Υπάρχουν βιβλία που σε τραβάνε από το εξώφυλλό τους. Υπάρχουν βιβλία που σε ελκύουν από το μικρό κείμενο στο οπισθόφυλλο. Υπάρχουν βιβλία που γίνονται φίλοι σου από την ανάγνωση των 10 πρώτων σελίδων τους. Και φυσικά, υπάρχουν βιβλία που καταφέρνουν όλα τα παραπάνω και ακόμα περισσότερα.

«Ερωτεύτηκα» αυτό το βιβλίο από την πρώτη στιγμή που είδα το εξώφυλλό του και διάβασα τον τίτλο του. Θαρρείς και με αφορούσε, θαρρείς και ήταν γραμμένο για να με πάει πίσω στα μαθητικά τα χρόνια, θαρρείς και ήξερε…

Πόσοι από εμάς δεν υπήρξαμε οι «διαφορετικοί» του σχολείου, πόσοι από εμάς δεν υπήρξαμε οι αδύναμοι, πόσοι από εμάς δε «χαθήκαμε» στη σκιά των δημοφιλών συμμαθητών και των δυναμικών γονέων; Πόσοι δε χάσαμε κάτι που αγαπούσαμε, πόσοι δεν κλειστήκαμε στον εαυτό μας, πόσοι από εμάς δεν ευχηθήκαμε να μην είχαν έρθει ποτέ στη ζωή;

Ευτυχώς όμως, σε πείσμα όλων εκείνων των σκοτεινών σκέψεων και των σκοτεινών ανθρώπων, ζήσαμε, συγχωρέσαμε, λυτρωθήκαμε, γίναμε ορατοί και αγαπηθήκαμε. Και αυτό, είναι το πιο σπουδαίο όλων!

Για κάποια βιβλία, δε χρειάζεται να μιλάς. Γιατί έχουν τη δύναμη να μιλούν από μόνα τους. Και αν θες κάτι παραπάνω να μάθεις, δεν έχεις παρά να τα πάρεις στα χέρια σου και τρυφερά να τα αφήσει να σε ταξιδέψουν.

Και αν τελικά είσαι λίγο παραπάνω περίεργος όπως εγώ, τότε βρίσκεις τον συγγραφέα, του δίνεις το χειροκρότημα σου και του παραθέτεις τις ερωτήσεις σου…

Ο Θοδωρής Κούκιας, σε ένα διάλλειμα από τις παιδαγωγικές του δραστηριότητες, απάντησε στις προσωπικές μου απορίες και μας επέτρεψε έτσι  να γνωρίσουμε λίγο παραπάνω το δικό του προσωπικό κόσμο…

Θ.Κ.: Δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να προσδιορίζω ακόμη το σημείο εκείνο που είπα ότι η συγγραφή θα φέρει ευτυχία στη ζωή μου. Θα ήθελα να αργήσω να το διαπιστώσω ώστε να γράφω χωρίς να διεκδικώ αποκλειστικά και μόνο θετικά συναισθήματα. Πρωτίστως με ενδιαφέρει να ταλαιπωρηθώ μέσω της γραφής, να εξηγήσω τον κόσμο προσπερνώντας τους περιορισμούς των διαθλαστικών μου σφαλμάτων… 

Θεωρώ είναι ευκολότερο σήμερα για τα «παιδιά της επαρχίας» να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα. Τα social media έχουν εκμηδενίσει αποστάσεις και μεσάζοντες. Πλέον μπορείς να δεις το τραγούδι σου, το κείμενό σου, το βίντεό σου να φτάνει σε χιλιάδες κόσμου απλώς και μόνο με μερικά κλικς. Το θέμα είναι στο μέτρο. Να χρησιμοποιείς το μέσο και όχι να σε χρησιμοποιεί. Δυστυχώς έχω δει πολύ καλές δουλειές να ακυρώνονται από την υπερφίαλη έκθεση του δημιουργού…

