Την Παρασκευή (08/11) βρέθηκα στο Fuzz Live Music Club για να παρακολουθήσω τη δεύτερη -εντός της χρονιάς- επίσκεψη του Nick Waterhouse στη χώρα μας. Ούσα από νωρίς στην μικρή ουρά που είχε δημιουργηθεί έξω από το συναυλιακό χώρο του Ταύρου, περιμένοντας το άνοιγμα των θυρών, ένα από τα πρώτα πράγματα που παρατήρησα, ήταν το ανάμεικτο ηλικιακά κοινό, κάτι που πιθανότατα σχετίζεται άμεσα με την μουσική του Waterhouse η οποία «ακροβατεί» μεταξύ παρελθόντος και παρόντος αγγίζοντας πολλές διαφορετικές γενιές.

© Άννα – Μαρία Μπάρτζη

Εισερχόμενη στο χώρο, στα decks βρίσκονταν ήδη οι Coal Miners για ένα dj set, που, όπως πολλά opening acts, παρότι θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί την αρχή μιας μουσικής γιορτής, δυστυχώς αντιμετωπίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από την πλειοψηφία του λιγοστού κόσμου ως απλά μια μουσική στο background. Οι πολύ καλές επιλογές του DJ μετέφεραν το κοινό που πλήθαινε σταδιακά, σε μια άλλη εποχή και σε συνδυασμό με τον μοναδικό ήχο που προσφέρουν οι δίσκοι βινυλίου, δημιουργήθηκε μια αυθεντική retro-soul αισθητική ατμόσφαιρα η οποία θα κορυφωνόταν με την εμφάνιση του Waterhouse που ακολουθούσε. Μεταξύ των κομματιών που απολαύσαμε ήταν τα «You’re no good» της Betty Everett, «What have you heard» του Terry Sinclair, «Alligator Bogaloo» του Lou Donaldson, «Too much whisky» των Errol Dixon & The Back Beats0, «Across 110th Street» του Bobby Womack, «Le temp de l’amour» της Françoise Hardy, «100 days, 100 nights» των Sharon Jones &The Dap-Kings, «Brown eyes, come on home» του Young Jessie, «Initials B.B.» του Serge Gainsbourg και «Twenty-four years» του Dossie Terry.

Έπειτα από δύο σχεδόν ώρες μουσικής, τριάντα λεπτά μετά τις 10, η σκηνή ετοιμάστηκε για να υποδεχτούμε τον αγαπημένο του ελληνικού κοινού, τον 33χρονο τραγουδιστή και μουσικό από την Καλιφόρνια, Nick Waterhouse. Το set ξεκίνησε ιδιαίτερα δυναμικά σε ένα πολύ όμορφο κλίμα και από τα πρώτα τραγούδια της βραδιάς ήταν το εξαιρετικό «Some Place» και μερικά από τα νέα κομμάτια που περιέχονται στον τελευταίο, τέταρτο δίσκο του, Nick Waterhouse (2019), όπως το «Wreck the rod» και το «Which was writ», καθώς και το εκρηκτικό «Song for winners», ένα κομμάτι που συνδυάζει τα soulful φωνητικά όμοια με εκείνα της δεκαετίας του ’60 με μια jazz club αισθητική. Σε αυτό το σημείο, ο κόσμος είχε ήδη ξεκινήσει να χορεύει ξέφρενα, ενώ οι ρυθμοί διατηρήθηκαν σε εξίσου υψηλό επίπεδο με το «I had some money (But I spent it και το «Dont you forget it», ένα rhythm & blues κομμάτι, σε μια διαφορετική εκτέλεση από την indie rock εκδοχή του αμερικανικού συγκροτήματος Allah-Las, οι οποίες κυκλοφόρησαν ταυτόχρονα.

