Ανήσυχο πνεύμα, παρατηρητής και αυθεντικός διανοούμενος, βασικός, ίσως και μοναδικός, εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, εξαίρετος ποιητής και δάσκαλος των Τεχνών μεταξύ άλλων, ο Νίκος Εγγονόπουλος και η καλλιτεχνική του μοναδικότητα αποτελούν το θέμα της φετινής έκθεσης στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο. Ο Νίκος Εγγονόπουλος μακριά από τα ελληνικά στεγανά που περιορίζουν αλλά με σεβασμό σε αυτά που τον αφορούν από νωρίς απέδειξε την καλλιτεχνική του ιδιοφυία και ακολούθησε τον δικό του ζωγραφικό όσο και ποιητικό δρόμο, βάφοντας με το όνομά του τους τοίχους της προσωπικής του διαδρομής, διαφοροποιώντας το ύφος του και εισάγοντας στο ελληνικό ζωγραφικό “τοπίο” στοιχεία κατά δικά του, όπως την έλλειψη προσώπου στις μορφές, ένα στοιχείο που θα τον καταστήσει ξεχωριστό και καινοτόμο. Τόσο η χρωματική του εργαλειοθήκη, τόσο η τεχνοτροπία του – για την οποία πολλοί τον κατηγόρησαν ότι έμεινε στάσιμη – όσο και η θεματολογία του, η οποία αντλούσε θέματα από την ελληνική ιστορία και την μυθολογία χάρισαν στον Εγγονόπουλο μία θέση στο ελληνικό αλλά και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Μπολιβάρ, ο ήρωας, ο αντιστασιακός στρατιωτικός και πολιτικός ηγέτης, είναι το όνομα με το οποίο αποφασίζει ο ποιητής να ονομάσει μία από τις ποιητικές συλλογές του. Αυτή η συλλογή θα χαρίσει στον Εγγονόπουλο, ο οποίος άφησε πίσω του πλούσιο ζωγραφικό, ποιητικό και πεζό έργο, την φήμη όχι μόνο του υπερρεαλιστή αλλά και του στρατευμένου δημιουργού. Ο Μπολιβάρ υπήρξε εμβληματική και εξέχουσα φυσιογνωμία, ο οποίος οργάνωσε και συμμετείχε σε απελευθερωτικά κινήματα λαών της Νότιας Αμερικής και ο Εγγονόπουλος με το Μπολιβάρ, το οποίο γράφτηκε το 1942 εν μέσω γερμανικής κατοχής υμνεί την Ελληνική αντίσταση και τον αγώνα ενάντια στον κατακτητή. Αξίζει να σημειωθεί πως η συλλογή αρχικά κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα αντίγραφα και αναγνώστηκε σε συγκεντρώσεις αντιστασιακού χαρακτήρα.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1907 έφυγε για το Παρίσι όπου πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές και φαίνεται πως η εκεί παραμονή του νεαρού Εγγονόπουλου ήταν αρκετή για να του εμφυσήσει την ανάγκη για να εκφραστεί ποικιλοτρόπως και να καλλιεργήσει το καλλιτεχνικό ταλέντο που σιγόβραζε μέσα του. Το 1932 γράφτηκε στην Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής τέχνης στο εργαστήριο των Φώτη Κόντογλου και Α. Ξυγγόπουλου, μαζί με το Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές σε Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Το 1938 φαίνεται πως είναι για τον Εγγονόπουλο σημαδιακή χρονιά μιας και στα 31 του εμφανίζεται και στα ελληνικά γράμματα αρχικά με την δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά – συγγραφέας του μανιφέστου του ντανταϊσμού καθώς και ιδρυτής του – και λίγο αργότερα την ίδια χρονιά εκδίδει και την πρώτη του ποιητική συλλογή “Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν”, η οποία όμως δεν στέφθηκε από μεγάλη αποτυχία καθώς οι κριτικές δεν ήταν και πολύ θετικές στο πρόσωπό του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Σε αυτό το διαμορφωμένο πλαίσιο λοιπόν ο Νίκος Εγγονόπουλος ανεξαρτητοποιήθηκε, έδρασε αυτόνομα και παρέμεινε πιστός στην δική του εκδοχή των πραγμάτων όλα τα χρόνια της καλλιτεχνικής του δημιουργίας μεταβάλλοντας μόνο τα θέματά του, τα οποία είναι ποικίλα. Με λίγα λόγια διατήρησε το απρόσωπο στις φυσιογνωμίες του – σε ελάχιστα έργα βλέπουμε να προσωποποιεί τους ήρωές