οκτωβρίου. Σε μια βραδιά συμβολική, που συστήνει στο κοινό νέους, πολλά υποσχόμενους, Έλληνες σολίστ. Στο πρόγραμμα, το δεξιοτεχνικό Κοντσέρτο για φλάουτο και έγχορδα σε σολ μείζονα του Γιόχαν Γιόαχιμ Κβαντς, το δημοφιλές Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ. 1 σε λα ελάσσονα του Καμίγ Σαιν-Σανς, αλλά και το απαιτητικό Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ντο μείζονα του Σεργκέι Προκόφιεφ.
Για μια ακόμα φορά στη μακρά πορεία της, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στηρίζει νέους μουσικούς στην αρχή της καριέρας τους αποδεικνύοντας ότι παρά την υπερ80χρονη διαδρομή της, παραμένει νέα στην καρδιά και το κυριότερο, ότι έχει συναίσθηση των ευθυνών της ως η πρώτη και μεγαλύτερη Ορχήστρα της χώρας.
Στο πόντιουμ επιστρέφει, ο γνωστός στο ελληνικό κοινό Καναδός αρχιμουσικός Τσαρλς Ολιβιέρι-Μάνροου.
Το πρόγραμμα με μια ματιά:
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
ΓΙΟΧΑΝ ΓΙΟΑΧΙΜ ΚΒΑΝΤΣ (1697–1773)
Κοντσέρτο για φλάουτο και έγχορδα σε σολ μείζονα, QV 5:174
ΚΑΜΙΓ ΣΑΙΝ-ΣΑΝΣ (1835–1921)
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ. 1 σε λα ελάσσονα, έργο 33
ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891–1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 3 σε ντο μείζονα, έργο 26
ΣΟΛΙΣΤ
Βασιλίνα Υφαντή, φλάουτο
Ευριπίδης Σαμαράς, βιολοντσέλο
Σταμάτης Βλαχοδημήτρης, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Τσαρλς Ολιβιέρι-Μάνροου
Το σχόλιο της Βασιλίνας Υφαντή:
Το φλάουτο της εποχής του Κβαντς ήταν πολύ διαφορετικό από το όργανο που έχουμε τώρα στη διάθεσή μας. Είχε ένα γήινο ήχο, λόγω της ξύλινης κατασκευής του, οι νότες του είχαν η καθεμία διαφορετικές ιδιαιτερότητες και ηχοχρώματα και η άρθρωση ήταν πιο απαλή και ευαίσθητη. Επίσης ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της εποχής ήταν τα στολίδια και οι καντέντσες που επέλεγε ο ερμηνευτής, τα οποία ίσως δίνουν και έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα στο έργο. Η ερμηνεία μπαρόκ έργων με σύγχρονο φλάουτο είναι ένα πολύ αμφιλεγόμενο θέμα αλλά για μένα είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον εγχείρημα.
Το σχόλιο του Ευριπίδη Σαμαρά:
Το Πρώτο Κοντσέρτο του Σαιν-Σανς είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα στο ρεπερτόριο του βιολοντσέλου. Στο μυαλό μου το συγκεκριμένο κονσέρτο μοιάζει με ένα παιχνίδισμα του φωτός στα ήρεμα νερά της θάλασσας. Είναι η λάμψη αλλά και το βάθος, η απλότητα και συγχρόνως η μεγαλοπρέπεια. Μέσα από μια φαινομενικά στρωτή γραφή ο συνθέτης απαιτεί να αποδοθεί το μουσικό κείμενο με ποιητικότητα και γλαφυρότητα, και αναπόφευκτα ο εκτελεστής θα πρέπει, αφού “δαμάσει” τα δύσκολα σημεία και τα απαιτητικά- από πλευράς τεχνικής- περάσματα, να κατευθύνει την ενέργειά του προς μια απελευθερωμένη και εμπνευσμένη ερμηνεία.
Το σχόλιο του μαέστρου:
Μου αρέσει πολύ να επιστρέφω στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών αφού αγαπώ την πόλη, τον πολιτισμό, αλλά και τη συνεργασία με τους μουσικούς της ορχήστρας με τους οποίους έχουμε μια ζεστή σχέση.
