Τα τελευταία τριάντα χρόνια δίνει ένα σταθερό ραντεβού με τους Έλληνες θεατρόφιλους. Όταν κάποιος αναζητά τα καλλιτεχνικά βήματά της, ξέρει πως θα την εντοπίσει σε μια φιλόξενη θεατρική γωνία επί της οδού Κεφαλληνίας στην Κυψέλη, ανάμεσα σε δημοφιλείς γείτονες, να καταπιάνεται με εκλεκτά έργα ρεπερτορίου, ερμηνεύοντας σπουδαίες ηρωίδες της διεθνούς και εγχώριας δραματουργίας. Η Μπέττυ Αρβανίτη όλο αυτό το διάστημα, κάνει «Πράξη» το όραμά της για καλές παραστάσεις και εκλεκτές συνεργασίες.

Φέτος, συμπληρώνονται τα 30 χρόνια του «Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας» και το γιορτάζει με την Ρούλα Πατεράκη, ανεβάζοντας την παράσταση «Τρωάδες σήμερα». Συζητώντας μαζί της με αφορμή το έργο, είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια όμορφη αναδρομή στα τόσα όμορφα θεατρικά χρόνια και να μάθουμε ενδιαφέρουσες πτυχές προσώπων και παραστάσεων που καθόρισαν την επιτυχημένη πορεία του θεάτρου.


– Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος για το «Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας» και επιλέξατε να συνεργαστείτε με την Ρούλα Πατεράκη, όπως στην πρώτη εκείνη παράσταση του ’87. Μιλήστε μας για αυτήν την πολύ-αναμενόμενη συνάντηση.

Μπέττυ Αρβανίτη: Την Ρούλα Πατεράκη, την εκτιμούσα από παλιά. Ουσιαστικά πρώτη φορά εμείς τη φέραμε στην Αθήνα. Από εκεί και πέρα, κλείνοντας τα τριάντα χρόνια, αισθάνθηκα ότι ήταν μια ευκαιρία να ξαναβρεθούμε, να το γιορτάσουμε, μέσα από μια σκηνοθεσία! Εγώ τα τελευταία χρόνια δούλευα αρκετά με τον Στάθη Λιβαθηνό, όμως εκείνος έγινε διευθυντής του Εθνικού θεάτρου. Από τότε, άνοιξαν οι πόρτες και για άλλες επιλογές. Και νομίζω ότι μια από τις καλύτερες επιλογές ήταν η Ρούλα και γιατί τα 30 χρόνια είναι συμβολικά, αλλά και για την ίδια της την καλλιτεχνική ουσία. Είμαι πολύ χαρούμενη για αυτό. Πρόκειται περί ανθρώπου δύσκολου μεν, αλλά ξέρει εις βάθος τα πράγματα, είναι καλλιτέχνις. Έχει πολλά να δώσει και πάντα αξίζει τον κόπο μια συνάντηση επί σκηνής μαζί της.

– Πώς αξιοποιείται η ευριπίδεια τραγωδία στις «Τρωάδες σήμερα»;

Μπ. Αρβ.: Βασίζεται στην ευριπίδεια τραγωδία, αλλά από εκεί και πέρα, έχει γραφτεί ένα καινούριο έργο από την Πατεράκη. Το έναυσμα είναι όντως οι «Τρωάδες», μιας και το δράμα του πολέμου δεν είναι κάτι διαφορετικό από το σημερινό. Όλη η ιστορία αυτών των γυναικών του Ευριπίδη, μοιάζει αρκετά με την ιστορία των τωρινών ηρωίδων. Πρόσωπα όπως η Εκάβη, η Ανδρομάχη, η Ελένη και η Κασσάνδρα, είναι ίδια με τον μύθο. Παρομοίως και ο Ταλθύβιος. Από εκεί και πέρα προστέθηκε η Πολυξένη, που επίσης είναι κόρη της Εκάβης, ο Ευρυβάτης, ένας άλλος αξιωματικός του Αγαμέμνονα και αντί για το Μενέλαο, χρησιμοποιούμε τον Οδυσσέα…

Από εκεί και πέρα, πρόκειται για μια πολεμική τραγωδία. Για τις τραγικές συνέπειες που υφίστανται οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά. Σε τελική ανάλυση, η κοινή μοίρα και οι απώλειες και των νικητών και των ηττημένων. Είναι δραματικά επίκαιρο. Σκεφτείτε το, το ζούμε με πολέμους, με φανατισμούς, με πρόσφυγες, με φυλακές… Και αισθάνομαι ότι έχει μεγάλο ενδιαφέρον έτσι όπως έχει διαμορφωθεί. Όλη η Ελλάδα υπάρχει μέσα.

Ένα βασικό θέμα που θα ήθελα να αναφέρω, είναι η έλλειψη του χορού. Αυτό γίνεται γιατί εκτός της δυσλειτουργικότητας του ανεβάσματος μιας τραγωδίας σε κλειστό χώρο, πολύ δύσκολα σήμερα ένα πλήθος ανθρώπων, έχει κοινή πεποίθηση και ιδεολογία. Αντιθέτως, υπάρχουν διαχωρισμοί ανάμεσα σε ανθρώπους και πεποιθήσεις. Κάποια στιγμή μέσα στο έργο, ρωτά κάποιος για το «χορό» και η απάντηση είναι «Αποσύρθηκε»… Ένας χορός είναι πολύ δύσκολο να σταθεί, εφόσον κάνεις κάτι σύγχρονο.

– Μιλώντας για αρχαίες τραγωδίες, εσάς σας έχουμε δει ελάχιστα να συμμετέχετε τα τελευταία χρόνια σε ανάλογα ανεβάσματα. Συγκεκριμένα, μόνο στην «Αντιγόνη» του Στ. Λιβαθηνού.

Μπ. Αρβ.: Κοιτάξτε, ποτέ δεν θεωρητικοποίησα τα καλλιτεχνικά μου «θέλω». Δηλαδή το τι «θέλω», είναι συνάρτηση πολλών πραγμάτων: με ποιον, πότε, γιατί, με ποιους. Πιστεύω πολύ στην ομαδικότητα του θεάτρου. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι οι συνεργασίες και οι συναντήσεις. Όχι ότι δεν με ιντριγκάρουν κάποιοι ρόλοι. Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν πολύς σοβαρός ο λόγος που έπαιξα στην Αντιγόνη, μιας και τα καλοκαίρια προτιμώ να κάνω διακοπές. Ήταν μια τρομερή πρόκληση και ευκαιρία. Από εκεί και πέρα, δεν έχω πάρει απόφαση να το καθιερώσω. Δεν αποκλείω φυσικά, εάν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, να ξανακάνω κάτι.

– Μιας και αναφερθήκατε στις συνεργασίες, διαβάζοντας τους συντελεστές της παράστασης, διαπιστώνουμε ότι είναι όλοι «παιδιά» του συγκεκριμένου θεάτρου. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για αυτούς;

Μπ. Αρβ.: Στις συνεργασίες μου πάντα ένα βασικό θέμα είναι να μιλάμε την κοινή γλώσσα. Να έχουμε μια κοινή άποψη για το τι είναι καλό θέατρο. Αυτό τουλάχιστον προσπαθούμε. Βέβαια, για να υπάρχουμε σε αυτή τη σκηνή τριάντα χρόνια, πάει να πει πως κάτι καταφέρνουμε. Όταν ταιριάζουμε με κάποιους ανθρώπους, ασφαλώς θα επιδιώξω να ξανασυναντηθώ μαζί τους καλλιτεχνικά. Είναι παρόλα αυτά πολύ ωραίο και να γνωρίζεις καινούργιους.

Στην προκειμένη περίπτωση, είμαι πολύ ευτυχής για τη σύνθεση του θιάσου, γιατί δεν είναι μόνο η Τζίνη (Παπαδοπούλου), που είναι και φίλη μου και η Μαρία (Κεχαγιόγλου) στις οποίες πιστεύω πολύ και μου αρέσουν σαν άνθρωποι και ηθοποιοί. Δεν μιλώ καν για τη Μανωνοπούλου και τον Αναστασίου γιατί με αυτούς είμαστε σχεδόν από καταβολής κόσμου μαζί. Ας αναφερθώ στην Άννα Κουτσαφτίκη, στον Δημήτρη Παπανικολάου, με τον οποίο είχαμε ξαναβρεθεί και τον εκτιμώ βαθύτατα, στον Νίκο Αρβανίτη, που έχουμε συνεργαστεί και στην Β’ Σκηνή, καθώς και σε δύο νέα παιδιά που είναι μαθητές της Ρούλας Πατεράκη. Ξέρω ότι αυτά τα λένε όλοι, όμως τα εννοώ ειλικρινά.

– Από την Πέτρα φον Καντ στις Τρωάδες. Τι γεύση αφήνει ο κύκλος τριών δεκαετιών; Υπάρχουν στιγμές που ξεχωρίζετε κάπως παραπάνω, είτε για τη συνεργασία με πρόσωπα, είτε για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, είτε για την υπέρμετρη αποδοχή του κόσμου;

Μπ. Αρβ.: Ευτυχώς έχω αισθανθεί αρκετά την αγάπη του κοινού. Δε θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε εάν δεν την αισθανόμασταν… Γενικά δε μου αρέσουν οι απολογισμοί. Ακόμα δεν έχουν τελειώσει οι περιέργειες και τα πράγματα που με ενδιαφέρουν να ανακαλύψω ή να βιώσω.

Αυτά τα τριάντα χρόνια αφήνουν τη γεύση που μπορεί να αφήνει μια πορεία τριάντα ακριβώς χρόνων. Από ενθουσιασμό και ευτυχία, μέχρι κάποιο ατύχημα σε παράσταση. Αυτό που για μένα έχει σημασία, είναι οι συναντήσεις και το τονίζω ξανά. Αν κάτι θα μπορούσα να δω ως απολογισμό, είναι το γεγονός πως θα χώριζα περιόδους βάσει συναντήσεων με πρόσωπα. Όπως πχ. η συνάντηση με τον Μίνωα Βολανάκη που θεωρώ ως την μεγαλύτερη τύχη στη ζωή μου. Είναι πολύ μεγάλη και η περιουσία που άφησε μέσα μου.

Επίσης, θεωρώ σημαντικές και ενδιαφέρουσες τις δουλειές που κάναμε με τον Νίκο Μαστοράκη. Αλλά δεν είναι μόνο αυτοί. Μια σειρά ανθρώπων άφησε ένα σημαντικό στίγμα στο θέατρο και σε μένα προσωπικά. Και φυσικά μεγάλοι σταθμοί, είναι όλα όσα χτίσαμε με τον Στάθη Λιβαθινό, με προεξέχουσα την «Φόνισσα». Εκεί ειδικά, κέρδισα αυτό που πάντα ήθελα: να με εκπλήξει ο εαυτός μου. Υπάρχουν μέσα μας περιοχές που δεν τις γνωρίζουμε και χρειάζονται ένα έναυσμα για να αναδυθούν. Όπως κάτι αντίστοιχο ήταν και η «Γηραιά Κυρία». Αποτέλεσαν προτάσεις του Στάθη για ρόλους γυναικών που δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα τολμούσα να τις αγγίξω.

– Πείτε μας δυο λόγια και για τη Β’ Σκηνή, την οποία στηρίξατε με πάθος και αποτέλεσε «φυτώριο» νέων καλλιτεχνών.

Μπ. Αρβ.: Μέσα από αυτή τη σκηνή, βγήκαν τόσοι και τόσοι καλλιτέχνες… Έργα άπαιχτα στην Ελλάδα, καινούριοι Έλληνες και ξένοι συγγραφείς, ακόμα και σκηνοθέτες όπως ο Λιβαθηνός και ο Μαστοράκης. Ένα σωρό άνθρωποι… Όταν τελείωσαν οι επιχορηγήσεις ήταν αδύνατον να συνεχίσουμε την δραστηριότητα που είχαμε παλιά. Τότε, τα πράγματα δυσκόλεψαν και αδυνατούσαμε πλέον να κάνουμε παραγωγές. Φέτος, η Β’ σκηνή τελεί υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυλωνά εξ ολοκλήρου… Πλέον, εμείς αγωνιούμε να μην κάνουμε ούτε ένα σκόντο για την Α’ σκηνή. Ευτυχώς θεωρώ ότι έχουμε πετύχει να μην μας καθορίζει το ταμείο. Ειλικρινά, αν υπάρξει στιγμή που θα νιώσω να μας καθορίζει το ταμείο, εγώ θα πάω σπίτι μου.

– Το Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας στα 30 αυτά χρόνια, επιλέγει σταθερά, εκλεκτά έργα ρεπερτορίου. Παρότι τα ανεβάσματα αυτά στέφονται εν τέλει με καλλιτεχνική επιτυχία, μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να ακολουθήσετε πιο εμπορικά μονοπάτια;

Μπ. Αρβ.: Όχι. Κοιτάξτε, υπάρχει κάτι που είναι σοβαρό. Έχουμε την τύχη να μη ζούμε από το θέατρο. Εάν έπρεπε να ζήσουμε από αυτό, πιθανόν τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Αντίθετα, το τροφοδοτούμε. Συγκεκριμένα, ο Βασίλης Πουλαντζάς συνεισφέρει ουσιαστικά και καθοριστικά, μέσω της δουλειάς του. Δεν σημαίνει ότι είμαστε πλούσιοι. Απλά έχουμε την πολυτέλεια (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ζούμε και πολυτελώς), να μην ζούμε από την σκηνή.

– Διαπιστώνεται τόσο από την πορεία σας, όσο και από αυτή τη συζήτηση ότι είστε «ταγμένη» στο θέατρο. Ποια η γνώμη σας όμως και για τον ελληνικό κινηματογράφο, στον οποίο σας βλέπουμε σπανιότατα πια;

Μπ. Αρβ.: Πιστεύω πολύ στον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Υπάρχουν εξαιρετικά «δείγματα γραφής». Και έχω κάνει κάποιες φιλικές συμμετοχές. Ελάχιστες βέβαια, γιατί και οι χρόνοι είναι απαγορευτικοί και οι δυσκολίες μεγάλες. Εγώ όμως, μεταξύ μας, είμαι διαθέσιμη. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να βοηθηθεί ο νέος ελληνικός κινηματογράφος. Εξάλλου, πιστεύω στους νέους δημιουργούς, όπως ο Λάνθιμος, ο Οικονομίδης και πολλοί άλλοι φυσικά. Εφόσον θα μπορώ, πολύ ευχαρίστως να συνεισφέρω και εγώ σε κάτι αξιόλογο.

– Τι μπορεί να περιλαμβάνει η συνέχεια για το Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας;  

Μπ. Αρβ.: Ποτέ δεν ξέρω! Είναι δε καταπληκτικό, το γεγονός ότι όταν τελειώνει μια παράσταση, σε οδηγεί από μόνη της στην επόμενη. Δημιουργούνται άλλα ερωτηματικά, άλλες περιοχές και αναζητήσεις. Δεν έχουμε κάτσει ποτέ σε ένα τραπέζι ακαδημαϊκά να αναρωτηθούμε «και τώρα;». Πιστεύω ότι το θέατρο είναι βίωμα, είναι ζωντανή κατάσταση, από ζωντανούς ανθρώπους και απευθύνεται σε εξίσου ζωντανούς ανθρώπους. Και οι επιθυμίες γεννιούνται μέσα από τις διαδικασίες του βιώματος.

– Σας ευχαριστώ πολύ!

Μπ. Αρβ.: Και εγώ ευχαριστώ!


◊ Η παράσταση “Τρωάδες σήμερα”, παρουσιάζεται στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, από την Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.