Το Μοναστήρι της Πάρµας του Σταντάλ καθόρισε το ίδιο το µυθιστορηµατικό είδος και θεωρείται από πολλούς το σηµαντικότερο γαλλικό µυθιστόρηµα του 19ου αιώνα. Πρόκειται για ένα αφηγηµατικό παραλήρηµα νεανικής τόλµης και πάθους µε φόντο τα χρυσαφένια τοπία της Ιταλίας µέσα και έξω από τον ναπολεόντειο κόσµο.
Ο έρωτας, οι συνωµοσίες, η τέχνη της µηχανορραφίας και η πολιτική µαζί µε όλα σχεδόν τα ανθρώπινα προτερήµατα και ελαττώµατα διεκδικούν το µερίδιό τους σε έναν καταιγισµό µικρών και µεγάλων επεισοδίων. Πρωταγωνιστεί ο ευειδής νεαρός αριστοκράτης Φαµπρίτσιο ντελ Ντόγκο, η αµίµητη θεία του κόµισσα Σανσεβερίνα, ο δισυπόστατος κόµης Μόσκα και η Κλέλια ντελ Κόντι, µια ιδεατή κορασίδα. Πάνω απ’ όλα όµως πρωταγωνιστεί η στιβαρή φιγούρα του Σταντάλ που κοιτάζει από ψηλά και ενορχηστρώνει µεγαλοφυώς το αριστούργηµά του.
Μυθιστόρηµα αφιερωµένο στην αγέρωχη νιότη, στη δύναµη του έρωτα µα και στο τραγικό µεγαλείο του ανθρώπου όταν αυτός αναµετράται µε τον πόλεµο, τον θάνατο και τον θεό του.
Για πολλούς το Μοναστήρι της Πάρµας δεν είναι µόνο το magnum opus του Σταντάλ, αλλά και το µείζον γαλλικό µυθιστόρηµα του 19ου αιώνα. Η σηµασία του για τον κόσµο της λογοτεχνίας είναι ακόµα µεγαλύτερη αν λάβουµε υπόψη τον επιδραστικό ρόλο του στο τολστοϊκό σύµπαν.
[…]
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Για τον τρόπο που υποδέχτηκε η κριτική το Μοναστήρι της Πάρµας αρκεί το άρθρο του νεαρού τότε Μπαλζάκ, που αποτέλεσε έκτοτε επωδό της πρώτης έκδοσης. Μαζί µε την απάντηση του Σταντάλ αποτελούν αναπόσπαστο µέρος της στανταλικής ποιητικής. Όταν ο Μπαλζάκ οµολογεί πως διάβασε τρίτη φορά το µυθιστόρηµα, δεν ψεύδεται. Είναι τόσο ενδελεχής η κριτική µατιά του, ώστε δεν υπάρχει καµία αµφιβολία για αυτό. Άλλωστε συνάδει µε την παρότρυνση του βρετανού λόγιου Σίριλ Κόνολι, ο οποίος επιµένει ότι κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό κείµενο γράφεται για να διαβαστεί τουλάχιστον δύο φορές.
– Από τον πρόλογο του ∆ηµήτρη Στεφανάκη
Ο συγγραφέας
Ο Σταντάλ (ψευδώνυμο του Henri Beyle) γεννήθηκε στη Γκρενόμπλ το 1783 και σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από μητέρα. Ο πατέρας του ήταν εύπορος δικηγόρος και κτηματίας. Το 1799 έφυγε για το Παρίσι, κυρίως για να ξεφύγει από την πατρική εξουσία. Κατατάχθηκε στον στρατό του Ναπολέοντα τον Μάιο του 1800 και έλαβε μέρος στις εκστρατείες στην Αυστρία, στη Γερμανία και στη Ρωσία. Το 1815, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, εγκαθίσταται στην Ιταλία, από όπου απελαύνεται ύστερα από επτά χρόνια ως ύποπτος κατασκοπείας. Επιστρέφει στο Παρίσι και διαμένει εκεί ως το 1831, οπότε επανέρχεται στην Ιταλία ως πρόξενος στην Τσιβιταβέκια, κοντά στη Ρώμη.
έθανε στις 23 Μαρτίου του 1842, σε έναν δρόμο του Παρισιού, όπου είχε επανέλθει με αναρρωτική άδεια. Είχε ήδη συνθέσει την επιτύμβια επιγραφή του: «Έζησα, έγραψα, ερωτεύτηκα». Η ζωή του ήταν γεμάτη περιπλανήσεις και ερωτικά πάθη. Στα νεανικά του χρόνια αποπειράθηκε να γράψει θέατρο. Έμαθε να ζωγραφίζει και φιλοτέχνησε αίθουσες στο Παρίσι. Έγραψε μυθιστορήματα, βιβλίο για την ιταλική ζωγραφική, βιογραφίες του Χάιντν και του Μότσαρτ, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Στο αριστούργημα του Το Κόκκινο και το Μαύρο, η Ιστορία συνδέεται με τις προσωπικές ιστορίες εμβληματικών χαρακτήρων. Έχει χαρακτηρισθεί το μεγαλύτερο μυθιστόρημα του 19ου αιώνα και είναι η πρώτη πραγματεία για την «επιτυχία», την καινούργια κοινωνική θεότητα.