Οι δικοί μου δάσκαλοι ανήκαν στην κατηγορία εκείνων που δεν επιτρέπουν εύκολα στον εαυτό τους να ξεφύγουν λίγο από το μάθημα και να ασχοληθούν με τα ενδιαφέροντα του μαθητή. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις. Θυμάμαι κάποια στιγμή η φιλόλογος στην Α λυκείου είχε ζητήσει να της προτείνουμε βιβλία για να διαβάσει. Έπρεπε βέβαια να τα έχουμε διαβάσει εμείς πρώτα για να την πείσουμε. Κάτι άστραψε στο μυαλό μου. Το πήρα προσωπικά το ζήτημα, ξεσκόνισα όλη την βιβλιοθήκη μου και κατέληξα στα «Γαλάζια μάτια» της Τόνι Μόρισον. Το συζητούσαμε ένα μήνα εκείνο το βιβλίο. Και πολλά ακόμη στη συνέχεια. Ο σπόρος είχε πέσει…

Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων είναι ένα βιβλίο δώρο στους μαθητές μου. Φτιαγμένο από εκείνους για εκείνους αλλά και για όλους τους νέους ανθρώπους που αισθάνονται να τους στενεύει το κοστούμι του κόσμου. Έχοντας την τύχη να υπηρετήσω σε πολλά σχολεία της χώρας ως εκπαιδευτικός, συνειδητοποίησα ότι κοινή συνισταμένη πολλών προβλημάτων είναι η αποδοχή της διαφορετικότητας. Δεν καλλιεργούμε επαρκώς στους μαθητές μας την αξία της ενσυναίσθησης. Από εκεί ξεκινάνε όλα. Γράφοντας αυτό το βιβλίο θέλησα να πω στους μαθητές μου ότι είναι καθήκον του κόσμου αυτού να τους ακούσει και να τους αποδεχτεί όπως είναι και όχι το ανάποδο…

Η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου έχει μια καλλιτεχνική προδιάθεση. Μέσα από την τέχνη προσπαθεί να επικοινωνήσει τους προβληματισμούς της στον περίγυρό της αλλά και να αυτοϊαθεί. Ενδεχομένως τα παιδιά με καλλιτεχνικές ευαισθησίες να είναι πιο εσωστρεφή ίσως και πιο ευαίσθητα από τα υπόλοιπα. Ψάχνουν να ερμηνεύσουν τον κόσμο μέσα από την τέχνη. Αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός τους. Αυτό τα κάνει πιο ευάλωτα μπροστά σε συναισθηματικές προκλήσεις.

Τα παιδιά ενίοτε μπορεί να γίνουν πολύ σκληρά. Δεν είναι σε θέση να διακρίνουν εύκολα τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο αστείο και στην επιθετική συμπεριφορά. Εκεί πρέπει να επέμβει ο δάσκαλος. Να εμφυσήσει στους μαθητές του από νωρίς την αξία των προσωπικών ελευθεριών, να τους διδάξει πως να εντοπίζουν και να ενεργούν αποτρεπτικά σε περιστατικά εκφοβισμού, να τους μάθει να σέβονται. Θέλει πολύ δουλειά όλο αυτό και δεν εντοπίζεται εύκολα μέσα σε οδηγούς σπουδών. 

Στην κοινωνία μας υπάρχει σίγουρα χώρος για τους ευαίσθητους και ονειροπόλους. Είναι εκείνοι που μας φέρνουν σε επαφή με την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Τους χρειαζόμαστε επείγοντος!

Ίσως μπορεί η ηρωίδα του βιβλίου να μιλήσει για το κεντρικό του μήνυμα. «Έμοιαζαν πολύ οι άνθρωποι με τις Α4. Είχαν έρθει καθαροί, λευκοί στη ζωή και έψαχναν να γεμίσουν τις σελίδες της ζωής τους με κείμενα μοναδικά. Κάποιοι κοίταζαν πως θα φτιάξουν το ομορφότερο και ανθεκτικότερο εξώφυλλο. Κάποιοι πιο συνειδητοποιημένοι έγραφαν λίγα και καλά. Ήξεραν άλλωστε ότι οι αράδες τους αποκτούσαν νόημα μόνο όταν διαβάζονταν από ανθρώπους με αστραφτερό βλέμμα».


Διαβάστε επίσης:

«Το μουσείο των αποξηραμένων συναισθημάτων» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος