Γιατί τότε, μέσα σε αυτή την ταραγμένη και αβέβαιη περίοδο, μια νέα γενιά δημιουργών, βρίσκει τη φωνή της, έχοντας ταυτόχρονα απορροφήσει τις διδασκαλίες του παρελθόντος, αλλά και τις ποικιλόμορφες νεωτεριστικές τάσεις. Κορυφαία μορφή, μεταξύ των εκπροσώπων της, ο πολυστυλιστικός Άλφρεντ Σνίτκε – ένας αυθεντικός, όσο και παραγωγικός δημιουργός – από τη γέννηση του οποίου το 2024 συμπληρώνονται 90 χρόνια. Η βραδιά ανοίγει με το αριστουργηματικό Κοντσέρτο του για βιόλα και ορχήστρα (1983) και κλείνει με τη Σουίτα Γκόγκολ (1980) – τη σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ «Ο επιθεωρητής». Στην καρδιά της συναυλίας που τιμά ακόμα τα 50 χρόνια από τον θάνατο του επιδραστικού Ντμίτρι Σοστακόβιτς, τα συγκλονιστικά Έξι ποιήματα της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, για κοντράλτο και ορχήστρα δωματίου (1973). Η μουσική διεύθυνση ανήκει στον ευφάνταστο Νίκο Βασιλείου που οδηγεί την ορχήστρα αλλά και τους διακεκριμένους σολίστ, Ηλία Σδούκο και Μαρία Κατσούρα.

Το πρόγραμμα με μια ματιά:

  • ΑΛΦΡΕΝΤ ΣΝΙΤΚΕ (1934 – 1998)
    Κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα
  • ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (1906-1975)
    Έξι ποιήματα της Μαρίνα Τσβετάγιεβα, για κοντράλτο και ορχήστρα δωματίου, έργο 143α
  • ΑΛΦΡΕΝΤ ΣΝΙΤΚΕ (1934 – 1998)
    Σουίτα «Γκόγκολ», από τη σκηνική μουσική για το θεατρικό έργο του Νικολάι Γκόγκολ «Ο επιθεωρητής», διαμόρφωση: Γκ. Ροτσντεστβένσκυ

ΣΟΛΙΣΤ
Ηλίας Σδούκος, βιόλα
Μαρία Κατσούρα, μεσόφωνος

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Νίκος Βασιλείου

Το σχόλιο της Μαρίας Κατσούρα

Τα Έξι Ποιήματα είναι ένα έργο, χαρακτηριστικό της μουσικής γραφής του Σοστακόβιτς, εσωστρεφές και ταυτόχρονα εξωστρεφές, σκούρο, σκοτεινό, έντονα δραματικό, σχεδόν Οπερατικά Θεατρικό, πλούσιο σε ηχοχρώματα, που δίνει με ανάγλυφο τρόπο συναισθήματα και εικόνες της τραγικότατης ζωής της ποιήτριας, όπως αυτά γράφονται στα έξι αυτά ποιήματα. Τον πόνο, την απελπισία, την απόγνωση όταν κραυγάζει για βοήθεια… Το μεγάλο ευχαριστώ, στο τέλος, προς την ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, πιστή φίλη δίπλα της.

Το σχόλιο του Νίκου Βασιλείου

Από την εποχή της ΕΣΣΔ… μουσική από μια εποχή-μεταίχμιο, λίγο πριν μια κοσμογονική σχεδόν αλλαγή.

Ο παλιός κόσμος, σβήνοντας, βυθίζεται στα αδιαμφισβήτητα πνευματικά και πολιτισμικά του επιτεύγματα, έχοντας ωστόσο – μέσα στο ασφυκτικά σκληρό κέλυφός του – μεταλαμπαδεύσει τόσο την απαράμιλλη γνώση του όσο και την επιτακτική ανάγκη να ξαναπροσεγγυσθεί ο άνθρωπος.

Απ’ τη μια μεριά η τιτάνια μορφή του Σοστακόβιτς, σκύβει ευλαβικά πάνω απ’ την τραγική μούσα της εποχής του, Μαρίνα Τσβετάγεβα, που ο λόγος της – όσο κι η ίδια της η ζωή – αποτύπωσαν τον ζόφο τής, σχεδόν παρανοϊκής, καταπίεσης που περίσφιξε τόσο αυτήν, όσο και την πλειονότητα του πνευματικού της περίγυρου.

Η ίδια επικριτική σφραγίδα του Κόμματος που ταλάνισε το είναι του Σοστακόβιτς, η λογοκρισία, σημάδεψε και τον Σνίτκε, που για χρόνια βιοπορίστηκε γράφοντας μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο – γεγονός που μάλλον συνέτεινε στη δημοφιλία του, παρά την μείωσε -. Ακούγοντας τη σουίτα ”Γκόγκολ” καταλαβαίνει κανείς το γιατί.

Φαίνεται πως, μέσα στην πολυδαίδαλη δημιουργική τους σκέψη, η ανάγκη να ”ξορκίσουν” το Δαίμονα, εκφράστηκε με ακραίες σαρκαστικές χειρονομίες. Ο Σοστακόβιτς εκτοξεύει πυροτεχνήματα παρελάσεων, μουσικές χειρονομίες συνοδείας βωβού κινηματογράφου και Εβραϊκές μελωδίες, γκροτέσκα παραμορφώνοντας τη σοβαροφανή πολιτική ηγεσία, σαν να ήταν παρέλαση τσίρκου.

Ο Σνίτκε, αντίστοιχα, χρησιμοποιεί την ”πολυστυλιστικότητα”, κάθε σύνθεσή του φλερτάρει απ’ το Μοντεβέρντι μέχρι τον Στοκχάουζεν και απ’ τον Χάυντν ως τον Πιατσόλλα, την τζάζ ακόμα και τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό. Καταδύεται ελεύθερα στο παρελθόν και μας το ξαναπαρουσιάζει σαν μια σουρρεαλιστική έκθεση ιδεών του ανθρώπινου πνεύματος που πρέπει να τις ξαναδούμε μέσα απ’ το δικό του μεγεθυντικό φακό – όπως χαρακτηριστικά είπε γι’ αυτόν ο Κούρτ Μαζούρ: «Είναι ένας από τους μεγαλύτερους ανθρωπιστές που εργάστηκαν ποτέ στην τέχνη της μουσικής»