Λίγα πράγματα για την παράσταση
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Νίκος Καραθάνος τα είχε όλα: θεατρικούς και τηλεοπτικούς σταρς, αγαπημένες τραγουδίστριες, γυμνό επί σκηνής, ζωντανή μουσική, φωνές, μέχρι και Ινδιάνους. Το μόνο που της λείπει είναι ο λόγος ύπαρξης σε οποιαδήποτε θεατρική σκηνή.
Το έργο
Οι συγγραφείς παρέδωσαν ένα κείμενο γραμμένο σε έναν «καθημερινό» λόγο (ο οποίος συνηθίζεται τον τελευταίο καιρό), με μια έντονα θεατρική «ανετίλα», όπου όλοι μιλούν όπως θέλουν και λένε ό,τι θέλουν επί σκηνής. Και ενώ η ελευθερία του λόγου είναι εκ των βασικών και πλέον ουσιαστικών στοιχείων στο θέατρο, το ήθος διδάσκεται και μέσω του λόγου. Επομένως, σκόπιμο είναι η γλώσσα να ποιεί και ήθος και να μην είναι απλώς της μόδας. Την άποψη αυτή συμμερίζονται και οι συγγραφείς, οι οποίοι στο κείμενό τους καταδικάζουν την κατάργηση των ιερών και οσίων του θεάτρου, υπερθεματίζοντας για ένα παρελθόν, στο οποίο το θέατρο είχε λόγο ύπαρξης και περιεχόμενο. Ένα παρελθόν το οποίο βασιζόταν και στη σημασία των λέξεων, όπως αυτές γράφτηκαν από τους αρχαίους ποιητές και μεταφράστηκαν από ανθρώπους που γνώριζαν την νέα ελληνική, τόσο στη γραμματική της και τη λυρικότητά της, όσο και στη σημασία της, όπως ο Ι. Βαρβέρης, ο οποίος και μνημονεύεται από τους συγγραφείς στην παράσταση. Εύλογα επομένως, εγείρεται το ερώτημα, σε ποιους ακριβώς απευθύνονται και ποιους καταδικάζουν οι συγγραφείς του έργου, αφού οι ίδιοι υπηρετούν το θέατρο ακριβώς που λοιδορούν.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το έργο αρχίζει μετά το τέλος μιας Επιδαύριας παράστασης. Θίασος, φίλοι του θιάσου, θεατρικοί γραφειοκράτες και θαυμαστές επιδίδονται σε έναν αλληλοθαυμασμό, άνευ προηγουμένου, χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις κενές περιεχομένου, αναδεικνύοντας έτσι την αλαζονεία, ματαιοδοξία, κενότητα και φαυλότητα όσων κινούνται στον χώρο του θεάτρου. Οι δύο πρωταγωνίστριες αλληλοσπαράζονται, ενώ ο συμπρωταγωνιστής τους τις αγνοεί πλήρως θεωρώντας τις εντελώς ανύπαρκτες επί σκηνής. Ανάλογα ματαιόδοξος ο, εκ πλουσίας οικογενείας προερχόμενος, σκηνογράφος της παράστασης. Ο αρχικά μετριοπαθής σκηνογράφος μεταμορφώνεται, κατά τη διάρκεια της βραδιάς, σε έναν εστέτ καλλιτέχνη ο οποίος απεχθάνεται κάθε «βλαχιά». Στη διάρκεια της νύχτας, τα κομπλιμέντα πέφτουν βροχή, όπως επίσης οι λίβελοι, οι βρισιές και κάποιες αλήθειες.
Η βασικότερη αλήθεια ωστόσο που δεν λέγεται στο έργο, είναι ότι το κείμενο παλινωδεί προκειμένου να βρει το δρόμο της δραματουργίας και στο τέλος, αποτυγχάνει πλήρως. Υπάρχουν κάποιες φωτεινές αναλαμπές κωμωδίας, οι οποίες όμως απευθύνονται και αφορούν στους μυημένους στο θέατρο, καθώς και στους επαγγελματίες. Γενικά, πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο, με αποκλειστικά ενδοσκοπική διάθεση, απευθύνεται από ανθρώπους του θεάτρου σε ανθρώπους του θεάτρου. Δύσκολα θα καταλάβει ο μη μυημένος θεατής τα νοήματα και τη σημασία όσων λέγονται επί σκηνής. Με επιθεωρησιακή διάθεση, αλλά πατώντας, στα βήματα της ρεαλιστικής δραματουργίας, οι συγγραφείς παρέδωσαν ένα κείμενο, ουσιαστικά, ανύπαρκτο. Μόνον ως μεμονωμένα σκετς θα μπορούσαν να υπάρξουν μέρη αυτού του έργου.