Για την ιστορία…
ΓΙΟΧΑΝ ΓΙΟΑΧΙΜ ΚΒΑΝΤΣ (1697 – 1773)
Κοντσέρτο για φλάουτο και ορχήστρα σε σολ μείζονα, QV 5:174
Allegro
Arioso mesto
Allegro vivace
Ο Γιόχαν Γιόαχιμ Κβαντς ξεκίνησε από μικρή ηλικία μαθήματα μουσικής εστιάζοντας αρχικά τη μελέτη του στο βιολί, το όμποε και την τρομπέτα. Από νωρίς όμως κατάλαβε ότι το όμποε δεν ήταν ένα όργανο στο οποίο θα μπορούσε να έχει υψηλές επιδόσεις κι έτσι μεταπήδησε στο φλάουτο και το 1719 ξεκίνησε μαθήματα με τον σπουδαίο Γάλλο βιρτουόζο του φλάουτου και παιδαγωγό της εποχής Πιερ-Γκαμπριέλ Μπυφαρντέν. Λίγο αργότερα ο Κβαντς ξεκίνησε να περιοδεύει ανά την Ευρώπη δίνοντας συναυλίες ως φλαουτίστας· ένα από τα ταξίδια του τον έφερε στο Βερολίνο (1728), όπου εντυπωσίασε τη βασίλισσα της Πρωσίας, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει να παραδίδει δύο φορές τον χρόνο μαθήματα στον γιο της και διάδοχο του θρόνου, Φρειδερίκο. Το 1740 ο Φρειδερίκος στέφθηκε βασιλιάς (μένοντας στην ιστορία ως Φρειδερίκος ο Μέγας) και προσέλαβε τον Κβαντς ως φλαουτίστα και συνθέτη στην Αυλή. Ο Κβαντς υπήρξε πολυγραφότατος· μόνο για το όργανό του συνέθεσε πάνω από διακόσιες σονάτες και τριακόσια κοντσέρτα, εισάγοντας παράλληλα σημαντικές κατασκευαστικές καινοτομίες στο όργανο. Επίσης, η πραγματεία του για τη μεθοδολογία εκτέλεσης του φλάουτου (1752) αποτελεί έργο αναφοράς για τις ερμηνευτικές πρακτικές της εποχής.
Παρά το ογκωδέστατο έργο του συνθέτη, το τριμερές Κοντσέρτο σε σολ μείζονα είναι στην ουσία το μόνο του κοντσέρτο που έχει μία -έστω και διακριτική- παρουσία στο συναυλιακό ρεπερτόριο. Και αυτό οφείλεται στην «ανακάλυψή» του από τον Γερμανό φλαουτίστα Μόριτς Φύρστεναου (1824-1889) στα τέλη του 19ου αιώνα και την απόφασή του να το ερμηνεύσει. Το Κοντσέρτο στιλιστικά είναι επηρεασμένο από τη μουσική του Αντόνιο Βιβάλντι (ο οποίος επίσης είχε υπηρετήσει τη φόρμα του κοντσέρτου με εκατοντάδες έργα) αλλά κυρίως του Αλεσάντρο Σκαρλάτι, τον οποίο μάλιστα ο συνθέτης είχε γνωρίσει προσωπικά κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του. Διαθέτοντας βαθιά γνώση των εκφραστικών δυνατοτήτων του φλάουτου, ο Κβαντς προσφέρει στον σολίστα άφθονες ευκαιρίες να αναδείξει τα δεξιοτεχνικά του προσόντα μέσα από αλλεπάλληλα διανθίσματα και περάσματα, καθώς και τις μελωδικές του αρετές (στο μεσαίο, αργό μέρος) με μακρές, λυρικές γραμμές στο φλάουτο.
ΚΑΜΙΓ ΣΑΙΝ-ΣΑΝΣ (1835 – 1921)
Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ.1 σε λα ελάσσονα, έργο 33
Allegro non troppo – Allegretto con motto – Tempo I – Un peu moins vite – Più allegro – Molto allegro
Ο Σαιν-Σανς φέρνει στην καρδιά της καλλιτεχνικά ταραγμένης μας εποχής κάτι από τη γλυκύτητα και τη διαύγεια παλιών εποχών. Οι συνθέσεις του μοιάζουν με κομμάτια ενός άλλου κόσμου.
