Οι εξερευνήσεις του χάρτη της σύγχρονης μουσικής συνεχίζονται στο Μέγαρο με έναν σταθμό στον Διεθνή …
Μεταμοντερνισμό με έργα Άνταμς, Άντρισσεν, Αντές, Αντωνίου, Γκουμπαϊντούλινα και Χατζημιχελάκη.
Θα τα παρουσιάσει το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής, την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου (ώρα έναρξης: 20.30), στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος.
Διευθύνει ο διακεκριμένος συνθέτης, μαέστρος και ακαδημαϊκός δάσκαλος Θόδωρος Αντωνίου.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η συναυλία πραγματοποιείται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Σειράς «Μουσικές του 20ού και του 21ου αιώνα-Σταθμοί Σύγχρονης Μουσικής». Τα σολιστικά μέρη των έργων θα ερμηνεύσουν οι: Ηλίας Σδούκος (βιόλα), Βίκυ Στυλιανού (πιάνο), Αγγελίνα Τκάτσεβα (ρωσικό σαντούρι), Στέλλα Τσάνη (βιολί) και Γιώργος Φαρούγγιας (φαγκότο).
Εκλεκτισμός-Μεταμοντερνισμός, δύο παρεξηγημένες έννοιες
Όπως αναφέρει ο Θόδωρος Αντωνίου σε σημείωμά του για τη συναυλία της 23ης Φεβρουαρίου, ο Μεταμοντερνισμός διαφέρει από τον Εκλεκτισμό. Bασικό γνώρισμα του Μεταμοντερνισμού είναι η «αισθητική σύγκρουση», για την οποία ο Θ. Αντωνίου διατυπώνει με σαφήνεια την εξής άποψη: «Στον Eκλεκτισμό, οι συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως π.χ. ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν, ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, κ.ά., χρησιμοποιούσαν στα έργα τους στοιχεία από τη μουσική διαφόρων εποχών αλλά κυρίως ευρωπαϊκής κατεύθυνσης και αισθητικής. Στο Μεταμοντέρνο, οι συνθέτες, εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, χρησιμοποιούν επίσης μουσική “έθνικ” και αισθητικές εξωευρωπαϊκών πολιτισμών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται “αισθητική σύγκρουση” (clash)».
Τζον Άνταμς (γεν. 1947) & Fellow Traveler (2007)
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η μουσική του Άνταμς, αν και ενσωματώνει πολλές μινιμαλιστικές τεχνικές, είναι ορθότερο να περιγράφεται ως «μεταμινιμαλιστική», αφού δίνει έμφαση στην αρμονική κίνηση. Ο Αμερικανός συνθέτης, μαέστρος και στοχαστής Τζον Άνταμς κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους ομότεχνούς του από τις Η.Π.Α., καθώς συνέβαλε αποφασιστικά στη μεταστροφή της αισθητικής των ημερών μας από τον ακαδημαϊκό μοντερνισμό σε μια γενικότερης αποδοχής μουσική γλώσσα.
Οι συνθέσεις του διακρίνονται για την εκφραστική τους βαθύτητα, τη λαμπρότητα του ήχου τους και την ανθρωπιστική φύση της θεματικής τους. Έχει ασχοληθεί με τη συμφωνική και την οπερατική μουσική. Τα λυρικά του έργα «Ο Νίξον στην Κίνα», «Ο θάνατος του Κλίνγκχοφφερ» και «Δόκτωρ Ατόμικ», σε σκηνοθεσία του Βρετανού Πήτερ Σέλλαρς, θεωρούνται από τις πλέον επιτυχημένες όπερες του καιρού μας.
Ο Άνταμς γεννήθηκε στο Γουόρσεστερ της Μασαχουσέτης. Σπούδασε στο Χάρβαρντ. Το 1972 άρχισε να διδάσκει στο Ωδείο του Σαν Φρανσίσκο και διορίστηκε μόνιμος συνθέτης της Συμφωνικής της πόλης. Είναι κάτοχος τριών βραβείων Γκράμμυ, ενώ έχει τιμηθεί και με το Βραβείο Πούλιτζερ Μουσικής για τη σύνθεσή του On the Transmigration of Souls, που γράφτηκε για την πρώτη επέτειο από τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης. Ως αρχιμουσικός έχει διευθύνει, μεταξύ άλλων, τη Συμφωνική του Λονδίνου, τις Φιλαρμονικές της Νέας Υόρκης και του Λος Άντζελες, καθώς και ορχήστρες της Ατλάντα, του Άμστερνταμ, του Βερολίνου, της Στοκχόλμης, του Ντιτρόιτ και άλλων πόλεων.
