Εδώ και αρκετό καιρό έχω την επιθυμία να αναφερθώ σε κάποια συγκεκριμένα μουσικά βιβλία των τελευταίων λίγων χρόνων. Βιβλία που μου τράβηξαν την προσοχή, το καθένα για τους δικούς του λόγους.
Την αφορμή για να το κάνω τώρα μου την έδωσε – πέρα από το ότι το ημερολόγιο δείχνει πλέον καλοκαίρι, εποχή που το κοντέρ καταγράφει περισσότερες ώρες ανάγνωσης – το βιβλίο του Βύρωνα Κριτζά που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη, το οποίο μου ξύπνησε κάποιες από τις σκέψεις που είχα κάνει ενώ διάβαζα τα βιβλία αυτά.
Στο παρόν άρθρο λοιπόν, το πολύ πρόσφατο βιβλίο που μου έδωσε την αφορμή, συν ένα από τα παλαιότερα. Τα υπόλοιπα σε επόμενο (ή επόμενα κείμενα) μέσα στο καλοκαίρι που έρχεται.
Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη – Βύρωνας Κριτζάς (Εκδόσεις Πατάκη, 2018)
Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη με σημαντικό – ως προς το περιεχόμενο του – υπότιτλο «και 44 ακόμη τραγούδια που καθρεφτίζουν την Ελλάδα από το 1990 έως το 2017».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το οποίο σημαίνει ότι δεν πρόκειται για τα 45 «αγαπημένα» τραγούδια του συγγραφέα από την περίοδο αυτή. Κύριο κριτήριο για την επιλογή τους και την συμπερίληψη τους στο βιβλίο (πέρα από το να αρέσουν στο συγγραφέα του) είναι να καθρεφτίζουν στους στίχους τους με τον ένα ή τον άλλον τρόπο κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας (συνήθειες, τάσεις, μόδες, κοινωνικές ή/και πολιτικές καταστάσεις) των τελευταίων τριών δεκαετιών.
Όσα και τα χρόνια του συγγραφέα δηλαδή, ο οποίος είναι 30 ετών, δραστήριος μουσικός συντάκτης από πολύ νεαρή ηλικία, που έχει συνεργαστεί σταθερά στο παρελθόν τόσο με σημαντικά μουσικά site, όσο και με εφημερίδες.
Όπως κυλάνε οι σελίδες του βιβλίου, έτσι περνούν και τα χρόνια από το 1990 ως σήμερα. Στην πορεία, και ενώ παρακολουθούμε τον συγγραφέα να μεγαλώνει, «ξαναδιαβάζουμε» μέσα από την προσωπική του ματιά συγκεκριμένα τραγούδια που αντικατοπτρίζουν στους στίχους τους πτυχές της τότε ζωής μας.
Τα τραγούδια που επιλέγονται είτε ήταν μεγάλες επιτυχίες της εποχής τους, είτε ήταν επιτυχίες σε κάποιο πιο ειδικό κοινό, είτε ακόμη ήταν και τραγούδια που πέρασαν απαρατήρητα την περίοδο της κυκλοφορίας τους. Δεν θα έλεγα ότι καλύπτονται «όλα» τα μουσικά είδη, αλλά οπωσδήποτε το εύρος είναι πολύ μεγάλο:
Η αρχή γίνεται με το «Φταίει ο Χοντρός» του Λουκιανού Κηλαηδόνη (1990) και η δεκαετία του ’90 τελειώνει με το «Χριστούγεννα Πάντα Τσακωνόμαστε» (1999) του Διονύση Σαββόπουλου. Τα ‘00s μπαίνουν με το «Πεχλιβάνης» του Θανάση Παπακωνσταντίνου (2000) και ολοκληρώνονται με το «Pro» των Locomondo (2009). Η αρχή της δεκαετίας που διανύουμε σηματοδοτείται από το «Εξαιρέσεις» του Rous (2010) ενώ το πιο πρόσφατο τραγούδι είναι το «Αμάν Αμάν» της Krista Papista (2017) με το οποίο τελειώνει και το βιβλίο. Ανάμεσα σε αυτά παρελαύνουν τραγούδια που έγιναν γνωστά από την Άντζυ Σαμίου, τον Χρήστο Δάντη (το τραγούδι που δίνει και τον τίτλο του στο βιβλίο), τον Μαζωνάκη, τον Πάζη, πλάι σε άλλα του Γιάννη Αγγελάκα, των Στέρεο Νόβα, των Κόρε Ύδρο κλπ. καθώς όπως αναφέρθηκε και πριν το κριτήριο δεν είναι το ηχητικό «στρατόπεδο» ή το πόσο «εμπορικό» ή όχι είναι ένα τραγούδι.
