Στο φιλόξενο Καφέ του Μουσείου, έναν χώρο που τα τελευταία χρόνια δίνει βήμα διαλόγου σε καλλιτέχνες και εικαστικές ομάδες της Ελλάδας και του εξωτερικού, με στόχο να προσφέρει εικαστικά ερεθίσματα ως γέφυρα ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, παρουσιάζεται, η έκθεση του Νεκτάριου Αντωνόπουλου με τίτλο «Παράλληλοι Μονόλογοι».
Ο Νεκτάριος Αντωνόπουλος γεννήθηκε στην Τήνο και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική από τη σχολική ηλικία. Μαθήτευσε δίπλα στον «κυρ Τάκη», τον τηνιακό ζωγράφο-αγιογράφο Παναγιώτη Μεταξά, ο οποίος τον μύησε στο χρώμα και το πινέλο. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ με δασκάλους τους Γ. Γκολφίνο, Γ. Διβάρη και Λ. Ψυρράκη. Μετά την αποφοίτηση του επέστρεψε στο νησί και έκτοτε διδάσκει στο εργαστήριο ζωγραφικής Τήνου. Συγχρόνως, η ενασχόλησή του με την ύπαιθρο τον οδήγησε να διεξάγει ακαδημαϊκά μια σπουδή σχετικά με την τοπιογραφία.
Μεταξύ άλλων αναφέρει ο εικαστικός Αλέκος Κυραρίνης για τον Νεκτάριο Αντωνόπουλο:
Ο Νεκτάριος Αντωνόπουλος με παρρησία και νεανική τόλμη- αρνείται και είναι φανερό στις συνθέσεις του- να ακολουθήσει συνταγές και φόρμουλες συμπεριφοράς επιπόλαια διδαγμένες. Αναζητά το νέο μέσα από την καταστρατήγηση αυτού που θα ήταν αποδεκτό μα και πολύ αναμενόμενο. Για να το κάνει αυτό αμφισβητεί φανερά τη σιγουριά που θα του έδινε η αναπαράσταση των μορφών με βάση τη φωτοσκίαση . Θα έλεγα πως αποδεικνύοντας την ευαισθησία του και με κάποια ώριμα διατυπωμένη γραμμική ευσέβεια, προσπαθεί να ορίσει την έκταση του φωτός, υπακούοντας στην ενέργεια που του ελευθερώνει το χρώμα. Είναι δύσκολος δρόμος αυτός, ιδιαίτερα όταν στις προθέσεις σου είναι να παρασταθεί το απίθανο. Πώς να αποτυπώσεις πειστικά τη βροχή ή πώς να εντοπίσεις ζωντανό κόκκινο χρώμα κοιτάζοντας τον ουρανό τη νύχτα; Απαιτείται τα όρια της φαντασίας σου να διασταλούν, η ελπίδα σου για το αναπάντεχο να βρει δύναμη και οριοθέτηση από τον σεβασμό που σου δίδαξε η τέχνη. Μα ο Νεκτάριος ευτυχώς αγνοεί το σημαντικότερο. Επιθυμώντας την υπέρβαση, τηρεί τον σημαντικότερο σιωπηλά διατυπωμένο κανόνα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Επιμέλεια/Συντονισμός: Αιμιλία Κουγιά