Η Οδύσσεια, το μπαλέτο του John Neumeier βασισμένο στο ομηρικό έπος θα ανέβει στην ψηφιακή σκηνή του Μεγάρου (megarononline.gr), την Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020, στις 21:00. Το έργο παρουσιάστηκε σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση στο Μέγαρο το 1995, σε μουσική Γιώργου Κουρουπού, χορογραφία και σκηνοθεσία John Neumeier και σκηνικά και κοστούμια Γιάννη Κόκκου.
Aπό τη συνέντευξη του John Neumeier στην Angela Dauber
[Μετάφραση: Νίκος Καραναστάσης]
Η Οδύσσεια δεν είναι απλώς ένα μεγαλειώδες ποιητικό έργο, αλλά και ένας πολιτιστικός θησαυρός, μύθος μιας ολόκληρης εποχής, που για να τον αντιμετωπίσεις χρειάζεται να διαθέτεις τόλμη και εντελώς προσωπικά κίνητρα. Κάποια μέρα ήρθε να με βρει ο Δρ. Ντρέζε, με τον οποίο γνωριζόμαστε καλά από την εποχή που ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής στην Όπερα της Βιέννης, λέγοντάς μου ότι αυτό το διάστημα είναι καλλιτεχνικός σύμβουλος στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Μου εκμυστηρεύτηκε το όνειρό του να ανεβάσει στην Αθήνα μια χορευτική εκδοχή της Οδύσσειας. […] Δέχτηκα έτσι την πρόταση, θέτοντας βέβαια μοναδική προϋπόθεση το μπαλέτο που θα κάναμε να έχει τη δική του παρτιτούρα, να γραφτεί γι’ αυτό καινούρια μουσική, που θα την αναλάμβανε κάποιος έλληνας συνθέτης. Μου έστειλαν κατόπιν εκατοντάδες μαγνητοταινίες. Άκουσα πολλά ενδιαφέροντα κομμάτια ελλήνων συνθετών της εποχής μας, ώσπου διάλεξα τελικά τον Γιώργο Κουρουπό. […]
Το στοιχείο που με γοήτευε περισσότερο, την πρώτη φορά που ξαναδιάβασα μετά από χρόνια το κείμενο, ήταν ο διάλογος ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ένας διάλογος που διεξάγεται με πολύ ανθρώπινο τρόπο και στη διάρκεια του οποίου οι θεοί αποκαλύπτονται εξανθρωπισμένοι ως προς τα κίνητρα και τις πράξεις. Ωστόσο, επηρεάζουν ουσιαστικά τη μοίρα των ανθρώπων, χωρίς όμως να την καθορίζουν απόλυτα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι θεοί προσδιορίζουν την πορεία, οι άνθρωποι όμως έχουν πέρα για πέρα τη δυνατότητα να αποφασίσουν πώς θα συμπεριφερθούν. Μετά από την αρχική επιρροή των θεών και μια φάση όχι αυτεξούσια, φτάνει η στιγμή όπου ο άνθρωπος αυτοπροσδιορίζεται. Αυτή η στιγμή της ανθρώπινης ελευθερίας και η εθελούσια επιλογή του καλού ή του κακού είναι στοιχεία που φέρνουν, νομίζω, τις αρχαίες θρησκευτικές αντιλήψεις αρκετά κοντά στη χριστιανική πίστη. […]
Από τη στιγμή που θα αποφασίσεις να χορογραφήσεις κάτι που αφορά μεγέθη όπως η Οδύσσεια, πρέπει να κάνεις ένα παραπέρα βήμα και να ομολογήσεις με συνέπεια το εξής: αυτό που είμαι σε θέση να κάνω δεν μπορεί να είναι η Οδύσσεια του Ομήρου. […]
Στη διήγηση τίποτα δεν παρουσιάζεται με απόλυτη χρονολογική σειρά, εκτός από την αφήγηση του Οδυσσέα που ξεκινά στην ένατη ραψωδία. Παρ’ όλα αυτά ο αναγνώστης δεν αισθάνεται ποτέ μπερδεμένος και, σε γενικές γραμμές, έχει την αίσθηση ότι γνωρίζει σε ποιο σημείο της δράσης βρίσκεται. […]
Εντελώς συναισθηματικά, αποκρυσταλλώθηκε σιγά σιγά μέσα μου ένας άλλος πυρήνας: ο πόλεμος. Σ’ αυτό το έργο δεν γίνεται να τον ξεχάσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει Οδύσσεια χωρίς να προηγηθεί ο Τρωικός Πόλεμος που μας διηγείται ο Όμηρος στην Ιλιάδα, ένας πόλεμος που πρέπει οπωσδήποτε να ήταν φοβερός. Κράτησε δέκα χρόνια και οδήγησε μια ολόκληρη πόλη στην καταστροφή. Στον πόλεμο βρίσκεται η λύση ως προς τα πραγματικά αίτια της μακρόχρονης περιπλάνησης. […]
Η Οδύσσεια είναι ένα υλικό επικίνδυνο. Όποιος βλέπει ένα μπαλέτο, ένα θεατρικό έργο, μια όπερα ή μια ταινία γύρω από αυτό το θέμα, πιστεύω πως νιώθει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, απογοήτευση. Δεν παρακολουθείς ό,τι παρακολουθείς απροκατάληπτος. Χωρίς να έχεις επίγνωση του φαινομένου, έχεις ήδη μέσα στο μυαλό σου κάποια εικόνα, και απογοητεύεσαι αν δεν τη βρεις, και το θέαμα φωτίσει κάποια άλλη πλευρά από αυτή που εσύ θεωρείς σημαντική. […]
Τα θέματα του θεάτρου «Νο» παρουσιάζουν εκπληκτικές αναλογίες με τα θέματα της Οδύσσειας, όπως είναι η πάλη ανάμεσα στον θεό και τον άνθρωπο, η θεότητα που παραστέκεται στον άνθρωπο, οι φανταστικές αλλαγές και μεταμορφώσεις, οι άνθρωποι που εμφανίζονται σαν πνεύματα, τέρατα, μάγισσες. […]
Το «Νο» μού έδωσε το κλειδί για να λύσω το πρόβλημα της φόρμας του θεάματος, μια απέριττη, ξεκάθαρη φόρμα για ένα εξωτερικό και εσωτερικό ταξίδι. Ακόμη και η παραδοσιακή χρήση της μουσικής στο θέαμα «Νο», που περιορίζεται σε λίγα όργανα με φειδωλές, καθαρά σολιστικές, παρεμβολές, επηρέασε τη μουσική σύλληψη. […]
Η προσήλωσή μας σε έναν ενιαίο χώρο επηρεάστηκε οπωσδήποτε ουσιαστικά από την αίθουσα όπου θα γίνει η πρεμιέρα. Το Μέγαρο στην Αθήνα δεν είναι θεατρική αίθουσα με την παραδοσιακή έννοια, δεν έχει δηλαδή «ιταλική» σκηνή, προσκήνιο κτλ. Γι’ αυτό ο Γιάννης Κόκκος αποφάσισε να τονίσει αυτές τις ιδιομορφίες και να τις ενσωματώσει στο σκηνικό του. Ο χώρος που έφτιαξε προσαρμόζεται τόσο ως προς την αρχιτεκτονική του όσο και ως προς το υλικό (είναι ένα σκηνικό κατασκευασμένο από ξύλο) σε αυτή την αίθουσα.