Η παράσταση
Ο Νίκος Καραθάνος προκειμένου να υπηρετήσει το κείμενο, κατέφυγε σε μια σειρά παραστασιακών clichés. Έτσι, αλλού υπερτόνισε τα κωμικά στοιχεία, ενώ αλλού προσπάθησε να εκμαιεύσει τη συγκίνηση. Ο καλός και έμπειρος σκηνοθέτης, βαδίζοντας σε ανύπαρκτη δραματουργία, επιχείρησε με σκηνοθετικά τερτίπια να καλύψει την αδυναμία του κειμένου. Συνολικά όμως η παράσταση θύμιζε επιθεωρησιακό νούμερο.
Οι ηθοποιοί
Αναμφίβολα έκλεψε την παράσταση η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, η οποία, εν πολλοίς, διασώθηκε από την λαίλαπα που επικράτησε επί σκηνής. Απολαυστική, μετρημένη, φυσική, ανέβλυζε ταλέντο. Εξίσου καλή και η Ιωάννα Μαυρέα, αν και σε κάποια σημεία ξέφευγε. Επίσης, ο Κώστας Μπερικόπουλος, ο οποίος στο δίδυμό του με την Ι. Μαυρέα έδωσε αρκετές στιγμές καλής κωμωδίας. Ηθοποιός με κωμικό μέλλον διαφάνηκε επίσης ότι είναι η Ιωάννα Μπιτούνη.
Η Έμιλυ Κολιανδρή υποδύθηκε μια καρικατούρα ρόλου, χωρίς να έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Ο Χρήστος Λούλης βρέθηκε επίσης στην ίδια παγίδα, με μια-δυο καλές στιγμές, στις οποίες άφησε να φανεί ότι διαθέτει ενδιαφέρον υλικό προκειμένου να υπηρετήσει μελλοντικά, εάν το θελήσει, την κωμική δραματουργία. Η Ζέτα Μακρυπούλια παγιδεύτηκε σε έναν επιθεωρησιακό ρόλο χωρίς να καταφέρει να ξεφύγει. Επίσης, η ηθοποιός θα πρέπει να δουλέψει με τη φωνή της. Ο Θανάσης Αλευράς οδηγήθηκε σε υποκριτικές ακρότητες και υπερβολές που δεν του ταίριαζαν. Ο Ινδιάνος του Νίκου Καραθάνου ήταν απολύτως περιττός.
Η Έλλη Πασπαλά και η Χαρούλα Αλεξίου προσέθεσαν από τη στιβαρή τους παρουσία στη σκηνή, χωρίς όμως να υπάρχει ουσιαστικός λόγος ύπαρξής τους. Η Χ. Αλεξίου θύμισε στο κοινό, με συναίσθημα και τρυφερότητα, ένα παρελθόν που έχει φύγει ανεπιστρεπτί. Η Έλ. Πασπαλά από την άλλη, μάγεψε και πάλι τους θεατές με την υπέροχη φωνή της, αλλά και με τα καταπληκτικά Αγγλικά της.
Τέλος, πολύ καλοί ήταν ο Γιάννης Κότσιφας, αλλά και ο Πάνος Παπαδόπουλος στους ρόλους τους. Συμμετείχαν επίσης η Βασιλική Δρίβα, ο Γιώργος Ζιάκας, η Ιώ Λατουσάκη, η Ηλέκτρα-Αποστολία Μπαρούτα και η Δανάη-Αρσενία Φιλίδου.
Οι Συντελεστές
Αρχικά, η ζωντανή μπάντα («Η Αθώα Αλεπού»), η οποία κάλυψε κενά και δημιούργησε μια ευχάριστη αίσθηση και διάθεση στο κοινό (Μουσικοί: Σοφία Ευκλείδου, Βασίλης Μαντζούκης, Κώστας Νικολόπουλος, Δημήτρης Τίγκας, Ελευθερία Τόγια, Άγγελος Τριανταφύλλου). Εξαιρετικά και πολύ λειτουργικά ήταν τα κοστούμια (Εύα Μανιδάκη) και τα σκηνικά (Άγγελος Μέντης) της παράστασης. Πολύ καλοί επίσης ήταν οι φωτισμοί (Felice Ross) που έπαιζαν με τη διάθεση και την εκάστοτε ατμόσφαιρα, ενώ τέλος, ήταν ενδιαφέρουσα η κίνηση των ηθοποιών (Αμαλία Μπένετ).
Εν κατακλείδι
Ο ρόλος του Αισιόδοξου στο έργο, πηγαινοέρχεται στη σκηνή επαναλαμβάνοντας ότι η παράσταση που παρακολούθησε στην Επίδαυρο θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον μισή ώρα μικρότερη. Αυτή θα ήταν μια πολύ καλή αρχή για το «Μια Νύχτα Στην Επίδαυρο». Μικρότερη διάρκεια θα έκρυβε, εν μέρει, τις εγγενείς συγγραφικές αδυναμίες, αλλά θα διέσωζε ενδεχομένως και κάπως την παράσταση. Γενικά, πρόκειται για μια παράσταση που αποδεικνύει ότι η κακή δραματουργία δύναται να βουλιάξει ολόκληρο το καράβι.