Λείπουν τέτοια βιβλία. Παρά τις τυχόν ενστάσεις που μπορεί να προβάλει κανείς για το ποια τραγούδια έμειναν έξω και ποια συμπεριελήφθησαν. Προσωπικά το βιβλίο με παρέσυρε και κατά την ανάγνωση του αυτό που με ενδιέφερε ήταν πιο τραγούδι θα συναντήσω παρακάτω, παρά το γιατί δεν συνάντησα το ένα ή το άλλο. Εκτιμώ ότι αν μπει κανείς σε μια τέτοια διαδικασία χάνει σημαντικό κομμάτι της ουσίας του βιβλίου και ότι ακόμη και ο ίδιος ο συγγραφέας του αν π.χ. ξεκινούσε να γράφει το βιβλίο σήμερα και όχι πέρυσι, θα κατέληγε ενδεχομένως σε μια – σε κάποιο βαθμό – διαφορετική συγκομιδή τραγουδιών. Το ζήτημα είναι η οπτική γωνία και η διαδρομή που ακολουθείται και όχι το αν η διαδρομή θα μπορούσε να είναι κάπως διαφορετική.
Αυτό που κρατώ είναι ότι απόλαυσα την ανάγνωση (κι ας διαφωνούσα σε ορισμένα – λίγα – σημεία με την ανάλυση) και το ότι λείπουν βιβλία σαν αυτό. Βιβλία που αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον – όποιο – κοινωνικό ρόλο ή/και χαρακτήρα του ελληνικού τραγουδιού των πρόσφατων δεκαετιών.
Όπως πολύ σωστά αναφέρθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που έγινε στο Public Συντάγματος την Τρίτη 29 Μαΐου, αν πας στο τμήμα με τις ελληνικές εκδόσεις μουσικών βιβλίων θα βρεις βιβλία για το ρεμπέτικο, τον Τσιτσάνη, τον Χατζιδάκη κλπ. Και καλώς θα τα βρεις. Είναι αυτονόητο αυτό. Το ζήτημα είναι ότι κοιτάζοντας τις προθήκες έχεις την αίσθηση ότι δεν έχει καν υπάρξει σύγχρονη τραγουδοποιία από το 1990 και μετά ας πούμε.
Και ναι, αυτό είναι ένα έλλειμμα. Το Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη κάνει ένα πρώτο βήμα στο να αρχίσει σταδιακά να μειώνεται το έλλειμμα αυτό.
Greek Rhapsody: Instrumental Music From Greece 1905-1956 – Tony Klein (Dust to Digital, 2013)
Όπως ανέφερα και πριν τέτοια βιβλία (π.χ. όπως το παρόν για το ρεμπέτικο) υπάρχουν και από έλληνες συγγραφείς και ορισμένα είναι ιδιαιτέρως αξιόλογα. Η ιδιαιτερότητα εδώ (και η σημαντική διαφορά τελικά που το κάνει να ξεχωρίζει) είναι ότι συνοδεύεται από δύο cd.
Πρόκειται για ένα «κανονικό» βιβλίο 152 σελίδων, με σκληρό μάλιστα εξώφυλλο και πολύ προσεγμένη έκδοση, το οποίο περιέχει και τα δύο cd. Δεν είναι δηλαδή μια κασετίνα με πλούσιο ένθετο.
Η έκδοση έκανε την εμφάνιση της στα δισκοπωλεία (και όχι στα βιβλιοπωλεία) το έτος της έκδοσης της (2013) και εκτιμώ ότι είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί πλέον στην ελληνική αγορά παρά μόνο μέσω παραγγελίας. Στο site πάντως της εκδότριας εταιρείας Dust To Digital είναι διαθέσιμο, δεν έχει εξαντληθεί.
Η έκδοση αποτελεί ένα μοναδικό πανόραμα των οργανικών ηχογραφήσεων της εποχής που καταγράφει (λίγο-πολύ το πρώτο μισό του 20ου αιώνα). Περιέχει κατά κανόνα σπάνιες ηχογραφήσεις με ορισμένες από αυτές να εκδίδονται για πρώτη φορά. Συγγραφέας του βιβλίου είναι ο Βρετανός μουσικός και ερευνητής Tony Klein ο οποίος ασχολείται με αυτό το ρεπερτόριο (τόσο ως μουσικός εκτελεστής όσο και ως ερευνητής) από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Η ματιά του το στο υλικό έχει ποικίλα χαρακτηριστικά: Αναφέρονται οι κοινωνικές συνθήκες που διαμόρφωσαν το συγκεκριμένο ρεπερτόριο, βιογραφικά στοιχεία των συντελεστών (τα οποία με τη σειρά τους ρίχνουν το δικό τους φως στις κοινωνικές συνθήκες της εποχής) και άφθονα μουσικολογικά στοιχεία, όπως π.χ. τα κουρδίσματα των οργάνων που χρησιμοποιούνται σε ορισμένες από τις ηχογραφήσεις.
Ο κύριος κορμός του βιβλίου αποτελείται από, πότε εκτενή, πότε σύντομα σχόλια για κάθε τραγούδι ξεχωριστά, ενώ οι τελευταίες – αρκετές – σελίδες αφιερώνονται στον κατάλογο των μουσικών που συμμετέχουν, στον αλφαβητικό κατάλογο των οργάνων που ακούγονται καθώς και σε ποια τραγούδια ακούγεται το καθένα. Ο κατάλογος αυτός δεν αποτελεί απλώς μία παράθεση των ονομάτων των οργάνων. Υπάρχει αναλυτική περιγραφή του καθενός και φωτογραφίες. Τέλος το βιβλίο κλείνει με ορισμένα τεχνικά θέματα που αφορούν στις ηχογραφήσεις αυτές.
Πέρα από το ότι το βιβλίο αυτό το διαβάζω ξανά αυτό το διάστημα (για τρίτη φορά από όταν κυκλοφόρησε), το παρουσιάζω τώρα ουσιαστικά για να μεταφέρω τον εξής προβληματισμό:
Ο Klein – όπως και άλλοι συγγραφείς που έχουν καταπιαστεί με παρόμοιο ρεπερτόριο – αναφέρει σε κάποια σημεία του βιβλίου ότι κάποια πληροφορία δεν είναι επιβεβαιωμένη, ότι κάποιο δημοσίευμα δεν είναι αξιόπιστο για συγκεκριμένο λόγο, ότι κάποιες πληροφορίες έχουν χαθεί ενδεχομένως για πάντα.
Είμαστε σίγουροι ότι αν κάποιος συγγραφέας / ερευνητής ξεκινήσει να γράφει σήμερα ένα βιβλίο για τον κοινωνικό ρόλο ή / και χαρακτήρα του ελληνικού τραγουδιού της δεκαετίας του ’80 ή του ’90 (όποιος είδος τραγουδιού θέλει και από όποια οπτική γωνία αποφασίσει να το κάνει) δεν θα αντιμετωπίσει σε κάποιο βαθμό τα ίδια προβλήματα; Πόσο βέβαιοι είμαστε ότι οι πραγματολογικού ή ανεκδοτολογικού χαρακτήρα πληροφορίες που θα διαπιστώσει ότι χρειάζεται στην πορεία είναι διαθέσιμες ή αξιόπιστες χωρίς τη δυνατότητα διασταύρωσης;
Τροφή για σκέψη…