Αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή και συνδέθηκε αναπόσπαστα με τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στις 16 Δεκεμβρίου γιορτάζει τα Χριστούγεννα στο Μέγαρο Μουσικής με τον Μεσσία του Γκέοργκ Φρήντριχ Χέντελ. Μια από τις υψηλότερες κορυφές του μπαρόκ και η δημοφιλέστερη σύνθεση του δημιουργού της, το ορατόριο Μεσσίας αφηγείται την ιστορία του Ιησού και με τη μελωδικότητά του οδηγεί τον ακροατή σε κατάσταση ψυχικής ευδαιμονίας. Μια μοναδική εμπειρία ακρόασης που εγκαθίσταται στην καρδιά όσων τη βιώσουν. Σολίστ, η Νίνα Κουφοχρήστου (υψίφωνος), η Χρυσάνθη Σπιτάδη (μεσόφωνος), ο Αλέξανδρος Τσιλογιάννης (τενόρος) και ο Σάιμον Ρόμπινσον (βαθύφωνος). Συμμετέχουν, η Χορωδία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων. Τη συναρπαστική ανάγνωση του έργου εγγυάται ο φημισμένος μαέστρος του μπαρόκ και σε βάθος γνώστης του Χέντελ, Κρίστιαν Κέρνιν.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΓΚΕΟΡΓΚ ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΧΕΝΤΕΛ (1685–1759)
Μεσσίας, ορατόριο HWV 56
ΣΟΛΙΣΤ
Νίνα Κουφοχρήστου, υψίφωνος
Χρυσάνθη Σπιτάδη, μεσόφωνος
Αλέξανδρος Τσιλογιάννης, τενόρος
Σάιμον Ρόμπινσον, βαθύφωνος
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Κρίστιαν Κέρνιν
ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
Χορωδία της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης
Χορωδία του Δήμου Αθηναίων
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία της Έφης Μηνακούλη για τους κατόχους εισιτηρίων
Το σχόλιο της Χρυσάνθης Σπιτάδη
Ο Μεσσίας του Χέντελ είναι ένα ορατόριο κλασσικό, πολυπαιγμένο, με διαφορετικές ερμηνείες γεγονός που δημιουργεί ανάλογες αξιώσεις. Αποτελεί μια πρόκληση τεχνικά κι ερμηνευτικά, προκειμένου να μεταφερθεί στο παρόν ένα έργο παλαιάς μουσικής από τη σύνθεση της οποίας μας χωρίζουν αρκετοί αιώνες. Η σύμπραξη με την ΚΟΑ, μια ορχήστρα ιστορική, είναι τιμή και χαρά μου.
Το σχόλιο του Αλέξανδρου Τσιλογιάννη
Ο Μεσσίας είναι ένα υπέροχα εκφραστικό μουσικό έργο. Αν και παίζεται σε «ύφος συναυλίας» είναι σε μεγάλο βαθμό γραμμένο σαν όπερα και παίζεται με πάθος και γνήσια φροντίδα για τα λόγια και τη μουσική. Η ιστορία στον Μεσσία είναι το παν.
Για την ιστορία…
ΓΚΕΟΡΓΚ ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΧΕΝΤΕΛ (1685 – 1759)
Μεσσίας, ορατόριο HWV 56
Η καλλιτεχνική περίοδος 1740-41 ήταν πολύ κακή για τον Χέντελ, ο οποίος μετά από τριάντα πολύ παραγωγικά και συχνά δύσκολα χρόνια στο Λονδίνο και πολλές επιτυχημένες παραγωγές βρέθηκε αντιμέτωπος με την χλιαρή υποδοχή που επεφύλαξε το κοινό στις όπερες «Ιδομενέας» και «Δηιδάμεια». Αποφασισμένος να στραφεί προς τη σύνθεση ορατορίων, αποδέχεται την πρόσκληση του Ουίλιαμ Κέιβεντις, τρίτου Δούκα του Ντέβονσαϊρ να επισκεφθεί το Δουβλίνο. Στις 18 Νοεμβρίου του 1741 φτάνει στο Δουβλίνο έχοντας μαζί του ένα φορητό όργανο, αρκετούς μουσικούς και πολλά μουσικά έργα, ανάμεσα στα οποία και το τελευταίο του Ορατόριο με τίτλο «Μεσσίας».
Ο Χέντελ συνέθεσε τον Μεσσία, το έκτο του ορατόριο, σε λιγότερο από έναν μήνα το καλοκαίρι του 1741 γράφοντας ακατάπαυστα πάνω στο κείμενου του Τσαρλς Τζένενς, με σκοπό να παρουσιάσει το έργο στο Λονδίνο το Πάσχα του 1742. Ο Τζένενς βάσισε το πρωτότυπο λιμπρέτο σε κείμενα της Αγίας Γραφής που προφητεύουν τον ερχομό του Μεσσία, με σκοπό να στηρίξει τη θεωρία, ότι o Ιησούς Χριστός ήταν όντως ο Μεσσίας που υπόσχονταν οι Ιουδαίοι προφήτες. Το λιμπρέτο δεν αφηγείται την ιστορία του Ιησού και το έργο δεν επιχειρεί να την αναπαραστήσει και σε αντίθεση με τα άλλα ορατόρια του Χέντελ δεν έχει συγκεκριμένη δραματική πλοκή ούτε κεντρικούς χαρακτήρες. To πρώτο μέρος εξαγγέλλει την προφητεία για τον γέννηση του Χριστού, το δεύτερο εξυμνεί την θυσία Του για την σωτηρία της ανθρωπότητας και το τρίτο μέρος προαναγγέλλει την Ανάστασή Του.
Αυτή την ιδιομορφία του κειμένου αξιοποίησε ιδιαίτερα δημιουργικά ο Χέντελ. Διατήρησε μεν τα κύρια μουσικά συστατικά του ορατορίου όπως και της όπερας, τα ρετσιτατίβι, τις άριες και τα χορικά, διαφοροποίησε όμως τη χρήση και τον χαρακτήρα τους. Τα ρετσιτατίβι στον Μεσσία αντί για αφηγηματικό χαρακτήρα και απλή συγχορδιακή συνοδεία είναι μουσικά στιγμιότυπα με έντονη εκφραστικότητα, η οποία επιτείνεται από τη συνοδεία της ορχήστρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το πρώτο ρετσιτατίβο του έργου “Comfort ye”, το οποίο αποδίδεται από τον τενόρο και συναγωνίζεται σε μελωδικότητα την άρια “Every Valley” που ακολουθεί. Κάποιες άριες του έργου όπως “He was despised”, “The trumpet shall sound”, “Rejoice greatly” διατηρούν τη μορφή της άριας da capo, οι περισσότερες όμως είναι λιγότερο εκτεταμένες. Σε άλλες ακολουθεί άμεσα το χορικό, όπως για παράδειγμα στις άριες “O thou that tellest good tidings” και “Why do the nations,” η οποία καταλήγει στο χορικό “Let us break their bonds asunder”. Οι περισσότερες άριες λειτουργούν σαν ντουέτα ανάμεσα στον τραγουδιστή και το οργανικό σύνολο καθώς μοιράζονται το ίδιο μελωδικό υλικό, ενώ σε άλλες η οργανική συνοδεία εντείνει τον χαρακτήρα του κειμένου, όπως το έντονο μοτίβο των εγχόρδων στην άρια “Thou shalt break them” ή οι επαναλαμβανόμενες νότες στην άρια “Why do the nations”.
Στο επίκεντρο του «Μεσσία» βρίσκονται τα χορικά, κατά περίσταση μεγαλοπρεπή και επιβλητικά, όπως το πρώτο χορωδιακό του έργου “And the Glory of the Lord”, ή ουράνια και ανάλαφρα, όπως το “Glory to God”, όπου η χορωδία επαναλαμβάνει το μήνυμα των αγγέλων μέχρι που χάνεται στον ουρανό. Όσον αφορά στο μουσικό ύφος, διακρίνουμε κάποια χορικά με πολυφωνική υφή βασισμένα στη μίμηση ενός θέματος από όλες τις φωνές διαδοχικά “He trusted in God”, “Amen”, “And with his stripes”, ενώ άλλα όπως το “All we like sheep”, “For unto us” και ”His yoke is easy” αποτελούν εξέλιξη παλαιότερων συνθέσεων του Χέντελ για δύο φωνές που αναπτύχθηκαν και προσαρμόστηκαν ιδανικά στις ανάγκες του ορατορίου. Τέλος στα πολύ δημοφιλή χορικά, όπως το “Hallelujah”, ο Χέντελ για κάθε ποιητική φράση δημιουργεί μια μελωδική γραμμή που υπογραμμίζει το νόημά της και η οποία ακούγεται πότε μονοφωνικά και πότε μπλέκεται σε μια πολυφωνική υφή καθώς επαναλαμβάνεται από τις τέσσερεις φωνές.
