Οι ουρανοί δεν έχουν γνωρίσει μεγαλύτερη μανία από την αγάπη που μετατράπηκε σε μίσος, ούτε η κόλαση οργή παρόμοια μ’ αυτή της περιφρονημένης γυναίκας.
William Congreve, 1670-1729, Άγγλος συγγραφέας
Μέσα από το Φεστιβάλ Σύγχρονου Θεάτρου – «Το Γαλλικό Θέατρο à la Grecque», (6 Μαΐου – 3 Ιουνίου 2014) που διοργανώνει το Γαλλικό Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, το θεατρικό κοινό έρχεται σε επαφή, μεταξύ άλλων, και με το ιδιαίτερο και προκλητικό κείμενο του Ζαν Ρενέ Λεμουάν Μήδεια, μανιασμένο ποίημα.
Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2014 στο MC93 του Μπομπινύ, με ερμηνευτή τον ίδιο τον συγγραφέα. Το κείμενο έχει επηρεαστεί από το σκληρό έργο του Χάινερ Μύλλερ Υλικό Μήδειας, που στοίχειωσε τον συγγραφέα, ειδικά μέσα από την σκηνοθετική προσέγγιση του Ανατόλι Βασίλιεφ. Όπως και ο Μύλλερ, τοποθετεί την ηρωϊδα του στη θέση του αφηγητή, να αρθρώνει μία κραυγή για τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο, χωρίς να απολογείται για τις αποτρόπαιες πράξεις της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Λεμουάν, γνωστός Αϊτινός συγγραφέας, χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη την Μυθολογία και την Αρχαία Ελληνική Τραγωδία διεισδύοντας στις πολλαπλές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, με μία γλώσσα ποιητική αλλά και ταυτόχρονα εκρηκτικά σύγχρονη (νεωτεριστικές αναφορές και αποσπάσματα από άλλες γλώσσες). Έστω κι αν έχω κάποιες επιφυλάξεις για την αιμομικτική σχέση που εφηύρε (Μήδεια- Άψυρτος), σίγουρα από αυτό το μανιασμένο ποίημα–αρκετά εύστοχος τίτλος- αναδύεται το πνεύμα του τραγικού λόγου.
Ο μύθος της Μήδειας γνωστός: Η καταπιεσμένη «βάρβαρη» βασιλοκόρη, από την μακρινή Κολχίδα, που με τις μαγικές ιδιότητες βοηθά τον Ιάσονα να κερδίσει το χρυσόμαλλο δέρας και στη συνέχεια σκοτώνει τον αδερφό της Άψυρτο, ταπεινώνεται ερωτικά, εγκαταλείπεται από το αντικείμενο του πόθου της και σκοτώνει τα παιδιά της, σαν μια πράξη ανεξέλεγκτου πάθους και ωμής εκδίκησης.
Στο κείμενο του Λεμουάν ο αρχαιοελληνικός μύθος συμπορεύεται με την σύγχρονη πραγματικότητα, εστιάζοντας στις καταστροφικές επιδράσεις του πάθους στον άνθρωπο, αλλά και στην πολιτισμική αντιπαράθεση Ανατολής – Δύσης.
Παράλληλα, πρόκειται για μία επαναδιατύπωσή του, που είναι αφιερωμένη στις γυναίκες -της αρχαιότητας και του σήμερα- και στην ακόρεστη αναζήτησή τους για αγάπη σε ένα κόσμο που βιώνει την αποξένωση.
Τι άλλο έκανα από το να αγαπώ αυτόν που δεν μ’ αγάπησε;
Start!
Ένας δηλητηριώδης μονόλογος, σε τρεις χρόνους: Γένεσις, Εξορία, Επιστροφή, στον οποίο αποκαλύπτονται οι πληγές της προδοσίας και η σκληρή όψη του έρωτα. Η Μήδεια κυριευμένη από ένα ερωτικό πάθος δίχως όρια θέλει να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειάς της. Ύστερα από την εξορία, την περιπλάνηση και την ερωτική απογοήτευση επιστρέφει «βάρβαρη» στην δική της χώρα, που είναι πια ξένη. Όλα αυτά διαδραματίζονται σε ένα συνεχές μπρος- πίσω, ψευδαίσθησης- πραγματικότητας, συνειδητού- ασυνείδητου.
Η εξωτική, βάρβαρη, μη δυτική, μάγισσα, παιδοκτόνος, εξόριστη, περιφρονημένη ερωτικά Μήδεια…είναι θύτης αλλά και θύμα στα ίδια της τα πάθη.
Είμαι η πιο ένοχη και η πιο δυστυχισμένη
Χρειάζεται μια βουτιά στον πάτο για να αναδυθείς στην επιφάνεια…
Υποστήριξε με συνέπεια το σκηνοθετικό όραμα, αποδίδοντας διαφορετικά εκφραστικά ηχοχρώματα, με οδηγό ένα κείμενο που αποκαλύπτεται μέσα από αντιθετικά δίπολα: λογική- παράλογο, αγάπη- μίσος, καλό- καλό, θύτης- θύμα, τρυφερότητα- σκληρότητα, πολιτισμένος- βάρβαρος, δυτικός- μη δυτικός…
Με ρεαλιστικά δάκρυα και «αποξενωτικά» χαμόγελα, που αναιρούν τα λεχθέντα, συνταίριαξε με επιτυχία την ταύτισή της με τον ρόλο και ταυτόχρονα της εξ’ αποστάσεως αμφισβήτησή του. Απεκδυόμενη σταδιακά όλα τα ψήγματα προηγούμενων ρόλων –ειδικά εξωθεατρικών- καταθέτει μία από τις καλύτερες έως τώρα ερμηνείες της.
