Επιπλέον, αναφέρεται στις γυναίκες λογοτέχνες που θαυμάζει και μοιράζεται μαζί μας τις εμπειρίες της από το αστικό τοπίο της Αθήνας όπου ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια.
“Αποφεύγω πάντως να γράφω για κάτι, αν δεν το νιώθω με όλο μου το σώμα, αν δεν αντιδρώ ή δεν εντάσσομαι σ’ αυτό ή αν δεν μπορώ ψύχραιμα και με προσοχή, να το παρατηρήσω καθαρά και συστηματικά, ώστε να το καταλάβω κάπως, όσο μπορώ.”
– Μπλε υγρό τιτλοφορείτε το βιβλίο σας. Γιατί ‘μπλε’; Πώς έγινε η επιλογή του χρώματος και τι συμβολίζει για εσάς;
Μού αρέσει το μπλε. Δεν πρόκειται για συνειδητή επιλογή. Μοτίβα που επανέρχονται στο βιβλίο όπως ο αττικός ουρανός ή οι σκοτεινές σκέψεις τις οποίες οι χαρακτήρες φαντάζονται σαν υγρό που ρέει μέσα τους, οδήγησαν τελικά σ’ ένα χρώμα που, ανάλογα με την περίσταση, είναι φωτεινό ή πάρα πολύ σκοτεινό. Δεν συμβολίζει τίποτα για μένα, μού αρέσει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Γεννηθήκατε στα Τρίκαλα. Υπάρχει μια νέα γενιά συγγραφέων που ενώ έλκουν την καταγωγή τους από την επαρχία και δεν έχουν δεσμούς με την Αθήνα, εντούτοις θεματικά καταπιάνονται, όπως κι εσείς, σε μεγάλο βαθμό με την πρωτεύουσα. Τι σας ‘γοητεύει’ στην πόλη μας;
Γεννήθηκα και πήγα σχολείο στα Τρίκαλα και περνάω εκεί τα καλοκαίρια μου (ναι, ξέρω, θα μπορούσα κάπου πιο δροσερά), αλλά διαφωνώ εντελώς με την ιδέα ότι το αν έχεις ή δεν έχεις δεσμούς μ’ ένα μέρος, εξαρτάται από το τυχαίο γεγονός της γέννησης σου. Δεσμούς, τελικά, έχουμε με μέρη κι ανθρώπους που επιλέγουμε. Οπότε, έχω δεσμούς με τα Τρίκαλα, την Αθήνα και άλλα μέρη, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αποφεύγω πάντως να γράφω για κάτι, αν δεν το νιώθω με όλο μου το σώμα, αν δεν αντιδρώ ή δεν εντάσσομαι σ’ αυτό ή αν δεν μπορώ ψύχραιμα και με προσοχή, να το παρατηρήσω καθαρά και συστηματικά, ώστε να το καταλάβω κάπως, όσο μπορώ. Δεν το κάνω αυτό, επειδή φοβάμαι ότι θα βγει κακό γράψιμο. Οπότε, αν δεν ένιωθα δεμένη σωματικά, υλικά, με την πόλη όπου ζω κάμποσα χρόνια τώρα ή αν δεν είχα αφιερώσει ώρες παρατήρησης, από κοντά κι από απόσταση, δεν θα ‘γραφα γι αυτήν. Την Αθήνα την παίρνω όπως είναι, όμορφη και πολύ βρώμικη. Μ’ αρέσει το φως και οι άνθρωποι, τα σινεμά και η αποσύνθεση. Δεν είναι ακριβώς γοητεία αυτό που νιώθω. Είναι ένα αληθινό συναίσθημα αγάπης, όχι η τύφλωση της γοητείας ή της απογοήτευσης, αν ήταν άνθρωπος θα της έλεγα “μ’ αρέσεις όπως είσαι, ακριβώς όπως δεν λες σε κάποιον που αγαπάς πολύ “είσαι και λίγο ασχημούλης”, επειδή προφανώς δεν έχεις πρόβλημα μ’ αυτό.
Πάντως, παρότι είναι απολύτως σωστή η παρατήρηση ότι η Αθήνα πρωταγωνιστεί στο βιβλίο, υπάρχει και η κλεισούρα της επαρχίας σε κάποιες ιστορίες (“Η απολύμανση”, “Φτερά χήνας”) και η επιστροφή σε αθώες εικόνες των παιδικών χρόνων σε κάποιο μη αστικό τοπίο (στη “Σοκολάτα Υγείας” για παράδειγμα η αφηγήτρια θυμάται το Πήλιο όπου έμαθε να κολυμπάει και να τρώει κορόμηλα χωρίς να πνίγεται).
– Το διήγημα κι εν γένει η μικρή φόρμα πιστεύετε πως εξυπηρετεί καλύτερα τις αστικές ‘εικόνες’ που θέλετε να περιγράψετε;
Όχι. Διάλεξα το διήγημα, επειδή ταίριαζε στις ιστορίες και τη ροή τους.