Ρομαίν Ρολάν, από το βιβλίο του «Μουσικοί του σήμερα» (1908)
Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος (Ιούλιος 1870 – Μάιος 1871) και η επακόλουθη Παρισινή Κομμούνα (Μάρτιος – Μάιος 1871) αποτέλεσαν καίριας σημασίας ιστορικά γεγονότα τόσο για τη γαλλική όσο και την ευρύτερη ευρωπαϊκή ιστορία. O Καμίγ Σαιν-Σανς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι καταφεύγοντας στο Λονδίνο για λίγους μήνες, όσο διήρκεσε η Παρισινή Κομμούνα, φοβούμενος ότι η στάση των επαναστατών απέναντί του δεν θα ήταν ευνοϊκή. Παρόλα αυτά, σε μία τόσο ταραχώδη και δύσκολη εποχή για τη Γαλλία αλλά και για τον ίδιο προσωπικά, ο αστείρευτος δημιουργικός οίστρος και το μουσικό του ύφος δε φαίνεται να επηρεάστηκαν στο ελάχιστο. Χαρακτηριστική απόδειξη το πρώτο Κοντσέρτο για βιολοντσέλο, που γράφτηκε μόλις έναν χρόνο μετά (1872).
Το Κοντσέρτο γράφτηκε για τον φίλο του συνθέτη, Ωγκύστ Τολμπέκ (1830 – 1919), σημαίνοντα τσελίστα αλλά και κατασκευαστή εγχόρδων της εποχής. Ο Τολμπέκ ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειάς του, που ήταν στενά συνδεδεμένη με την Ορχήστρα του Συλλόγου Συναυλιών του Ωδείου του Παρισιού (έτος ίδρυσης 1828), διετέλεσε πρώτο βιολοντσέλο της Ορχήστρας. Το Κοντσέρτο αφιερώθηκε στον Τολμπέκ, ο οποίος και έδωσε την πρώτη του εκτέλεση σε συναυλία της ανωτέρω ορχήστρας στις 19 Ιανουαρίου 1873.
O Σαιν-Σανς, έχοντας υπάρξει αδιαμφισβήτητα ένα από τα πλέον εντυπωσιακών ικανοτήτων παιδιά-θαύματα στην ιστορία της μουσικής, αποκρυστάλλωσε τη μουσική του γλώσσα και αισθητική σε νεαρότατη ηλικία, χωρίς να μετακινηθεί από αυτή σχεδόν καθόλου μέχρι το τέλος της μακράς του ζωής. Καταλυτική επίδραση στο έργο του -πέραν από τους μεγάλους Δασκάλους του κλασικού και πρώιμου ρομαντικού παρελθόντος- έπαιξε και ο Φραντς Λιστ (1811 – 1886), με τον οποίο τον συνέδεσαν δεσμοί φιλίας. Στο κοντσέρτο για βιολοντσέλο η επιρροή του Λιστ ήταν διττή: αφενός ο συνθέτης ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό την τεχνική της θεματικής μεταμόρφωσης, που είχε αναπτύξει ιδιαίτερα ο Λιστ, και αφετέρου το κοντσέρτο ακολουθεί το πρότυπο των πιανιστικών κοντσέρτων του Ούγγρου συνθέτη αποτελώντας ένα ενιαίο μουσικό οικοδόμημα με διακριτές επιμέρους ενότητες. Υπό αυτό το πρίσμα, άλλοι αναλυτές του έργου το θεωρούν ως μονομερή φόρμα σονάτας με ελεύθερη επανέκθεση, ενώ άλλοι το αντιμετωπίζουν ως τριμερές, με το τρίτο και το πρώτο μέρος να βασίζονται στο ίδιο υλικό. Ο Σαιν-Σανς πέτυχε επίσης να δώσει ικανοποιητικές λύσεις στο πρόβλημα της ηχητικής ισορροπίας του σολιστικού βιολοντσέλου με την ορχήστρα χρησιμοποιώντας μία λιτή ενορχήστρωση και αφήνοντας συχνά το βιολοντσέλο να εκθέτει μόνο του το εκάστοτε θεματικό υλικό υπό τη διακριτική υποστήριξη της ορχήστρας. Η αρμονική συνύπαρξη μίας δεξιοτεχνικής γραφής και μίας αβίαστης μελωδικότητας δίκαια κατέστησαν διαχρονικά το κοντσέρτο ως ένα από τα πλέον προβεβλημένα του ρεπερτορίου του βιολοντσέλου.