Ο Χέντελ πριν την παρουσίαση του Μεσσία στο Δουβλίνο οργάνωσε έξι συναυλίες τον Δεκέμβριο του 1741 και άλλες έξι τον Φεβρουάριο του 1742 παρουσιάζοντας τα ορατόρια «Εσθήρ» και «Σεούλ» και την Καντάτα «Άκις Γαλάτεια», που είχαν ήδη παιχθεί με επιτυχία στο Λονδίνο. Το κοινό του Δουβλίνου αναγνώρισε την εξαιρετική αξία της μουσικής του Χέντελ και δέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό την ανακοίνωση ότι τον Απρίλιο επρόκειτο να παρουσιαστεί για πρώτη φορά το νέο ορατόριο του συνθέτη «Μεσσίας», το οποίο δεν είχε ακόμα παιχθεί στο Λονδίνο.
Η παράσταση ορίστηκε για τις 13 Απριλίου του 1742. Τα εισιτήρια προ πωλήθηκαν πολύ γρήγορα και οι διοργανωτές που κλήθηκαν να χωρέσουν 700 άτομα σε έναν χώρο που χώραγε μόνο 600 αναγκάστηκαν να προειδοποιούν μέσω του τύπου τους άντρες να έρθουν χωρίς τα ξίφη τους και τις κυρίες να μην φορέσουν τα κρινολίνα τους ,για να χωρέσουν μέσα στην αίθουσα! Ο τύπος της εποχής έγραψε εγκωμιαστικά σχόλια αλλά ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα σχόλια του ίδιου του Χέντελ ο οποίος έγραψε στο Τζένενς: «χωρίς έπαρση, η παράσταση έγινε δεκτή με γενική επιδοκιμασία. H signora Avolio… άρεσε πάρα πολύ… βρήκα έναν άλλο τενόρο ο οποίος με ικανοποίησε πολύ, οι μπάσοι και οι κόντρα τενόροι είναι πολύ καλοί, και οι υπόλοιποι χορωδοί υπό τη διεύθυνσή μου πήγαν πολύ καλά, όσο για τα όργανα είναι εξαιρετικά και η μουσική ακούγεται τόσο απολαυστικά σε αυτή την αίθουσα που μου φτιάχνει τόσο την διάθεση… που έπαιξα στο όργανο με μεγαλύτερη επιτυχία από ποτέ». Στη θερμή υποδοχή του έργου συνέβαλε και το γεγονός ότι η πρώτη παρουσίαση έγινε για φιλανθρωπικό σκοπό και τα έσοδα διατέθηκαν για τη βελτίωση των συνθηκών σε φυλακές και νοσοκομεία του Δουβλίνου.
Μετά την επιτυχία του Μεσσία στο Δουβλίνο ο Χέντελ παρουσίασε το έργο στις 23 Μαρτίου του 1743 στο Covent Garden Theater του Λονδίνου με τον τίτλο «Νέο Θρησκευτικό Ορατόριο», όπου όμως έγινε δεκτό με κάποιο σκεπτικισμό, κυρίως για το αν ήταν σωστό τα κείμενα της Αγίας Γραφής να τραγουδιούνται στο θέατρο.
Το έργο παρέμεινε ανάμεσα στα αγαπημένα του Χέντελ, που τα περιλάμβανε κάθε χρόνο στη φιλανθρωπική συναυλία για τη στήριξη του Foundling Hospital (ένα ίδρυμα για φτωχά και εγκαταλελειμμένα παιδιά). Στις 6 Απριλίου του 1759 με σοβαρά προβλήματα υγείας θέλησε να παρακολουθήσει την παράσταση του Μεσσία στο Covent Garden. Έξι ημέρες μετά πέθανε στο σπίτι του.
– Έφη Μηνακούλη