Τυχαίο σίγουρα όχι. Δεν σκόπευα όμως καθόλου να κάνω κάποιου είδους λογοτεχνικό μανιφέστο ορατότητας, επειδή αυτό μάλλον θα ήταν εντελώς αντιλογοτεχνικό και αποτυχημένο εγχείρημα. Μ’ άρεσαν οι ιστορίες και τις έβαλα στη συλλογή. Γράφω, ή αυτό ήθελα να κάνω στο “Μπλε Υγρό” έστω, ρεαλιστικά και ειλικρινή διηγήματα οπότε δεν μπορώ να μην περιλαμβάνω γκέι και μετανάστες ή ακόμη και γυναίκες καλλιτέχνες, αν μ αρέσει μια ιστορία όπου περιλαμβάνονται ή πρωταγωνιστούν. Και είναι εντελώς συνειδητή επιλογή να μην γράφω μια λογοτεχνία όπου οι γυναίκες και οι γκέι αλλοιώνονται στην παρουσίαση τους προκειμένου να ταιριάζουν σ’ αυτό που νομίζει η “πλειονότητα”, το ίδιο με τους μετανάστες, τους περίεργους κλπ. Το αποτέλεσμα είναι η ορατότητα, όχι το κίνητρο.
Η απάντηση αλλάζει ελαφρώς σε σχέση με τις ιστορίες όπου η διαφορετικότητα του χαρακτήρα είναι κρίσιμη για την πλοκή και έχει κεντρικό ρόλο. Σ’ αυτές τις ιστορίες θέλω είτε να παρουσιάσω ωμά πώς μιλούν οι άλλοι για έναν άνθρωπο “διαφορετικό” (στο διήγημα “Η ξένη” καταπιάνομαι με μια γυναίκα από την Αλβανία που προσέχει μια γιαγιά στην Κυψέλη) ή να αφήσω έναν διαφορετικό άνθρωπο να μιλήσει επιτέλους για τον εαυτό του και να εκπλήξει, ίσως, με την “κανονικότητα” των επιθυμιών του και την ομοιότητα του με τους “ενταγμένους” και την “πλειονότητα”. Γι αυτό περιέλαβα, για παράδειγμα, την ιστορία “Ο Ανδρέας και ο Βασίλης δεν είναι νεκροί” που είναι ουσιαστικά μια ιστορία με κυρίαρχο θέμα το outing του Ανδρέα στη μαμά του, την ανακοίνωση δηλαδή ότι γύρισε στην Αθήνα από το Παρίσι και θέλει να ζει με το αγόρι του, που είναι λογιστής κάπου στην Πανόρμου.
– Τι γνώμη έχετε για τη γυναικεία λογοτεχνική φωνή όπως εκπροσωπείται στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή; Ξεχωρίζετε κάποια ομόφυλη σύγχρονη ομότεχνό σας;
Δεν ξέρω τι εννοούμε με τον όρο “γυναικεία λογοτεχνική φωνή”. Στο δικό μου μυαλό υπάρχει λογοτεχνία που παράγεται από γυναίκες και άντρες, αλλά αυτό δεν έχει καμία σχέση με το αν μπορεί (ή πρέπει) να χαρακτηριστεί μία λογοτεχνική φωνή ως “γυναικεία”. Τείνω να πιστεύω ότι δεν προσθέτει τίποτε να χαρακτηρισθεί ως “γυναικεία” μια φωνή, εκτός κι αν είναι περιγραφική η δήλωση με αναφορά στο φυσικό φύλο της δημιουργού ή έχει, σε άλλο πλαίσιο απ’ αυτό μιας συζήτησης σαν την δική μας, σκοπό να αναδείξει ότι η απεχθής αλλά υπαρκτή ανδροκρατία οδηγεί σε συγκεκριμένους “γυναικείους” χαρακτήρες στα βιβλία, με συγκεκριμένα “γυναικεία” μειονεκτήματα που περνούν ως “φυσικά”, οπότε χρειάζεται μια γυναικεία φωνή να πει πράγματι τι συμβαίνει ή να δώσει μία άλλη προοπτική, με βάση το φύλο. Ένας χαρακτήρας πάντως ή μία αφηγηματική φωνή μπορεί να έχει γυναικεία χαρακτηριστικά ανεξαρτήτως του φυσικού φύλου του ή της δημιουργού αρκεί ο/η δημιουργός να ξέρει να φτιάχνει ιστορίες και να χρησιμοποιεί τις λέξεις σωστά.
Πάντως, για να απαντήσω στο ερώτημα, από ξένες, θεωρώ σπουδαία γυναίκα λογοτέχνη την McBride επειδή παρουσιάζει τους γυναικείους χαρακτήρες όπως είναι. Αυτό είναι κάτι που συχνά δεν κάνουν οι άνδρες συγγραφείς, ειδικά οι κακοί ή οι μέτριοι, επειδή δεν ξέρουν να παρατηρούν και να αφαιρούν απ’ την όραση τους όλα αυτά που φαντάζονται ή έχουν διαβάσει για τις γυναίκες και γενικώς όλα τα φίλτρα ανωτερότητας ή η υπερβολής (η γυναίκα ως μαμά-αγία ή ως είδωλο) που έχουν εξαιτίας των προνομίων τους. Από σύγχρονες μου Ελληνίδες μ’ αρέσουν πολύ οι ποιήτριες Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη και Μυρσίνη Γκανά και τις θαυμάζω και τις δύο.