Ο συγγραφέας του έργου «Με νύχια και με δόντια», Ουάιλντερ Θόρντον, γράφει πως απ’ τα τέλη της δεκαετίας του ’20 άρχισε να μην βρίσκει ευχαρίστηση στο θέατρο. Παρ’ ότι το θεωρούσε την μεγαλύτερη και πιο ισχυρή τέχνη, δεν έβλεπε ωστόσο κάτι τέτοιο να επαληθεύεται στο θέατρο του καιρού του, παρά μόνο σε ένα ελάχιστο ποσοστό. Αυτή του η πεποίθηση δεν προέκυπτε φυσικά απ’ την υπέρμετρη αυστηρότητα του ούτε απ’ την έλλειψη ανάγκης και δυνατότητας να πιστέψει σε κάτι , αλλά όπως ο ίδιος ανέφερε στην ανησυχητική διαπίστωση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το θέατρο στην εποχή που ζούσε. Είχε πάψει για κάποιο λόγο να λειτουργεί διεγερτικά και αφυπνιστικά. Το θέατρο, υποστήριζε ο Ουάιλντερ Θόρντον, είχε εκπέσει σε ασήμαντη αναψυχή, είχε γίνει επικίνδυνα κατευναστικό. Μάλιστα ο ίδιος εντοπίζει τις ευθύνες και τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σε αυτή την κατάληξη, στην άνοδο της μεσαίας τάξης την περίοδο του 19ου αιώνα. Μιας τάξης που για να συντηρήσει την ύπαρξη της επικεντρώθηκε μόνο στο πώς θα βγάλει όλο και περισσότερα χρήματα για να μπορεί να τα επιδεικνύει. Η απόκτηση και η διατήρηση της ιδιοκτησίας έγινε το ύψιστο αγαθό. Μέσα σε αυτό το κλίμα, μας αναλύει ο Θόρντον, πως διαμορφώθηκε σταδιακά ένα θέατρο που δεν ήθελε αλλά ούτε και μπορούσε να ενοχλήσει.
Με αυτές τις αναφορές του Ουάιλντερ Θόρντον, ξεκίνησαν οι πρόβες μας κάπου στις αρχές του Σεπτέμβρη που μας πέρασε, για το έργο «Με νύχια και με δόντια» το οποίο μάλιστα γράφτηκε κατά τη διάρκεια του μεγάλου Πολέμου, το 1942. Άρχισαν λοιπόν να μου γεννιούνται διάφορα ερωτήματα, με το κυριότερο: αν ο ίδιος ο Θόρντον κάνει λόγο για ένα θέατρο που στην εποχή του βρίσκεται σε σήψη, σαν έναν ασθενή σε επείγουσα ανάγκη, εμείς άραγε στις μέρες μας αυτόν τον ασθενή θέλουμε να τον διασώσουμε, έστω να τον περιθάλψουμε, ή τον έχουμε εγκαταλείψει ήδη νεκρό; Ευτυχώς η ίδια η διαδικασία της πρόβας δεν μου επέτρεψε να παραμείνω για πολύ αδρανής στις σκέψεις μου. Ξεκινήσαμε με τις αναγνώσεις να μπαίνουμε στο κόσμο του έργου που σιγά σιγά φανερωνόταν μπροστά μας. Μια κωμωδία καταστροφής του κόσμου που μιλάει για καίρια ζητήματα της εποχής μας. Ο Θόρντον τα διαβλέπει πολύ προφητικά ήδη από τότε. Μέσα σε λίγες γραμμές συμπυκνώνει όλα όσα θα ζήσει ο δυτικός πολιτισμός, τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν μετά τον Πόλεμο: «Η ειρήνη θα έρθει προτού το καταλάβουμε. Θα βάζουμε το ραδιόφωνο να παίζει και θα ακούμε πώς να γίνουμε επιτυχημένες με μια νέα οδοντόπαστα.» Ή σε ένα άλλο σημείο: «Όταν είσαι στον πόλεμο στοχάζεσαι μια καλύτερη ζωή, όταν ζεις την ειρήνη στοχάζεσαι μια πιο βολική ειρήνη.» Μέσα στο έργο παραθέτει όλες τις υπαρξιακές αγωνίες που διαχρονικά απασχολούν (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να απασχολούν) τον άνθρωπο, τον οποίο με έναν τρόπο τον καταδεικνύει ως μοναδικό υπαίτιο όλων των δινών. Αφού μέσα στις χιλιετίες επαναλαμβάνει τα ίδια καταστροφικά λάθη για το είδος του αλλά και το περιβάλλον του. Είναι όμως και ο μόνος που φέρει τη δύναμη αυτό να το ανατρέψει κι αυτό το παράθυρο στην ελπίδα για τον Θόρντον υπάρχει ανοιχτό.
Ο συγγραφέας επίσης, χρησιμοποιεί ένα δραματουργικό στοιχείο για να μιλήσει μέσα απ’ το έργο του για το ίδιο το θέατρο, που τόσο πολύ τον αφορά. Δεν βλέπουμε μόνο την ιστορία της οικογένειας Ανθρώπου που προσπαθεί να διασωθεί ανά τις χιλιετίες μέσα από πολέμους, παγετώνες, φυσικές καταστροφές. Αλλά έναν θίασο που προσπαθεί να τα αφηγηθεί όλα αυτά, δίνοντας κι αυτός τον δικό του σκηνικό αγώνα. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα θέατρο μέσα στο θέατρο, με τον δικό μας θίασο που θα υποδυθεί έναν άλλο θίασο σε επείγουσα ανάγκη.
Είμαστε πια στα μέσα του Νοέμβρη, λίγο πριν την πρεμιέρα μας με την απορία μου να μένει ακόμα ανοιχτή, ποια η κλινική εικόνα του θεάτρου σήμερα; Τουλάχιστον δεν ψάχνει για σωτήρες. Έτσι κι αλλιώς έχει μάθει να επιβιώνει μόνο του, όπως η οικογένεια Ανθρώπου της ιστορίας μας. Υπάρχει όμως και η δυνατότητα να το περιθάλψουμε.