Παρασκευή, 29 Ιουνίου 1956. Ούτε δέκα το πρωί δεν ήταν καλά – καλά. Ο ήλιος πάντως, έμπαινε σαν αχόρταγος πρωτάρης εραστής από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα μοιράζοντας χρυσά χάδια στους τοίχους, στα έπιπλα και σε όλες εκείνες τις ατέλειωτες ντάνες των βιβλίων, πάνω στις οποίες σκουντουφλούσαν ιδιοκτήτες, μα και καλεσμένοι σε καθημερινή βάση. Άρωμα καφέ απλωνόταν από τη μία άκρη του διαμερίσματος ως την άλλη, ωστόσο κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα εάν οι κουρτίνες αναριγούσαν απλώς στην καυτή αναπνοή του καλοκαιριού ή στο παρακλητικό «Let me go, lover» της Patti Page που ακουγόταν από το ραδιόφωνο. Είχε κιόλας βολευτεί στην αγαπημένη του ψάθινη πολυθρόνα ο θεατρικός συγγραφέας με τα πόδια του τεντωμένα στο χαμηλό τραπεζάκι απέναντι. Το πούρο κρεμόταν σαν σε καταστολή στα χείλη του, ενώ ο «Οδυσσέας» του Τζόυς, βρισκόταν για δεύτερη φορά στα χέρια του σαν απασφαλισμένο αναγνωστικό πιστόλι. Όταν ξύπνησε η ξανθιά ηθοποιός και ανακλαδίστηκε μπροστά του τυλιγμένη στη λευκή ρόμπα της, την κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια σα να προσπαθούσε να διαρρήξει την ψυχή της. «Δεσμεύομαι να σε κάνω πάντα να χαμογελάς. Ανέμελα, όπως τώρα. Παντρέψου με σήμερα, μικρή», τής ζήτησε φιλώντας το χέρι της. «Αν καταφέρεις, Άρθουρ Μίλερ, να κάνεις ένα κορίτσι να χαμογελάσει με την καρδιά του έστω μια φορά, μπορείς να το πείσεις να κάνει οτιδήποτε. Ακόμα και να σου πει το ναι», τού έκλεισε πονηρά το μάτι εκείνη.
Αυτή ήταν η θρυλική Μέριλιν Μονρόε. Καλή, αλλά όχι κι άγγελος. Αμάρταινε περιστασιακά, αλλά δεν ήταν και ο διάβολος. Ήταν ένα μικρό κορίτσι μες σε ένα μεγάλο κόσμο, όπου γύρευε εναγωνίως να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ένα κορίτσι υπέρ το δέον ελκυστικό, με προβληματική παιδική ηλικία, ένα σωρό κατάλοιπα αλλά και καλά κρυμμένες ανασφάλειες, που χάρη στα παιχνίδια του με το φακό και τους άνδρες, πέρασε γρήγορα στη συνείδηση του Αμερικανικού λαού και όχι μόνο, ως το απόλυτο σύμβολο του σεξ και της λαγνείας. Ένα κορίτσι που κατάλαβε από νωρίς ότι η εύκολη ζωή είναι δύσκολη υπόθεση. Ότι αν πρόκειται να είσαι διπρόσωπος, καλό θα ήταν να κάνεις το ένα από τα δύο πρόσωπα ακαταμάχητο. Ότι η καριέρα είναι θεόσταλτο δώρο που όμως δε θα σου επιτρέψει να κουλουριαστείς μαζί του τις μοναχικές σου νύχτες, και ότι αν τύχει και χάσεις επαφή με τον εαυτό σου, δε θα έχει κανένα απολύτως νόημα να ελπίζεις στην επαφή με τους άλλους. Γεννημένη την 1η Ιουνίου 1926 και παιδί αγνώστου πατρός και ψυχολογικά διαταραγμένης μητρός, έμελλε να γνωρίσει την επιτυχία με τις ταινίες «Η ζούγκλα της ασφάλτου» και «Όλα για την Εύα», ενώ επίσης να προκαλεί σκάνδαλα με τις προκλητικές της φωτογραφήσεις και τις σχέσεις της με το άλλο φύλο. Αυτή ήταν η αινιγματική Μέριλιν Μονρόε που χωρίς να προσπαθήσει πολύ στα τριάντα της, μάγεψε τον σαρανταενάχρονο Άρθουρ Μίλερ.