Γιατί δεν λέμε στους ανθρώπους πόσο τους αγαπάμε, πόσο τους εκτιμάμε, πόσο τους θαυμάζουμε όσο ζούνε; Κάθε φορά η ίδια ιστορία. «Μόλις πεθάνεις, αρχίζουν τα bonus χωρίς αποδέκτη», είχε γράψει ο Παπαγιώργης, πικρό και πρώιμο μοιρολόι για τον εαυτό του.
Το Κωστής Παπαγιώργης – Ήταν όλοι εκεί, είναι μία μονογραφία που ακολουθεί τον συγγραφέα, που αγαπήθηκε πολύ και φανατικά, στις διαδρομές του βίου του και τις συγγραφικές του περιπέτειες, αλλά πρωτίστως αποτίει την οφειλόμενη τιμή σε έναν στοχαστή που βοήθησε τον νεοέλληνα να νοικοκυρέψει τον ανοικονόμητο εαυτό του.
«Οι σχέσεις είναι μυστικές, τα γεγονότα δεν μετράνε». Ήτοι, είναι δυνατόν να θεμελιωθεί ισχυρός δεσμός ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, ακόμη κι αν αυτοί μεγαλώνουν «μαζί» από μακριά. Ο Κωστής Παπαγιώργης ήταν πάντα εκεί. Ως ανάγνωσμα, ως μελέτη, ως σπουδή. Κι όταν «έφυγε», έπρεπε να επινοηθεί εξ υπαρχής, μέσω της συγγραφής. Γιατί δεν λέμε στους ανθρώπους πόσο τους αγαπάμε, πόσο τους εκτιμάμε, πόσο τους θαυμάζουμε, όσο ζούνε; Κάθε φορά η ίδια ιστορία. «Μόλις πεθάνεις, αρχίζουν τα bonus χωρίς αποδέκτη», είχε γράψει ο Παπαγιώργης, πικρό και πρώιμο μοιρολόι για τον εαυτό του. Το Κωστής Παπαγιώργης – Ήταν όλοι εκείαποτελείται από είκοσι μία «δοκιμές» για το πρόσωπο, τη ζωή και το έργο του συγγραφέα. Tα κείμενα, που ξεκίνησαν ως αντανακλαστικός μηχανισμός επιβίωσης μπροστά στο πρώτο αποκάρωμα της απώλειας –έχοντας πάντα στο πίσω μέρος της συνείδησης να στροβιλίζει η ρήση του ιδίου, που δρούσε για εκείνον διαρκεί ο πόνος»–, καταλήγουν σε δοκίμια υπό τον ίσκιο μιας υποψίας ακαδημαϊσμού με όλα τα αμαρτωλά τερτίπια των παραπομπών και τον ψυχαναγκασμό της τεκμηρίωσης. Παρά την αρχική πρόθεση, διαφαινόμενη από τα Περιεχόμενα ακόμη, περί διαχωρισμού ενοτήτων, κυρίως προς προσανατολισμό του επίδοξου αναγνώστη –Καιρός του σκυλοζείν, Καιρός του οικουρείν, Τιρανέζικα, Addendum, ενότητες οι οποίες αφορούν τη ζωή, το έργο, τον αντίκτυπο και το προσωπικό κόστος του «περάσματος» του Παπαγιώργη στην «άλλη όχθη» αντιστοίχως–, πρώτη η ίδια η συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπη με το ανέφικτο της όποιας ταξινόμησης. Βιώματα, παιδικά και ενήλικα, διαβάσματα και ισόβιες αναγνωστικές αφοσιώσεις του συγγραφέα, γλώσσα, ιδιώματα, ύφος και είδος λόγου που διακόνησε, το δοκίμιο, όλα είναι ενιαία, αδιαίρετα και πανταχού παρόντα. Διαπερνούν το σύνολο ενίοτε ως ξεχωριστές οντότητες, ενώ άλλοτε συμπαρασύρουν ως συνονθύλευμα, οιονεί παπαγιωργικός τυφώνας τα πάντα. «Με τα χείλη που ’χω σε φιλάω», έλεγε ο Κωστής. Από την πρώτη γραμμή μέχρι την τελευταία, κάθε αράδα την κατατρύχει η ψυχόρμητη διάθεση μιας ανεξαγόραστης οφειλής. Οφειλή που κι αν ακόμη καταβάλλεται, ουδέποτε εξοφλείται. Τι θα έλεγε ο Κωστής αν ζούσε και διάβαζε αυτά τα χαρτιά; Ό,τι έλεγε πάντα. «Νόμιζα ότι μου κάνεις πλάκα».
Σερβιτζόγλου Μυρένα
Η Μυρένα Σερβιτζόγλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και έζησε στην Κατερίνη έως το 1994. Η εργασία της την έφερε στην Πράγα (2008-2010) και τα Τίρανα (2015-2018). Ζει στην Αθήνα και αρθρογραφεί από το 2014.