Πρόσφατα, διηύθυνε στην Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης μια από τις πιο γνωστές όπερές του, τον «Νίξον στην Κίνα», που είχε παρουσιαστεί από την Ε.Λ.Σ. πριν μερικά χρόνια στο Μέγαρο. Του έχει απονεμηθεί ο τίτλος του επιτίμου διδάκτορος από τις Σχολές Τζούλιαρντ και Γέηλ, καθώς και από τα Πανεπιστήμια του Κέμπριτζ και του Χάρβαρντ. Επιπλέον, έχει τιμηθεί από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής.
Ηχογραφεί από το 1985 για τη δισκογραφική εταιρεία Nonesuch. Πριν από τέσσερα χρόνια κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. η αυτοβιογραφία του που χαρακτηρίστηκε από τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» ως ένα από τα πλέον αξιόλογα βιβλία τού 2008. Ο Τζον Άνταμς διατηρεί το προσωπικό του ιστολόγιο (Hell Mouth) στο διαδίκτυο, όπου καταθέτει και ανταλλάσσει απόψεις περί μουσικής, λογοτεχνίας και πολιτικής.
Το έργο Fellow Traveler για ενόργανο σύνολο (δύο βιολιά, βιόλα και βιολοντσέλο) είναι από τα πιο πρόσφατα του Άνταμς. Ο Συνταξιδιώτης αποτελεί παραγγελία του διάσημου Κουαρτέτου Kronos στον συνθέτη, ο οποίος αφιέρωσε το κομμάτι στον σκηνοθέτη και μόνιμο συνεργάτη του Πήτερ Σέλλαρς για τα πεντηκοστά του γενέθλια. Το έργο έχει διάρκεια πέντε λεπτά και χαρακτηρίζεται από γρήγορα tempi και συχνές εναλλαγές στις δυναμικές.
Σοφία Γκουμπαϊντούλινα (γεν. 1931) & Quasi Hoquetus (1984)
Η ηγερία της σύγχρονης ρωσικής μουσικής είναι απόφοιτος του περίφημου Κονσερβατόριου της Μόσχας και μαθήτρια των Πέυκο και Σεμπάλιν. Στην αρχή της συνθετικής της πορείας η ταταρικής καταγωγής Σοφία Ασγκάτοβνα Γκουμπαϊντούλινα ασχολήθηκε κυρίως με τη μουσική δωματίου εξερευνώντας το εύρος του ήχου μέσω των σειραϊκών τεχνικών και αξιοποιώντας τις επιρροές της ευρωπαϊκής μουσικής πρωτοπορίας. Εκείνη την εποχή, η Γκουμπαϊντούλινα συνεργάστηκε επίσης με τους Σνίτκε και Ντενίσοφ στο Πειραματικό Ηλεκτρονικό Στούντιο Μουσικής της Μόσχας. Αργότερα στράφηκε στην ορχηστρική και φωνητική μουσική δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ρυθμό, στο χρόνο, στο μουσικό συμβολισμό και στο οργανικό θέατρο, όπου κάθε όργανο παίζει τον δικό του ρόλο στο έργο, το οποίο έργο εκλαμβάνεται ως μουσικό δραματούργημα.
Οι δημιουργίες της Γκουμπαϊντούλινα διαπνέονται από βαθιά θρησκευτικότητα, ενώ τα κείμενα από τα οποία εμπνέεται η διάσημη δημιουργός είναι πολυπολιτισμικής προέλευσης (αρχαίοι Αιγύπτιοι ποιητές, Ρώσοι λογοτέχνες, Τ.Σ. Έλλιοτ, κ.ά.). Αν και η Γκουμπαϊντούλινα υπήρξε μέλος της Ένωσης Σοβιετικών Μουσουργών, η μουσική της αντιμετωπίστηκε στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. με καχυποψία και επιφυλακτικότητα. Στην Δύση, έγινε ευρύτερα γνωστή στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Σήμερα η διάσημη συνθέτρια έχει πλέον καταξιωθεί διεθνώς. Από το 1991 έχει μετεγκατασταθεί στην Γερμανία.
Quasi Hoquetus είναι ο τίτλος της σύνθεσης της Σοφίας Γκουμπαϊντούλινα που θα ερμηνεύσουν ο Γιώργος Φαρούγγιας (φαγκότο), ο Ηλίας Σδούκος (βιόλα) και η Βίκυ Στυλιανού (πιάνο) στο πρώτο μέρος της συναυλίας για τον Διεθνή Μοντερνισμό. Όπως αναφέρει ο μουσικολόγος και συνθέτης Αλέξανδρος Χαρκιολάκης στο κείμενό του για τα έργα της συναυλίας, ο τίτλος παραπέμπει στη συνθετική τεχνική Ηoquetus. Η τεχνική αυτή είχε εμφανιστεί τον Μεσαίωνα στην Γαλλία, υιοθετήθηκε κυρίως από τους μελουργούς της «Σχολής της Παναγίας των Παρισίων» και χαρακτηρίζεται από την αλληλοδιαδοχή μελωδίας και παύσεων (σιωπής). Το χαρακτηριστικό αυτό αξιοποιείται στο έπακρο από την Γκουμπαϊντούλινα, η οποία, στο συγκεκριμένο κομμάτι, δημιουργεί μυστηριακά ηχοτοπία κάνοντας τον ακροατή να συμμετέχει σε ένα μουσικό ταξίδι που καταλήγει σε μια αποκαλυπτική κορύφωση.
Γιώργος Χατζημιχελάκης (γεν. 1959) & «Φολκλορικόν Οξύ ΙΙ» (2011)
Έχει σπουδάσει ανώτερα θεωρητικά με τον Κώστα Κλάββα, βυζαντινή μουσική με τον Κωνσταντίνο Κατσούλη και τον Βασίλη Νόννη και σύνθεση με τον Θόδωρο Αντωνίου. Επίσης, είναι απόφοιτος του Τμήματος Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μελέτη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής και με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Έχει γράψει μουσική για σόλο όργανα, μικρά και μεγάλα σύνολα, συμφωνική μουσική, μουσική για θεατρικές παραστάσεις και ντοκιμαντέρ. Πολλά από τα έργα του Γιώργου Χατζημιχελάκη έχουν παρουσιαστεί όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Έχει λάβει παραγγελίες από το Γ΄ Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, το Μέγαρο, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, καθώς και από μουσικά σχήματα αλλά και σολίστ. Έργα του κυκλοφορούν από διεθνείς δισκογραφικές εταιρείες. Επιπλέον, έχει επιμεληθεί και διευθύνει δισκογραφικές παραγωγές ερευνητικού περιεχομένου πάνω στην ελληνική δημοτική μουσική. Σημαντική στιγμή στη συνθετική του πορεία υπήρξε η συνεργασία του με την Μαρία Χορς, μία από τις επιφανέστερες προσωπικότητες του νεοελληνικού χορού και χοροθεάτρου, όταν κλήθηκε να γράψει μουσική για τις Τελετές Αφής και Παράδοσης της Ολυμπιακής Φλόγας (2000, 2002, 2004 και 2006). Ο Γιώργος Χατζημιχελάκης είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Μουσουργών και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Ωδείου Πετρούπολης.
Ο ανοικτός κύκλος συνθέσεων υπό τον γενικό τίτλο «Φολκλορικόν Οξύ» «πραγματεύεται φρασεολογοία και τεχνικές που έχουν τις ρίζες τους στην παραδοσιακή μουσική», εξηγεί ο Γιώργος Χατζημιχελάκης στο σημείωμά του για το πρόγραμμα της συναυλίας. Το «Φολκλορικόν Οξύ ΙΙ» είναι το δεύτερο κομμάτι αυτού του κύκλου. Η παρτιτούρα είναι γραμμένη για ρωσικό σαντούρι και κουαρτέτο εγχόρδων, και το ύφος των μελωδιών της έχει επηρεαστεί από τα σμυρνέικα προσφυγικά τραγούδια όπως αυτά εξελίχθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα στον Πειραιά, χωρίς ωστόσο ο συνθέτης να επιδιώκει την αναπαραγωγή ή χρήση αυθεντικών μικρασιατικών σκοπών.
Λούις Άντρισσεν (γεν. 1939) & Χenia (2005)
Από τα δεκατέσσερά του χρόνια, είχε τη μεγάλη τύχη να μελετήσει μουσική με στον πατέρα του, τον γνωστό Ολλανδό συνθέτη Χέντρικ Άντρισσεν. Αργότερα, ολοκλήρωσε τις σπουδές του με τους Βαν Μπάαρεν και Μπέριο στη Χάγη, το Μιλάνο και το Βερολίνο. Τη δεκαετία του 1960, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της «Νέας Μουσικής» στην πατρίδα του, όπου ίδρυσε δύο πειραματικά σχήματα με διαφορετική σύνθεση οργάνων (τα ensembles «Perseverance» και «Hoketus») και όπου άρχισε να διδάσκει σύγχρονες συνθετικές τεχνικές στα 1974. Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο Άντρισσεν ανήκει στους μινιμαλιστές που διαφοροποιήθηκαν έντονα από τη λεγόμενη «Αμερικανική Σχολή», καθώς διαμόρφωσε το προσωπικό του ύφος αφομοιώνοντας στις δημιουργίες του πολυάριθμες και ποικίλες επιρροές από διάφορες εποχές και τάσεις: από τη μεσαιωνική μουσική και τον Μπαχ ως τον Άιβς και τον Στραβίνσκυ, αλλά και ως τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Μάιλς Ντέιβις. Έργο-ορόσημο στην καριέρα του θεωρείται «Η Πολιτεία» για τέσσερις γυναικείες φωνές και σύνολο, σύνθεση που ο Άντρισσεν εμπνεύστηκε από το ομώνυμο φιλοσοφικό έργο του Πλάτωνα. Η εργογραφία του είναι πλουσιότατη και καλύπτει ευρύτατο φάσμα οργανικών και φωνητικών συνδυασμών. Είναι επίσης γνωστός για τη μουσική που έχει γράψει για το σινεμά και ειδικότερα για ταινίες του Βρετανού κινηματογραφικού σκηνοθέτη Πήτερ Γκρήναγουεϊ.
