Ο φετινός εορτασμός των Χριστουγέννων, σίγουρα δεν θα μοιάζει με τους προηγούμενους, ούτε και με τους επόμενους βέβαια. Κάποιοι λοιπόν, περιμένουν με ανυπομονησία τις ημέρες με τα πολύχρωμα λαμπάκια, τα νόστιμα γλυκίσματα, τις ανταλλαγές από καρδιάς δώρων, το στόλισμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου καθώς ακούγεται η φωνή του Φρανκ Σινάτρα, τα κάστανα από το τζάκι που θα καθαρίζει η γιαγιά καθισμένη σε ένα σκαμνί με πολύχρωμο κουβερλί, τις αγκαλιές, τις ελπίδες που συνοδεύουν οι ευχές για ένα όμορφο νέο μέλλον, από την επόμενη ημέρα κιόλας. Από την άλλη, είναι και εκείνοι που θεωρούν τα Χριστούγεννα, μια αμιγώς καπιταλιστική εορτή, η οποία έχει εναποθέσει όλη της την «ουσία» στο φαίνεσθε, στα δώρα, στα χρήματα, ενώ ο εσωτερικός πόνος και τα δεινά κατακλύζουν τους ανθρώπους.
Η φράση του Τσάρλς Μπουκόφσκι «Εγώ θα ήθελα ένα Δεκέμβρη με φώτα σβηστά και ανθρώπους αναμμένους» , αντικατοπτρίζει πλήρως αυτή την οπτική της απαξίωσης των εορτών, αφού πρώτα τις απαξίωσαν οι ίδιοι οι άνθρωποι, με τις υπέρογκες πλασματικές τους ανάγκες. Οι ποιητές λοιπόν που έχουμε επιλέξει, δημιουργούν τα δικά τους Χριστούγεννα, που μας χωρούν όλους και όλες, είτε για καλό, είτε αποτελούν τροφή για σκέψη.
Τάσος Λειβαδίτης, Παραμονή Χριστουγέννων
(σ’ ένα στρατιωτικό αντίσκηνο στο μέτωπο)
[…] «Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο
δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου
μα είναι πολλά χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου
πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Έχει αρκετή θέση για να πεθάνεις.
Θα ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά
όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.
[…] Η ασετυλίνη που σφυρίζει στη γωνιά
ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.
Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.
-Θωμά, πάρε τσιγάρο
και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.
Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι
απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.
Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου.
Ο Θωμάς σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα
και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα.
Το άλλο του χέρι είναι κομμένο.
Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει
μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του
θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.
Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.
Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά
η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.
Συλλογιέσαι τα άστρα πίσω απ’ την καταχνιά
σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.
Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη
χώσε τα χέρια σου.
-Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.
Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.»
Μίλτος Σαχτούρης, Χριστούγεννα 1948
Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου
Μίλτος Σαχτούρης, Ο νεκρός στις γιορτές
Ἐδῶ και πολλά χρόνια
σαν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
(αὐτός) ὁ νεκρός γεννιέται μέσα μου
δε θέλει δῶρα δε θέλει χρήματα
πάγο και χρόνια χιόνια και πάγο
σκισμένα ροῦχα ἀχνά παπούτσια
ὁ χρυσός νεκρός θα βγεῖ ἔξω
δεν τον γνωρίζει κανένας τον ἀλήτη νεκρό
θα κάτσει στο πικρό καφενεῖο να πιεῖ τον καφέ του
κι ὕστερα πάλι σε λίγες μέρες
ἥσυχα θα πεθάνει (ὁ νεκρός)
ὅταν ἔρθει ὁ χρόνος κι ὅλες οἱ ρόδες
κόκκινες ὅπως πρῶτα θὰ γυρίζουν πάλι.
Ζωή Καρέλη, Το ταξίδι των μάγων
Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.
Φερνάντο Πεσσόα, Χριστούγεννα
“Γεννιέται ένας Θεός. Άλλοι πεθαίνουν. Η αλήθεια
ούτε ήρθε, ούτε υπήρξε: το λάθος άλλαξε
έχουμε τώρα μια ανταλλάξιμη αιωνιότητα
κι ήταν πάντα καλύτερο αυτό που συνέβη.
Τυφλή γνώση οργώνει το άχρηστο χώμα
τρελή πίστη ζει της λατρείας το όνειρο.
Ένας νέος Θεός είναι μόνο μια έκφραση,
κι αυτό είναι όλο.
Μην ερευνάς, μην εμπιστεύεσαι:
όλα είναι άλυτο αίνιγμα.”
Τάσος Λειβαδίτης, η Γέννηση
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ’δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία».
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ’χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’
αυτό.
Οδυσσέας Ελύτης, ο Ήλιος, ο Ηλιάτορας
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος/
να ’ν’ ήμερος να ’ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
Γεώργιος Δροσίνης, Νύχτα Χριστουγεννιάτικη
Την ἅγια νύχτα τή Χριστουγεννιάτικη
λυγοῦν τα πόδια
και προσκυνοῦν γονατιστά την φάτνη τους
τ’ ἄδολα βώδια.
Κι’ ὁ ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη ἀπ’ τῆς ψυχῆς τ’ ἀπόβαθα,
Χριστός γεννιέται!
Την ἅγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνοῦν ἀπό φωνές ὕμνων μεσούρανες
στη γῆ σταλμένες.
Κι’ ἀκούοντας τα Ὡσαννα ἀπ’ ἀγγέλων στόματα
στό σκόρπιο ἀέρα,
τα διαλαλοῦν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με τη φλογέρα.
Την ἅγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
—ποιός δεν το ξέρει; —
τῶν Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει τ’ ἀστέρι.
Κι’ ὅποιος το βρεῖ μέσ’ στ’ ἄλλα ἀστέρια ἀνάμεσα
και δεν το χάσει
σε μια ἄλλη Βηθλεέμ ἀκολουθῶντας το
μπορεῖ να φτάσει.
Η ευχή μας προς όλους τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες μας είναι κανείς μας, να μην ξεχνάει να αγκαλιάζει τους ανθρώπους του με κάθε εκατοστό της ψυχής του, να είναι αλληλέγγυος προς τους διπλανούς του, να παραμερίσει την κριτική και να ενισχύσει την κατανόηση, είτε με αναμμένα χριστουγεννιάτικα φώτα είτε με σβησμένα.