Βαδίζοντας αρχικά με κάποια ασταθή βήματα, που βρίσκουν τη σταθερότητά τους στην πορεία, από προδομένη και περιφρονημένη φιγούρα- θύμα, μεταμορφώνεται σε αδυσώπητη φιγούρα- θύτη, που καταφέρνει να μας παρασύρει στη βίωση του ¨παράλογου¨ πάθους της.
Ο λόγος της απότομος, ζωντανός, οξύς αλλά και συνάμα τρυφερός, σαν μία καταρρακτώδη βροχή σε γαλήνια θάλασσα, γεγονός που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην μεταφραστική δεινότητα της Έφης Γιαννοπούλου, που αναλύει τον σημαίνοντα λόγο του συγγραφέα και καταφέρνει να τον παρουσιάσει με συντομία και περιεκτικότητα στην δική μας γλώσσα.
Κανένας συμβιβασμός, καμία συγχώρεση
Η ηθοποιός, με το εκφραστικά δυναμικό και όμορφο πρόσωπο, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις φωτιστικές πηγές που έχουν τοποθετηθεί πάνω στο σκηνικό (–λάμπες σε διάφορα μεγέθη και ύψη, βαμμένες μαύρες, με τον απαραίτητο σχεδιασμό ώστε να δημιουργούν ακτίνες φωτός σαν δίχτυα αράχνης ή κάγκελα φυλακής- ). Οι πυρήνες φωτός, με τους πολλαπλούς συμβολισμούς- υψώνονται απειλητικά από παντού και διαχέουν το βλέμμα των θεατών σε διαφορετικά πεδία δράσης. (Σκηνογραφία Κωνσταντίνος Ζαμάνης).
Ο φωτισμός, άλλοτε σκληρός, ψυχρός και άλλοτε μαλακός, θερμός, μέσα από ένα παιχνίδι εναλλαγών, αγκαλιάζει τις μελετημένες και απόλυτα ταιριαστές κινήσεις της ερμηνεύτριας και καθιστά ορατό το «πίσω κείμενο».
Αφού έκανα ιδιαίτερη αναφορά στους φωτισμούς του Νίκου Σωτηρόπουλου, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην συγκεκριμένη παράσταση, οφείλω να αναφέρω και την σημαντική συμβολή της μουσικής επένδυσης που λειτουργεί συνοδευτικά ή αντιστικτικά –όποτε χρειάζεται- ¨φωτίζοντας¨ εύστοχα τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της ηρωϊδας.
Στα πολύ θετικά στοιχεία της παράστασης εγγράφεται και το εξαιρετικό –αισθητικά, υφολογικά, λειτουργικά, σημασιολογικά- φόρεμα της Μήδειας, που δημιούργησε η Μαρία Παπαδοπούλου, το οποίο αναδεικνύει την ηθοποιό και αναδεικνύεται μέσα από την εύγλωττη κινησιολογία της και τις άψογα χορογραφημένες κινήσεις της (διδασκαλία κίνησης Pauline Huguet).
Ο Λευτέρης Γιοβανίδης, κατόρθωσε να αποκαλύψει, μέσα στο σκοτεινό και άγριο κείμενο του Λεμουάν, την υποφώσκουσα τρυφερότητα της Μήδειας και την ερωτική της ψυχοσύνθεση, μετριάζοντας αρμονικά την ωμότητά του. Έκανε τον αφηγηματικό λόγο κίνηση και τις λέξεις χειρονομίες, μέσω της Δήμητρας Ματσούκα, που αποδείχθηκε απόλυτα σωστή επιλογή.
Σίγουρα ήταν μία απόπειρα πολύ ενδιαφέρουσα ως σκηνοθετική σύλληψη, που στηρίχθηκε σε άξιους και δημιουργικούς συντελεστές.
Δεν υπάρχει πιο ταιριαστός επίλογος, κατά τη γνώμη μου, από το απόσπασμα που ακολουθεί:
«Το μόνο βέβαιο είναι πως στην ουσία o ψυχικός πόνος δεν έχει τέλος. Εκεί που νομίζουμε πως έχουμε αγγίξει το έσχατο όριο, ανακαλύπτουμε πως το μαρτύριό μας ποτέ δεν τελειώνει. Κατρακυλάμε από τη μία άβυσσο στην άλλη.»
W. G. SEBALD, Οι Ξεριζωμένοι*
*Το παρόν απόσπασμα περιλαμβάνεται στον 3ο τόμο του Νέου Γαλλικού Θεάτρου μαζί με το κείμενο Μήδεια ένα μανιασμένο ποίημα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Άγρα, σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθήνας.