«Για μας οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν αμέσως, μα παραμένουν λουσμένοι σε μίαν αύρα ζωής […] σαν να ταξιδεύουν στο εξωτερικό» είχε πει ο …
Του Γιάννη Αντωνιάδη
ποιητικός Μαρσέλ Προυστ στο έργο του “Αναζητώντας το χαμένο χρόνο“. Ο συγγραφέας και φίλος του Φράνσις Μπέικον Michel Peppiatt, μιλάει για τον άνθρωπο, για τον ζωγράφο, για τον εραστή Φράνσις σαν να μην έφυγε ποτέ, σαν να βρίσκεται ακόμα ανάμεσά μας. Η κατάθεσή του αυτή που είναι έργο ζωής – μιας και αποκαλύπτει γνωστές όσο και κρυφές πτυχές του άστατου αλλά και τόσο σαγηνευτικού βίου του – μας παρακινεί να περιπλανηθούμε στα μονοπάτια μιας περιπέτειας, της «Μπεικονιάδας» από την οποία μόνο κερδισμένοι βγαίνουμε σαν ανακαλύπτουμε εκτός από όλες τις άλλες ιδιότητές του και αυτήν του φιλοσόφου Φράνσις Μπέικον. Κάθε δημιουργός που βάζει ένα λιθαράκι στο κτίσμα της γνώσης για την ανθρώπινη υπόσταση είναι αντικείμενο ευγνωμοσύνης από όλους εμάς που θα μας περιπλέξει, με την καλή πάντα έννοια, στα δίχτυα της διανόησής του: να αναλογιστούμε τα πεπραγμένα του και τα λόγια του.
Ο Φράνσις Μπέικον, αυτός ο Όσκαρ Ουάιλντ της ζωγραφικής, γεννήθηκε το 1909 στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Σε λίγες μέρες συμπληρώνουμε 20 χρόνια από την μέρα που ταξίδεψε με προορισμό το βασίλειο της αιώνιας ζωγραφικής για να συνεχίσει εκεί το υπέροχο μα και τόσο αμφιλεγόμενο για πολλούς έργο του. Άνθρωπος ανήσυχος, άστατος χαρακτήρας, βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια μέσα σε μία ιρλανδική καθολική οικογένεια, η οποία ποτέ δεν τον κατάλαβε, ποτέ δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του όταν, από μικρός ακόμα, έδειχνε τις τάσεις ομοφυλοφιλίας του στο σχολείο. Ο πατέρας του άνθρωπος αυταρχικός τον ατίμαζε συνεχώς, αδιαφορούσε για το άτομό του και στο τέλος τον έδιωξε από το σπίτι μην αντέχοντας την διαφορετικότητά του, αφού πρώτα φρόντισε να του προκαλέσει πληγές που θα τον συντρόφευαν σε όλη του την ζωή. Αυτό το μαστίγωμα της ψυχής του μικρού Φράνσις, του ατίθασου και τόσο πρωτοπόρου για τα ήθη της εποχής, διαφαίνεται έντονα σε πίνακες μεταγενέστερους όπου αναπαριστά την Σταύρωση, την δική του και της ψυχής του.
Ο Φράνσις είχε, όπως όλοι οι δημιουργοί, τους δασκάλους του στη ζωή και την τέχνη του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Για αυτόν ιδιαίτερη παρουσία στην άποψή του για την ζωή είχε ο Βαν Γκογκ, τον οποίο εκτιμούσε και μνημόνευε συνεχώς. Τον Βαν Γκογκ τον μελέτησε σε βαθμό που ταυτιζόταν με τα πιστεύω του για την ζωή. Ο Φράνσις, παρόλο που δεν είχε την ίδια πίστη στην θρησκεία όπως ο Βίνσεντ, δανείζεται την οπτική γωνία του Ολλανδού στοχαστή και αυτή καθοδηγεί τον δρόμο του, έναν δρόμο που έμελλε να μην είναι δύσβατος ως προς την εξωτερική του έκφραση, κάτω όμως από την «άσφαλτο» στην οποία βάδιζε, ο αναγνώστης θα καταλάβει πόσο βασανισμένος ένιωθε. Ο Βίνσεντ ήταν σύμβολο ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, που έβρισκε στην τέχνη του το βάλσαμο για την δύστυχη ζωή του. Ο Φράνσις με την σειρά του έβρισκε στον Βίνσεντ και τον πίνακα του “Ο ζωγράφος στον δρόμο για την δουλειά”, ο οποίος δυστυχώς καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την ανάγκη να απεγκλωβιστεί και να ξεφύγει από τα πάθη ενός ατελέσφορου έρωτα που τον βασάνιζε. Ακριβώς όπως ο Βίνσεντ βρίσκεται στην πορεία προς το λιβάδι για να καθαρίσει το μυαλό του από τις σκοτούρες που τον καταλάμβαναν.
Ήταν ξενύχτης και καλοπερνούσε, του άρεσε το καλό κρασί και το καλό φαγητό σε σημείο που να μην μπορεί να συγκρατηθεί, αγαπούσε με πάθος την άνεση των εξόδων του και μάλιστα φρόντιζε και οι γύρω του να περνούν μποέμικες στιγμές όταν βρίσκονταν μαζί του. Είχε παρέες κυρίως αντρών, νεότερων ή μεγαλύτερων με τους οποίους περνούσε ατελείωτες ώρες σε ακριβά εστιατόρια ακόμα και όταν δεν είχε τα χρήματα που απαιτούνταν και αναγκαζόταν να πληρώνει ετεροχρονισμένα. Πάντα όμως ήταν συνεπής στις πληρωμές του. Οι σερβιτόροι τον εκτιμούσαν και τον πρόσεχαν, του παραχωρούσαν όλες τις ανέσεις για τα υψηλά φιλοδωρήματα που τους εξασφάλιζε. Μήπως όλο αυτό το κλίμα ευδαιμονίας και καλοπέρασης προσπαθούσε να καλύψει ένα κενό που τον κατέτρωγε όπως το σκουλήκι το μήλο; Την απάντηση θα την βρείτε όσο θα διαβάζετε αυτή την καλοδουλεμένη και πλούσια σε στοιχεία βιογραφία που φωτίζει κάθε σημείο θαμπό και σκοτεινό, ρίχνοντας τις ακτίνες της σε όλες τις εκφάνσεις ενός έντιμα εκτροχιασμένου βίου.
Ο Φράνσις, στην τέχνη του, ήταν εργάτης, δούλευε ατελείωτες ώρες στο εργαστήριό του, αφιέρωνε ώρες πολλές στα έργα που επεξεργαζόταν και συνεχώς απέρριπτε μέχρι να καταλήξει σε αυτό που θα τον εξέφραζε. Ο Πικάσο και ο Βελάσκεθ ήταν τα πρόσωπα που τον επηρέασαν καλλιτεχνικά και του ενέπνευσαν εικόνες που μετουσίωσε σε δικούς του πίνακες. Αν και δεν ανήκε σε κανένα ρεύμα, ούτε και ενστερνίστηκε ποτέ κάποιο από τα μανιφέστα των ρευμάτων αυτών, ωστόσο «υπέκλεψε» στοιχεία και τα χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά για να διαμορφώσει το δικό του αινιγματικό ύφος. Ο Πικάσο με τις κυβιστικές και τις ονειρικές του καταγραφές, είναι αυτός που για τον Φράνσις ήταν ο μέγας δάσκαλος. Ο Πάμπλο ζούσε και αυτός την ζωή του ανέμελα και μακριά από «πρέπει». Επέβαλλε τις δικές του απόψεις και έγινε πολύ γνωστός από πολύ νωρίς. Πρότυπό του λοιπόν και πυξίδα του αποτέλεσε ο Ισπανός ταυρομάχος, ο οποίος με την σειρά του δανείστηκε πολλά από τους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης, ένας από αυτούς ήταν και ο Βελάσκεθ. Μιας και μιλάμε για Αναγέννηση, τα τρίπτυχα του Φράνσις που έχουν ως θεματική τους την Σταύρωση τα έχει δανειστεί, όπως συνήθως γίνεται, από τον Ματίας Γκρύνεβαλντ, έναν από τους πρωτοπόρους ζωγράφους της εποχής, που με τα τρίπτυχά του, καθιστούσε πιο έντονη την δραματικότητα των θρησκευτικών αυτών σκηνών.
Δεν απεκδύθηκε ποτέ τον ρόλο του ομοφυλόφιλου. Από την εφηβεία του μέχρι και τον θάνατο του, στις 28 Απρίλη του 1992, είχε πάντα δίπλα του κάποια συντροφιά. Πάντα αναζητούσε μέσω αυτών των αντρών τον προστατευτικό κλοιό και την ασπίδα που δεν χάρηκε και που δεν του χάρισε ποτέ ο βιολογικός του πατέρας. Στους πίνακες που έχει ζωγραφίσει με θέμα τον Πάπα Ιννοκέντιο – θέμα που βρήκε στον Βελάσκεθ – ουσιαστικά καταδίκαζε τον πατέρα του για την συμπεριφορά του, τις τακτικές απέναντί του και την φρίκη που έζησε στο σπίτι που μεγάλωσε. Ο Πάπας του είχε γίνει «έμμονη ιδέα», όπως δηλώνει και ο συγγραφέας. Δυστυχώς βέβαια, για να επανέλθω στους συντρόφους του, ο ένας του σύντροφος τον παράτησε, ο άλλος αυτοκτόνησε και έτσι δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει στον εαυτό του μία ομαλή συναισθηματική ζωή. Με τον τελευταίο ωστόσο, τον Τζον Έντουαρντς, κατάφερε στο τέλος της ζωής του να νιώσει την φροντίδα και τον έρωτα που τόσο είχε ανάγκη. Ήταν μία σχέση αρχαιοελληνική, κάτι μεταξύ Πάτροκλου και Αχιλλέα ή αλλιώς Ηφαιστίωνα και Αλέξανδρου.
