Το έργο του Μολιέρου ανεβαίνει στη σκηνή σε σκηνοθεσία της Ιόλης Ανδρεάδη και έμμετρη διασκευή 1600 στίχων για έξι πρόσωπα της ίδιας και του Άρη Ασπρούλη. Η πολύ καλή μετάφραση από τα γαλλικά είναι του Γιάγκου Ανδρεάδη.
Κωμωδία πέντε πράξεων που πρωτοπαραστάθηκε το 1666 στο θέατρο του Palais Royal στο Παρίσι με τον τίτλο «Le misanthrope ou l´Atrabilaire amoureux» (Ο Μισάνθρωπος ή ο Χολερικός ερωτευμένος).
Ο νοηματικός άξονας του έργου στηρίζεται στην αιώνια συγκρουσιακή σχέση του φαρισαϊσμού κάθε κοινωνίας με το ηθικό, το ανυπόκριτο και το ειλικρινές. Η οξεία ευθύτητα και η απόλυτη φιλαλήθεια του ιδεολόγου Άλκηστου (Μισάνθρωπος), είναι πρωτόγνωρη και προκλητική για τα ήθη της εποχής και όχι μόνο.
Ο ακραιφνής ιδεαλισμός του σχετικά με την αλήθεια, μεταποιεί την όποια ευκαιρία να ευτυχήσει σε ένα διαρκές βάσανο. Γίνεται ωμός, σαρκαστικός και προσβλητικός, με μια υπερβολή στην έκφραση του λόγου, νιώθοντας αποστροφή για τους ανθρώπους. Η Σελιμένη όμως, η σαγηνευτική νεαρή χήρα, τον εμπνέει ερωτικά, αποτελώντας έτσι ένα μόνιμο σημείο αναφοράς για την προσωπική του δυστυχία. Ο ανεκπλήρωτος αυτός έρωτας τον βασανίζει εξίσου με τη θανατηφόρα εμμονή του να αποκαλύπτει με όποιο κόστος την ορθότητα των πραγμάτων.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Από ψυχαναλυτική άποψη των δεδομένων η ψυχονοητική κατάσταση αυτού του χαρακτήρα έχει διαταραχθεί εξ’ αιτίας της ιδεολογικής του ταυτότητας. Ένθερμος υποστηρικτής ενός ακαδημαϊκού ιδεαλισμού περί ηθικότητας, έχει γίνει εμμονικός, προξενώντας θυμό και αντιπάθεια. Αυτή του η παραφορά τον χειραγωγεί, οδηγώντας τον στην αποκρυστάλλωση της θεωρίας πως όλοι είναι ανήθικοι. Αυτή η γενίκευση από μόνη της είναι φασιστική (Πιερ Πάολο Παζολίνι). Επομένως, αυτή η καθολικότητα των ιδεών στερούμενη μέτρου, χάνει αυτόματα την ισχύ της γενναίας πρόθεσής του για πνευματική /κοινωνική κάθαρση.
Ωστόσο, όλη αυτή η χαρακτηριολογική ανάλυση δεν ακυρώνει τις προσπάθειες του ατόμου για καλύτερο παρόν και μέλλον. Εξάλλου, οι μεγάλες αλλαγές συμβαίνουν μέσα από τις ανθρώπινες αντιστάσεις απέναντι στο άδικο και την υποκρισία.
Ένας χαρακτήρας σύμβολο καθαρότητας και ηθικότητας που αφορά στο πολυεπίπεδο της ανθρώπινης δράσης. Ένα πρόσωπο διαχρονικό ως προς τα ουσιώδη πανανθρώπινα αιτήματα για έναν κόσμο ειρηνικό, αυθεντικό χωρίς συναλλαγή και ηθικούς αντιπερισπασμούς. Όλη αυτή η ιδεολογία ζωής φαντάζει σκέτη ουτοπία, αλλά αυτές οι φωνές χρειάζονται για να κάνουν τη διαφορά, όσο κι αν υποφέρουν οι θιασώτες της.
Η Ιόλη Ανδρεάδη μάς προσφέρει μία δουλειά άκρως καλλιτεχνική εστιάζοντας στο ιδεατό που αναδεικνύεται με ενάργεια και ενθουσιασμό. Επικεντρώνεται όμως και στο επιδερμικό και το προσποιητό που αναδυόμενο πλουσιοπάροχα και ποικιλοτρόπως, πλημμυρίζει σχεδόν όλη τη σκηνή.