Ο σολίστ κάνει άμεσα την είσοδο του με την έναρξη του κοντσέρτου εκθέτοντας το κύριο θέμα με χαρακτηριστικά τρίηχα, τα οποία κατά την αναπτυξιακή πορεία του θέματος επανεμφανίζονται στα φλάουτα, στα κλαρινέτα και μετά στα πρώτα βιολιά. Μία λυρική μελωδία στο βιολοντσέλο, περιορισμένης έκτασης, προσφέρει στιγμιαία χαλάρωση της συσσωρευμένης έντασης. Από εκεί και ύστερα, μία μεταβατική ενότητα οδηγεί στο πρώτο αμιγώς ορχηστρικό τμήμα με εντελώς νέο θεματικό υλικό. Στη συνέχεια μία πυκνή ανάπτυξη των θεματικών ιδεών, με τον σολίστα και την ορχήστρα να αναπτύσσουν έναν ισότιμο διάλογο, κλείνει την πρώτη δομική ενότητα του κοντσέρτου. Η δεύτερη ανοίγει με τα έγχορδα της ορχήστρας, που σαν μακρινή ανάμνηση παρουσιάζουν ένα ειδυλλιακό, ευαίσθητο μενουέτο. Το βιολοντσέλο συνοδεύει το μενουέτο με μία εφάμιλλης ομορφιάς μελωδική κίνηση. Μετά από μία σύντομη σολιστική καντέντσα το μενουέτο γίνεται αντικείμενο μετατροπικής επεξεργασίας. Η τρίτη ενότητα του κοντσέρτου επαναφέρει το αρχικό θέμα των τριήχων διαδοχικά στα όμποε, στα έγχορδα και στο βιολοντσέλο, το οποίο λίγο μετά πρωταγωνιστεί σε ένα κάπως πιο αργό και δραματικού χαρακτήρα επεισόδιο. Καθώς η μουσική συνεχίζει να ξετυλίγεται, ο σολίστας έχει τη δυνατότητα να επιδείξει με λαμπερό τρόπο τη δεξιοτεχνία του επιδιδόμενος σε αλλεπάλληλα περάσματα με δέκατα έκτα και οκτάβες. Μία εκτενής coda βασισμένη σε θέματα από την πρώτη ενότητα αλλά και νέα θεματικά στοιχεία, κλείνει με τρόπο αισιόδοξο και ένθερμο το κοντσέρτο.
ΣΕΡΓΚΕΪ ΠΡΟΚΟΦΙΕΦ (1891 – 1953)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.3 σε ντο μείζονα, έργο 26
Andante – Allegro
Θέμα και παραλλαγές
Allegro ma non troppo
Οι βραχώδεις παραθαλάσσιες περιοχές της Βρετάνης στη βορειοδυτική Γαλλία αποτέλεσαν χάρη στην άγρια ομορφιά τους χώρο έμπνευσης και δημιουργίας για πολλούς καλλιτέχνες, όπως ήταν οι Μπαλζάκ, Ουγκό, Πικάσο, Σαγκάλ, Ματίς, Ντεμπυσύ. Εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού του 1921 και ο Σεργκέι Προκόφιεφ κάνοντας παρέα στον ελεύθερο χρόνο του με μερικούς Ρώσους που είχαν μεταναστεύσει και ζούσαν εκεί, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μεγάλος συμβολιστής ποιητής Κονσταντίν Μπαλμόντ. Στον ποιητή επέλεξε να αφιερώσει το Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο, που γράφτηκε κατά κύριο λόγο εκείνη την εποχή (ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1921). Λίγο αργότερα, ο ίδιος ο συνθέτης ήταν και ο σολίστ στη θριαμβευτική πρεμιέρα του Κοντσέρτου, που δόθηκε στις 16 Δεκεμβρίου εκείνης της χρονιάς στο Σικάγο των Η.Π.Α. από τη Συμφωνική της πόλης υπό τη διεύθυνση του Φρέντερικ Στοκ, στο πλαίσιο μίας αμερικανικής περιοδείας του Προκόφιεφ.