Στα γλέντια και στα πάρτι που διοργάνωνε, μπορεί κανείς να μιλήσει για τον ευγενή και αριστοκράτη Φράνσις, που είχε πάντα τον τρόπο να γοητεύει και τα δύο φύλα, είχε πιστούς φίλους και πιστές φίλες, που του στάθηκαν αλλά και τους στάθηκε σε δύσκολες στιγμές. Τα τελευταία χρόνια η φήμη του είχε διαπεράσει τα σύνορα, ειδικά στην Γαλλία τον λάτρευαν ως θεό και μάλιστα να σημειώσω πως η αποδοχή του από τους άλλους καλλιτεχνικούς κύκλους ξεκινάει από το Παρίσι. Οι περισσότερες εκθέσεις του έγιναν από το 1960 και μετά στο Παρίσι, σημάδι πως η Γαλλία αποτελούσε και για τον ίδιο καταφύγιο και προπύργιο αναγνώρισης. Ο ίδιος αποφάσιζε για τα έργα που θα ενταχθούν σε κάθε έκθεση και για τους ανθρώπους που θα επιμεληθούν τον κατάλογο της εκάστοτε έκθεσης. Το Παρίσι και η Γαλλία γενικότερα ήταν η Γη της Επαγγελίας του και δικτυώθηκε νωρίς με διάφορους δημιουργούς, ένας εκ των οποίων ήταν και ο γλύπτης Τζιακομέττι με τον οποίο ανέπτυξε φιλία χωρίς όμως να πορευτούν μαζί καλλιτεχνικά. Εκτιμούσε και σεβόταν το έργο του και εκθείαζε το ταλέντο του στο σκίτσο και στο σχέδιο, κάτι που εκείνος δεν κατείχε όπως έλεγε.
Τα χρήματα δεν τα υπολόγιζε σε κανένα σημείο της ζωής του και ειδικά όταν αυτά ήρθαν σε αφθονία στα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του, εκείνος τα σκόρπιζε απλόχερα και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που βοήθησε πολύ κόσμο και κυρίως τους κοντινούς του ανθρώπους, όταν εκείνοι τον χρειάζονταν, είτε για θέμα υγείας, είτε για κάποιον άλλο λόγο. Ήταν άνθρωπος σκληρός σε θέματα που άπτονταν της τέχνης, αλλά συνάμα φιλάνθρωπος και φιλεύσπλαχνος, το μόνο που αποζητούσε ήταν η συντροφιά των ανδρών. Στο τέλος της ζωής του η μόνη παρουσία στο κρεβάτι του πόνου ήταν μία νοσοκόμα ονόματι Μερσέντες, δεν επιθυμούσε να δει κανέναν και είχε απαγορεύσει την οποιαδήποτε επίσκεψη. Αυτός, που όλη του την ζωή την έζησε μέσα σε πλήθος παρουσιών, έφυγε μόνος, κατάμονος, σαν Δον Κιχώτης, περήφανος και πλήρης εμπειριών.
Γεννήθηκε στο Δουβλίνο αλλά ποτέ δεν εγκαταστάθηκε εκεί. Δεν γύρισε ποτέ πίσω, περιπλανήθηκε μεταξύ Λονδίνου, Παρισιού και Βερολίνου ενώ στην Μαδρίτη πήγε μόνο για να υποβληθεί σε εγχείρηση δύσκολη. Δυστυχώς έμελλε η ισπανική πρωτεύουσα να είναι ο τελευταίος του σταθμός, όχι όμως και ο έσχατος, αφού είμαι σίγουρος πως βρήκε τον δικό του Παράδεισο στον καμβά που ακόμα και σήμερα συνεχίζει και κάποια στιγμή θα μας δείξει. Ο Φράνσις ανήκει στις φιγούρες της ζωγραφικής που τιμήθηκε όσο ζούσε και βλέποντάς μας από εκεί πάνω θα νιώθει ευτυχής που ένας φίλος του μιλάει για εκείνον όπως εκείνος θα επιθυμούσε και μας κάνει κοινωνούς της ζωής του σαν να την ζούμε και εμείς σαν κινηματογραφική ταινία μέσα από το βιβλίο. Τελειώνω με μία φράση του: «Το να ταξιδεύεις , όταν είσαι νέος είναι μέρος της εκπαίδευσης. Στα γεράματα είναι μέρος της εμπειρίας».