Τα έξι πρόσωπα μπλοκαρισμένα στα αδιέξοδα και την φυλακή τους, έχοντας ως σημαία τη ρηχότητα, ζουν μία ψεύτικη ζωή, τροφοδοτώντας την «εικόνα» τους.
Τοποθετεί τους ήρωες σε γιγαντιαία κάδρα, αντί για τους πίνακες που βρίσκονται στο ειδικό δωμάτιο του σπιτιού της Σελιμένης. Αυτή η εικαστική όσο και ψυχοπνευματική παρέμβαση, αποτελεί τον σκελετό ενός πολυεδρικού θεατρικού δρωμένου με τη δική του δυναμική και πλαστικότητα.
Η ταλαντούχα σκηνοθέτιδα αρθρώνει μία παράσταση σε τρία επίπεδα δράσης, στο χώρο μέσα στα κάδρα, έξω από αυτά και στο κέντρο της σκηνής με τη συμβολή ενός μικροφώνου. Αυτή η τρίπτυχη τεχνική, δημιουργεί μία διαλεκτική κλιμάκωση προσωπικών συναισθημάτων, εικόνων και μύχιων σκέψεων, ένα περιβάλλον με πάθος και δραματική ένταση.
Αναπτύσσεται ένας διάλογος ανάμεσα στο κοινό και τους «υποκριτές», ανάλογα με το χαρακτήρα τους και ό, τι αυτοί πρεσβεύουν. Αυτή η διαλεκτική είναι που έχει και μελοδραματικό βάθος και στηρίζει τη θεατρική αυτή «περιπέτεια» με ρυθμό, ένταση και πάθος. Από αυτή τη σκοπιά, ο «Μισάνθρωπος» αξιολογείται ως ένα πολιτικό μανιφέστο με αποχρώσεις φιλοσοφικού περιεχομένου.
Όλο αυτό το νοητικό / συναισθηματικό σύμπαν, η Ιόλη Ανδρεάδη το υπογραμμίζει και το επαυξάνει μέσα από μία σκηνοθετική αρχιτεκτονική άξια προσοχής.
Στο πρώτο στάδιο, ο θεατής παρακολουθεί την ελεύθερη αυτοδιάθεση των ηρώων, οι οποίοι κινούνται χωρίς να μιλούν, απαλλαγμένοι από τα δεσμά της λογικής. Στο δεύτερο, φαίνεται μια πιο αντικειμενική πλευρά του εαυτού τους, συνυφασμένη με την πραγματικότητα της ζωής. Παράλληλα, μας ενημερώνουν για το τι συμβαίνει ανάμεσα στους επισκέπτες, στην πινακοθήκη της Σελιμένης και ποια θα είναι η εξέλιξη από τις απανωτές συγκρούσεις και τα κρυμμένα μυστικά.
Το μικρόφωνο ακριβώς στο κέντρο της σκηνής, δίνει τη δυνατότητα να αποκαλυφθεί χωρίς αναστολές η αληθινή υπόσταση των ηρώων, παρέχοντάς τους άρθρωση και φωνητική εκδήλωση.
Οι έξι ηθοποιοί, χαρισματικοί «παίκτες», θύτες και θύματα στο βωμό μιας κοινωνίας που εξαργυρώνει το γόητρο ενός αξιώματος με κάθε τίμημα. Απώλεια
προσωπικής αξιοπρέπειας, υποδούλωση σε συμπεριφορές αίολες με σκοπό το κέρδος, συμβιβασμοί παντός είδους. Θεατρινισμοί που αγγίζουν τα όρια της γελοιότητας, συνθέτουν το παζλ της παρακμής και της σήψης με γνώμονα την απάθεια και τη διαφθορά.
Αυτό το κλίμα που περιγράφει η πένα του Μολιέρου, υλοποιείται στη σκηνή καυτηριάζοντας αξίες και ηθικές αντιλήψεις του βασιλικού περιβάλλοντος της εποχής. Ο τρόπος είναι σαρκαστικός και ενίοτε κωμικός. Έτσι, κτίζεται ένα θεατρικό με στοιχεία μαύρου χιούμορ, το οποίο αφήνει μια γεύση πίκρας.
