Υπάρχουν δύο κατηγορίες αναγνωστών των μεγάλων συγγραφέων: εκείνοι που διαβάζουν τους με-γάλους συγγραφείς και εκείνοι που διαβάζουν τον Μπόρχες. Η διάκριση αυτή δεν είναι, βέβαια, αξιολογική. Δεν πιστεύω ότι οι αναγνώστες του Μπόρχες αποτελούν μια κατηγορία εκλεκτότερη απ’ ό,τι, λ.χ., οι αναγνώστες του Ντοστογιέφσκι, του Κάφκα ή του Παπαδιαμάντη. Εννοώ απλώς ότι είναι μια κατηγορία διαφορετική. Και τούτο γιατί ο Μπόρχες είναι συγγραφέας που διαφέρει κατά πολύ από τους συγγραφείς που ανέφερα, πολύ περισσότερο απ’ όσο οι συγγραφείς αυτοί διαφέρουν ο ένας από τον άλλο.
Είναι αυτή η διαφορά που κάνει τους θιασώτες του έργου του Μπόρχες να νιώθουν όπως αισθάνονται τα μέλη μιας αίρεσης. Γιατί αυτό που τους ενώνει είναι μια ιδιότυπη αναγνωστική αίσθηση, η οποία παράγεται έξω από τον ορθόδοξο μηχανισμό παραγωγής της λογοτεχνικής εμπειρίας.
Αλλά σε τί συνίσταται η εκφραστική του Μπόρχες; Τί είναι αυτό που της δίνει την πρωτοτυπία της; Η ιδιαιτερότητά της βρίσκεται στο γεγονός ότι, όπως ο Καβάφης, ο Μπόρχες κάνει ποίηση με μέσα όχι ποιητικά, θέλω να πω όχι με τα γνωστά ποιητικά μέσα. Και με ποίηση εννοώ κυρίως τα “διηγήματά” του –τα κείμενα του Μπόρχες που θεωρούνται διηγήματα– και κυρίως εκείνα τα οποία συνθέτουν τα βιβλία του Ficciones και El Aleph, γιατί αυτά πιστεύω πως αποτελούν τις υψηλότερες κατακτήσεις της ποιητικής του τέχνης. Τα κείμενα αυτά δεν είναι ένας νέος τρόπος αφήγησης, όπως πιστεύεται γενικά, αλλά ένας νέος τρόπος ποίησης. Ο Καβάφης κάνει ποίηση με τα μέσα της πεζογραφίας. Ο Μπόρχες κάνει ποίηση με τα μέσα του δοκιμίου. Είναι ένας νέος τρόπος ποίησης σε πεζό, διαφορετικός από εκείνον που έχουμε συνηθίσει, όπως τα ποιήματα του Καβάφη είναι ένας νέος τρόπος ποίησης σε στίχο.
Η άποψη ότι ο Μπόρχες σημαδεύει την έναρξη του λογοτεχνικού μεταμοντερνισμού, την οποία πιπιλίζουν αρκετοί καθηγητές –οι εφευρέτες του μεταμοντέρνου– προκαλεί θυμηδία σε όσους γνωρίζουν πραγματικά το έργο του. Διότι η γραφή του Μπόρχες είναι ο συγκερασμός των -ισμών (το κράμα της λιτότητας και διαύγειας του κλασικισμού, της ενορατικότητας και του πάθους του ρομαντισμού, και της μοντερνιστικής σύνθεσης αυτών των δύο) που, οδηγώντας τη λογοτεχνική γραφή στα έγκατα του πυρήνα της, τα οποία συγχρόνως αποτελούν και τα έσχατα όριά της, πραγματοποιεί μιαν υπέρβασή τους. Η βεβαιότητα αυτών των καθηγητών ότι η λογοτεχνία μπορεί να υπάρξει και χωρίς οργανική μορφή βρίσκεται στους αντίποδες της αναζήτησης από τον Μπόρχες του αρμονικού σύμπαντος ενός γλωσσικού Άλεφ: μιας έκφρασης που, εξαλείφοντας το προπατορικό αμάρτημα της γλώσσας (τη διάσπαση της λέξης σε σημαίνον και σημαινόμενο), να ανακτά (με τη μεγαλύτερη δυνατή περιεκτικότητα και ένταση) τη χαμένη ενότητα του σημείου.
Ν.Β.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Νάσος Βαγενάς
Ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα το 1945. Διετέλεσε καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1980-1991) και καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1992-2012). Δημοσίευσε δώδεκα ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο με πεζά, και έντεκα βιβλία με δοκίμια και μελέτες πάνω σε θέματα λογοτεχνίας.