© Άννα – Μαρία Μπάρτζη

Οι σαξοφωνίστες Mando Dorame (τενόρο σαξόφωνο) και «Moist» Paula Henderson (βαρύτονο σαξόφωνο), όπως διαφάνηκε από νωρίς, αποτελούσαν ένα σημαντικό τμήμα του εξαιρετικού μουσικού αποτελέσματος που προσέφερε η θαυμάσια αυτή μπάντα που συνοδεύει τον Waterhouse και της οποίας όλα τα μέλη επιδίδονταν συχνά σε αυτοσχεδιαστικά solo, αναδεικνύοντας στο έπακρο όλα τα κομμάτια τα οποία συμπλήρωναν ιδανικά τα θαυμάσια φωνητικά της Carol Hatchett. Ένα τέτοιο παράδειγμα αυτοσχεδιαστικής ελευθερίας και εξαιρετικής χημείας του συγκροτήματος ήταν το κομμάτι «Thought & Act», κατά το οποίο ο Waterhouse δημιουργούσε τη μελωδική γραμμή, την οποία ο Dorame επαναλάμβανε στο σαξόφωνο. Ακολούθησε το blues τραγούδι της ιρλανδικής μπάντας Them, «I can only give you everything» με τα εξαιρετικά φωνητικά της Hatchett να επιβραβεύονται με θερμό χειροκρότημα από το κοινό, ενώ η συνέχεια έγινε με το ρομαντικό τραγούδι αγάπης, «Wherever she goes (She is wanted.

Ένα από τα highlights της βραδιάς ήταν, κατά τη γνώμη μου, το «Pushintoo hard», η διασκευή του garage rock κομματιού του αμερικανικού συγκροτήματος The Seeds, με μερικά φανταστικά solo από τους μουσικούς, το οποίο και διαδέχθηκαν τα πολύ όμορφα «Stanyan Street», «Black glass» και το «LA Turnaround» κατά το οποίο ο κόσμος τραγουδούσε παθιασμένα το refrain. Το setlist περιελάμβανε το μελαγχολικό «Raina», το ανεβαστικό «Down in Mexico» των The Coasters, το εξαιρετικό «Katchi» και το R&B/Soul κομμάτι «Tracy» από το προηγούμενο album Never Twice (2016), τα οποία έκαναν όλο τον κόσμο να τραγουδάει και να κινείται στο ρυθμό.

© Άννα – Μαρία Μπάρτζη

Με τον Waterhouse άλλοτε να είναι γονατιστός και να επιδίδεται σε εξαιρετικά solo και άλλοτε να κινείται στη σκηνή, απολαύσαμε το «(If) You want trouble» με πολύ όμορφα solo από όλους τους μουσικούς. Φυσικά, η αγάπη του κόσμου για τον Αμερικανό και η επιθυμία του για μερικά ακόμα τραγούδια, οδήγησε σε δύο encore με το «Say I wanna know» κατά το οποίο όλα τα μέλη επιδόθηκαν διαδοχικά σε φωνητικά, να διαδέχεται το «Dead room» από το album Holly (2014) και το «El Viv» να ολοκληρώνει τη βραδιά, έπειτα από δύο σχεδόν ώρες επί σκηνής, 20 περίπου λεπτά μετά τα μεσάνυχτα.

Ο Nick Waterhouse μόλις μέσα από τέσσερα albums και τις εξαιρετικές ζωντανές εμφανίσεις με τις οποίες έχει συνδέσει το όνομα του, έχει καταφέρει να δημιουργήσει έναν μοναδικό ήχο στο σύγχρονο μουσικό τοπίο, εμπνευσμένο από την μουσική του ‘50 και ‘60, που συνδυάζει στοιχεία από διαφορετικά μουσικά είδη όπως rock‘n‘roll, rhythm & blues, soul και jazz–pop παλιότερων δεκαετιών. Ο Αμερικανός είναι ένας εξαιρετικός κιθαρίστας, εκφραστικός ερμηνευτής με το πάθος και την ενέργεια να χαρακτηρίζουν τη σκηνική του παρουσία, ενώ το συγκρότημα που τον πλαισιώνει βοηθά στο να αναδειχθεί όλο το ταλέντο του. Είναι ένας καλλιτέχνης που έχει πολύ μέλλον μπροστά του και ένα ευρύ κοινό και στην Ελλάδα, το οποίο θα περιμένει την επόμενη επίσκεψή του στη χώρα μας για άλλη μια βραδιά αυθεντικής Rhythm & Βlues και Soul μουσικής, καθώς είμαι βέβαιη ότι όσοι βρέθηκαν ανάμεσα στο κοινό στο Fuzz, απόλαυσαν την εξαιρετική αυτή εμφάνιση.


Κεντρική φωτογραφία άρθρου:  © Άννα – Μαρία Μπάρτζη


Διαβάστε επίσης:

O Nick Waterhouse στο Fuzz Live Music Club