Σκέψεις από σελοφάν, επιδειξιομανία, ανούσιες κοσμικές συζητήσεις, κολακείες και ψεύδη, κάνουν έξαλλο και σκληρό συνάμα τον ηθικά τελειομανή Άλκηστο.
Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης που τον υποδύεται ερμηνεύει καθηλωτικά, αναπτύσσει αριστοτεχνικά όλες τις συγκρουσιακές εκδοχές του χαρακτήρα και συναρπάζει το κοινό. Τραγικότητα και αεράτη γελοιογραφική υφή αποδίδονται με πειστικό τρόπο κάνοντας την παρουσία του καταλυτική για την εξέλιξη του μύθου.
Η Σελιμένη της Βασιλικής Τρουφάκου ωραιοπαθής, ελίσσεται με μαεστρία και διασκεδάζει χειριζόμενη τους αναρίθμητους θαυμαστές της. Η νεαρή ηθοποιός, αποδίδει με ευστοχία την πολυσύνθετη προσωπικότητα της ηρωίδας, αναδεικνύοντας τον αισθησιασμό και τη λάμψη της ομορφιάς της. Η δύναμη του χαρακτήρα της χειραφετημένης χήρας συγκεντρώνεται ενδεικτικά στη φράση: «Η συζήτηση τελείωσε, περάστε στην πινακοθήκη – σας καλώ για επίσκεψη» (Σελιμένη: Σκηνή 3η, Πράξη ΙΙ).
Η Μελίνα Θεοχαρίδου παίζει την Αρσινόη, έναν κόντρα ρόλο, καθώς υποδύεται ένα πρόσωπο σκαιό, μοχθηρό, χωρίς ευπρέπεια, παράδειγμα μιας πλαστογραφημένης κοινωνίας. Η ταλαντούχα ηθοποιός κινείται εκμεταλλευόμενη την έκταση των υποκριτικών της ικανοτήτων, διαμορφώνοντας μία κίβδηλη περσόνα, όπως ταιριάζει στην ηρωίδα της. Μέσα στο ερμηνευτικό της κέντρο, χειμαρρώδης και «ευρύχωρη», συντείνει στη δραστική εναλλαγή των συναισθημάτων / εικόνων.
Τον υπερφίαλο Ορόντη που ανταγωνίζεται τον Άλκηστο, τον παίζει ο Θύμιος Κούκιος με σωστή σκηνική παρουσία.
Τον τρυφερό Φιλήντα ερμηνεύει ο Ορέστης Καρύδας, με μέτρο, ευγένεια και σύνεση. Είναι ο καλύτερος φίλος του Άλκηστου, τον οποίο μάταια προσπαθεί να προσαρμόσει στην πραγματικότητα.
Η Δανάη Επιθυμιάδη είναι η Ελιάνθη, ξαδέλφη της Σελιμένης που συμπληρώνει το πετυχημένο καστ, μία ύπαρξη με αρχές και αξίες. Θαυμάζει τον ιδεαλισμό του Άλκηστου, αλλά διαφωνεί με την απολυτότητά του που τον κάνει τραχύ στη συμπεριφορά. Ερμηνεύει αυτή τη ντελικάτη οντότητα με ποιότητα, πειθώ και υποκριτική αυτοτέλεια.
Την αέρινη κίνηση επιμελήθηκε η Ιόλη Ανδρεάδη, την σκηνογραφία και τα εξαιρετικά κοστούμια φρόντισε η Δήμητρα Λιάκουρα και τους υπαινικτικούς φωτισμούς η Στέλλα Κάλτσου.
Μία θεατρική δημιουργία που κάνει λεπτομερή ακτινογραφία στη δομή και το περιεχόμενο της ανθρώπινης κοινωνίας. Στηλιτεύει με πικρόχολο όσο και κωμικοτραγικό ύφος τον αμοραλισμό, την κακοβουλία, την αλαζονική διάθεση και τη θρασυδειλία. Πάθη που χαρακτηρίζουν την ανθρωπότητα σε πραγματικό χρόνο και τεκμηριώνουν την κλασική αξιακή εμβέλεια του «Μισάνθρωπου».