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο άνδρας με το τετραπέρατο συγγραφικό ταλέντο, τις άνετες εναλλαγές των έργων και των διαθέσεών του από το ρεαλισμό στον εξπρεσιονισμό και τον ιμπρεσιονισμό, αυτός που βρέθηκε ενώπιον της επιτροπής του Μακάρθι κι αρνήθηκε να δώσει ονόματα φιλο – κομμουνιστών με κίνδυνο να φυλακιστεί, πλάι της δυστυχώς θα διαπίστωνε πως είναι θλιβερό κάποιος που ξέρεις να γίνεται κάποιος που ήξερες, πως πολλές φορές οι λαμπεροί άνθρωποι διάγουν βίους απελπισίας και πως το να είσαι σύμβολο ερωτισμού είναι βαρύ φορτίο, ειδικά εάν είσαι μια κουρασμένη, μπερδεμένη και βαθιά πληγωμένη γυναίκα. Ο Μίλερ που δεν δίστασε να ασκήσει οξεία κριτική στην αμερικανική κοινωνία καταγγέλλοντας τον ρατσισμό, την κερδοσκοπία και τη γενικευμένη αδιαφορία της, θα ζούσε τέσσερα βωβά χρόνια με τη Μονρόε. Ο δημιουργός των εμβληματικών «Ο θάνατος εμποράκου», «Ήταν όλοι τους παδιά μου», «Οι Μάγισσες του Σάλεμ» και «Πάνω από τη γέφυρα», θα παρακολουθούσε τη σύζυγό του να κλείνεται σταδιακά στον εαυτό της, να καπνίζει πάνω από άδεια μπουκάλια με αλκόολ και να πασχίζει για να πνίξει σε αυτό τις στενοχώριες της. Δεν ήξερε άραγε η Μέριλιν πως αυτές ήταν δεινές κολυμβήτριες, και ότι αργά ή γρήγορα θα τη νικούσαν; Ο Άρθουρ Μίλερ, γεννημένος από Εβραίους γονείς στις 17 Οκτωβρίου 1915 κι επίμονος παρατηρητής του κόσμου, του εαυτού του και μιας αγάπης που βάλτωνε, συνήθιζε να κρατά ένα ημερολόγιο για τη Μέριλιν. Κάθε φορά που την ένιωθε όλο και πιο μακριά του, σιγουρευόταν πως υπάρχει βαθιά σκιά εκεί όπου υπάρχει πολύ φως, πως το βασικότερο πρόβλημα σε ένα γάμο είναι ότι ερωτεύεσαι μια προσωπικότητα και στο τέλος αναγκάζεσαι να ανεχτείς έναν ιδιότροπο χαρακτήρα, πως στην κόλαση οδηγούμαστε όχι για όσα κάνουμε, αλλά για όσα παραλείπουμε και πως από ένα σημείο κι έπειτα, με τη Μέριλιν δεν ήταν ότι δεν ταίριαζαν. Απλώς, δεν είχαν τίποτα να πουν.
Όσο εκείνη πάλευε με τους δαίμονες, τη μέθη και τη μοναξιά της, τον κατηγορούσε πως λογάριαζε την Τέχνη του σημαντικότερη από την ίδια. Επέμενε πως δεν αγαπούν όσοι δεν δείχνουν την αγάπη τους και έκλαιγε μέρα νύχτα μπροστά σε καθρέφτες μονολογώντας πως οι άνθρωποι που έχουν τις περισσότερες επιλογές, είναι κι αυτοί που έχουν συνήθως το πάνω χέρι στις σχέσεις, ενώ ήταν βέβαιη πως ο Θεός δεν θα πρόσεχε όσα έγραφε ή διάβαζε κλεισμένος με τις ώρες στο γραφείο του, μα θα τον τιμωρούσε για τις πληγές της αποξένωσης που τής είχε ανοίξει. Στις 5 Αυγούστου 1962, κι αφού είχαν χωρίσει οριστικά κι αμετάκλητα, έδωσε τέλος στη ζωή της. Τα υπνωτικά χάπια που κατανάλωσε έκαναν τη δουλειά τους με αποτέλεσμα τα εκφραστικά της μάτια να κλείσουν για πάντα. Όταν ο θάνατός της έκανε το γύρο του κόσμου και μαζί κάθε τρελό ή λογικό σενάριο συνωμοσίας γι’ αυτόν, ο Μίλερ είχε ξαναφτιάξει τη ζωή του, μα δε θα παρέλειπε ποτέ την τελευταία σελίδα στο ημερολόγιό του. Δε συμφωνούσε με τον Νόρμαν Μέιλερ που για τους δυο τους είχε πει πως το Μεγάλο Αμερικανικό μυαλό είχε σμίξει με το Μεγάλο Αμερικανικό κορμί. Για αυτόν η ένωσή τους ήταν κάτι βαθύτερο. Ήταν το ίδιο το κυνήγι της ευτυχίας. Κι όπως έλεγε και ο Ευγένιος Ο’ Νιλ, είναι σπουδαίο παιχνίδι το κυνήγι της ευτυχίας, ακόμα κι όταν το χάνεις.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Marilyn Monroe and Arthur Miller by Samuel Goldstein-1956