Ο Προκόφιεφ, γνωστός για την ορθολογική, τυπική και ρεαλιστική συνθετική του μεθοδολογία, συχνά αξιοποιούσε θέματα και μοτίβα, που για οποιονδήποτε λόγο έμεναν μόνο σε επίπεδο σχεδιάσματος, σε κάποιο επόμενο έργο. Ακριβώς αυτό συνέβη και με το Τρίτο Κοντσέρτο, κάποια θέματα του οποίου ανάγονται μία δεκαετία πριν την κατεξοχήν σύνθεσή του. Ήδη κατά τα έτη 1911–1912, όταν γράφτηκαν το Πρώτο και το Δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο, ο συνθέτης είχε αρχίσει να κάνει σκέψεις για ένα τρίτο Κοντσέρτο· και πράγματι μία από τις πρώτες εκείνες ιδέες συμπεριλήφθηκε στο τέλος του πρώτου μέρους. Το θέμα του δευτέρου μέρους, που γίνεται αντικείμενο παραλλαγών, χρονολογείται στα 1913. Το 1916 – 1917 σε μία απόπειρα να επιστρέψει στο νέο κοντσέρτο, ο Προκόφιεφ εμπνεύστηκε το κύριο θέμα του πρώτου μέρους και δύο παραλλαγές για το δεύτερο. Δύο από τα τρία θέματα του φινάλε προέρχονται από σχέδια του 1918 για ένα κουαρτέτο εγχόρδων, που επρόκειτο να περιλαμβάνει μόνο φυσικές νότες (χωρίς σημεία αλλοίωσης) αλλά που τελικά δεν προχώρησε.
Ο Προκόφιεφ όχι μόνο κατόρθωσε να ενοποιήσει το ετερόκλητο αυτό υλικό σε ένα ενιαίο και οργανικό σύνολο αλλά και να χαρίσει στους πιανίστες και στο κοινό ένα από τα πιο απαιτητικά σε δύναμη και δεξιοτεχνία κοντσέρτα για πιάνο του 20ού αιώνα, που διατηρώντας συγχρόνως μία βαθιά εκφραστικότητα αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή όσο λίγα. Το πρώτο μέρος ανοίγει με μία ήρεμη εισαγωγή, στην οποία τα κλαρινέτα και κατόπιν τα βιολιά παρουσιάζουν ένα λυρικό θέμα. Ένα ξαφνικό, γρήγορο πέρασμα δεκάτων έκτων στα έγχορδα οδηγεί στην θεαματική είσοδο του πιάνου με το πρώτο κύριο θέμα. Μία ακολουθία συγχορδιών του πιάνου οδεύει προς το εκφραστικό -και κάπως εκκεντρικό- δεύτερο θέμα, που ακούγεται από το όμποε και το κλαρινέτο υπό τη συνοδεία με πιτσικάτο των εγχόρδων και με καστανιέτες. Μία φρενήρης πορεία κορυφώνεται με απρόσμενη επαναφορά του αρχικού Andante και την λυρική επεξεργασία του αρχικού θέματος, πριν την επανέκθεση που παρουσιάζει τα κύρια θέματα με ακόμα πιο λαμπερή πιανιστική γραφή.
Η ορχήστρα εκθέτει από μόνη της το θέμα του δευτέρου μέρους. Στην πρώτη παραλλαγή το πιάνο το μεταμορφώνει πιο συναισθηματικά, ενώ στις δύο επόμενες, που είναι εμφανώς πιο γρήγορες, σκληρές και γωνιώδεις, ο σολίστ αναμετράται με εξαιρετικών απαιτήσεων περάσματα. Η αιθέρια, ραψωδική τέταρτη παραλλαγή λειτουργεί ως μία στιγμή περισυλλογής πριν την καταιγιστική πέμπτη παραλλαγή και την ύστατη επαναφορά του θέματος –αυτή τη φορά με έναν πιανιστικό σχολιασμό. Φαγκότα και χαμηλότερα έγχορδα με πιτσικάτο εισάγουν το θέμα του φινάλε αλλά το πιάνο εισβάλλει με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του πρώτου μέρους καθιστώντας την παρουσία του κυρίαρχη. Ένα λαμπρό παράδειγμα της εκπληκτικής μελωδικότητας του Προκόφιεφ προσφέρει το δεύτερο θέμα, που παρουσιάζεται από την ορχήστρα και στο οποίο το πιάνο απαντά κατ’ αρχάς με τρόπο καυστικό, σχεδόν απειλητικό. Μετά από διεξοδική ανάπτυξη, τίποτα πια δεν φαίνεται ικανό να ανακόψει την ξέφρενη, πυροτεχνηματική πορεία προς μία εκστατική ολοκλήρωση του κοντσέρτου.