Το κομμάτι Xenia είναι παραγγελία του Διεθνούς Διαγωνισμού Βιολιού του Βασιλικού Κολεγίου Μουσικής του Μάντσεστερ (2005) στον Άντρισσεν. Απαρτίζεται από τρία μέρη. Το πρώτο (Sarabande) και το δεύτερο (Caccia) παραπέμπουν σε δύο δημοφιλέστατες μουσικές φόρμες του 15ου και 16ου αιώνα, στον χορό σαραμπάντα και στην ιταλική κάτσια (κυνήγι, θήρα), ένα είδος κανόνα όπου η μία φωνή είναι σαν να κυνηγά την άλλη. Το τρίτο μέρος τιτλοφορείται «Τραγούδι», αφού ο μουσικός καλείται, παίζοντας βιολί, να τραγουδά με όσο το δυνατόν πιο φυσικό τρόπο. Οι στίχοι που ακούγονται είναι από το ποίημα Voyelles-Φωνήεντα (1871) του Γάλλου συμβολιστή Αρθούρου Ρεμπώ.
Τόμας Αντές (γεν. 1971) & Court Studies from the Tempest (2005)
Συνθέτης, αρχιμουσικός και σολίστ του πιάνου, ο Τόμας Αντές είναι αναντίρρητα ένας από τους πλέον πολυτάλαντους και δικαίως προβεβλημένους Βρετανούς καλλιτέχνες του 21ου αιώνα. Υπήρξε μαθητής του Πωλ Μπέρκοβιτς στο πιάνο και των Αλεξάντερ Γκερ και Ρόμπιν Χόλλογουεϊ στη σύνθεση. Οι δημιουργίες του έχουν τιμηθεί με ουκ ολίγες διακρίσεις (το 2000 υπήρξε ο νεαρότερος αποδέκτης του βραβείου Grawemeyer), ενώ οι ακαδημαϊκοί του τίτλοι δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητοι: καθηγητής σύνθεσης στη Βασιλική Ακαδημία Μουσικής του Λονδίνου και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Έσσεξ. Έχει διατελέσει επίσης Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ του Άλντεμπεργκ (1999-2008).
Το έργο του Τόμας Αντές που θα παρουσιάσει το Ελληνικό Συγκρότημα Σύγχρονης Μουσικής στην Αίθουσα ΔημήτρηςΜητρόπουλος την Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου, φέρει τον τίτλο Court Studies from the Tempest. Γράφτηκε για ενόργανο σύνολο ύστερα από παραγγελία του Φεστιβάλ του Άλντεμπεργκ στον Άγγλο δημιουργό (2005). Πρόκειται για μία προγραμματική σύνθεση για κλαρινέτο, βιολί, τσέλο και πιάνο που αποτελείται από έξι μέρη-«σπουδές» εμπνευσμένα από τη γνωστή όπερα του Αντές «Η τρικυμία». Οι δυναμικές της παρτιτούρας είναι συχνά ακραίες και το ηχητικό αποτέλεσμα συναρπαστικό, ενώ ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο ρόλος που καλείται να διαδραματίσει το κλαρινέτο κατά την εκτέλεση του έργου.
Θόδωρος Αντωνίου (γεν. 1935) & Celebration Xc (2005)
Η σειρά έργων του Αντωνίου υπό τον γενικό τίτλο Celebration έχει γραφτεί με αφορμή τον εορτασμό επετείων και σημαντικών γεγονότων στη ζωή φίλων και συνεργατών του συνθέτη. Το δεξιοτεχνικό κομμάτι Celebration X για ενόργανο σύνολο (κλαρινέτο, βιολί, βιολοντσέλο και πιάνο) είναι το δέκατο αυτής της σειράς. Είναι αφιερωμένο στην 25η επέτειο του μουσικού φεστιβάλ Hampden Sidney, και η ενορχήστρωσή του βασίζεται σε αυτή του Κουαρτέτου για το τέλος του χρόνου του Μεσσιάν. Τα πέντε μέρη του μπορούν να εκτελεστούν από τους σολίστ ελεύθερα με οποιαδήποτε σειρά, εκτός από το πέμπτο που είναι εμπνευσμένο από την αρχαιοελληνική τραγωδία και πρέπει πάντοτε να παίζεται τελευταίο.