του, όπως στο έργο “Ο Ερμής εν αναμονή” του 1939 – ενώ σημαντικό ρόλο στην επιλογή των θεμάτων του έπαιξαν τόσο οι διαπροσωπικές του σχέσεις όσο και οι αναγνώσεις του. Για παράδειγμα, η στενή σχέση με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη τον οδήγησε να εντάξει αργότερα στα έργα του ένα στοιχείο που διακρίνουμε και στον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τα κτίρια και τις έντονες γραμμές που δίνουν το αίσθημα της προοπτικής στον χώρο. Στον Νίκο Εγγονόπουλο κάθε περίοδος είναι το απαύγασμα της διάθεσής του για εξέλιξη με την δική του οπτική γωνία και μακριά από ακαδημαϊσμούς και στερεότυπα που φυλακίζουν την δημιουργία. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η χαρακτηριστική χρησιμοποίηση της φουστανέλας αντί αρχαίου μανδύα στο έργο Θησεύς και Μινώταυρος, το οποίο αναφέρεται σε ζευγάρι της ελληνικής μυθολογίας και το οποίο εκείνος αποδίδει κατά την δική του κρίση ως τη νίκη του ήρωα πάνω στο τέρας που απειλεί προσδίδοντας έτσι και έναν κωμικό χαρακτήρα στην ζωγραφική του. Είναι γεγονός πως σε πολλούς πίνακες του διαπιστώνουμε αυτή την ανάγκη να εισάγει στοιχεία του σύγχρονου κόσμου και να ανοίξει διάλογο με το παρελθόν σε μία προσπάθεια να γεφυρώσει το πριν και το τώρα με έναν αρμονικό τρόπο αλλά έτσι ώστε να γίνει και αντιληπτός από τους θεατές. Αρεσκόταν πολλές φορές σε αυτό του είδους το παιχνίδισμα, στην εισαγωγή και απόδοση δηλαδή κωμικών στοιχείων όταν για παράδειγμα θα αντικαταστήσει ένα πρόσωπο με μία λυχνία νυκτός ή όταν θα ντύσει τον ποιητή Σολωμό με αρχαίο μανδύα ανατρέποντας τα ιστορικά δεδομένα. Όλα αυτά συμβαίνουν σαν ένα θέατρο σκιών όπου ο λαϊκός ζωγράφος αποφασίζει το πως θα στήσει την σκηνή και ποια πρόσωπα θα την πλαισιώσουν.
Είναι απαραίτητο να μνημονεύσουμε τον πίνακα που ο Εγγονόπουλος φιλοτέχνησε το 1935, μια αυτοπροσωπογραφία του, η οποία θα τον συνοδεύσει στο εργαστήριό του σε όλη την διάρκεια της ζωής του και η οποία ακολουθεί το βυζαντινότροπο ύφος που διδάχτηκε από τον δάσκαλό του Φώτη Κόντογλου – μαζί με τον Τσαρούχη είχαν αναλάβει την διακόσμηση του σπιτιού του και αυτό αποτέλεσε και για τους δύο μεγάλη τιμή – τον οποίο εκτιμούσε βαθύτατα και διαφαίνεται πως η εκτίμηση αυτή ήταν αμοιβαία. Η βυζαντινή τέχνη διαδραμάτισε κομβικό ρόλο στην πορεία του έργου του δημιουργού Εγγονόπουλου και παρόλο που στην πορεία άλλαξε κατά πολύ την τεχνοτροπία του, τα χρώματά του, αυτό το μπλε του Τζιότο και το βαθύ κόκκινο του Θείου δράματος θα θυμίζουν έντονα τα χρώματα των ύστερων βυζαντινών χρόνων και τις αντίστοιχες αγιογραφίες. Μην λησμονούμε όμως πως ο Εγγονόπουλος εκτός από τον δυτικό τρόπο ζωγραφικής που εφάρμοσε και τις επιρροές που δέχτηκε, δεν ξέχασε ποτέ και την αρχαιοελληνική τέχνη ως προς την απόδοση των σωμάτων. Κυρίως στους πίνακες που απεικονίζουν ήρωες αλλά και σε εκείνους με μυθολογικά θέματα, ο Εγγονόπουλος αποδίδει το σώμα ναι μεν με μια εξπρεσιονιστική δομή και μορφή αλλά η απόδοση των μυών και του σώματος, η δύναμη και το σφρίγος αυτών γενικότερα παραπέμπουν σε αρχαιοελληνικά αγάλματα της κλασσικής περιόδου, στον περίφημο Δισκοβόλο και το άγαλμα του Ποσειδώνα σε μπρούντζο. Έργα δηλαδή σαν και αυτά που ανέφερα, τα οποία συνδέουν για μια ακόμα φορά το αρχαιοελληνικό παρελθόν και την σύγχρονη παράδοση με τέτοιο τρόπο που καθίσταται σαφής η συνέχεια της ελληνικής τέχνης δια μέσου των αιώνων.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος, εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1954 ως ο μόνος Έλληνας σουρεαλιστής αν και η συμμετοχή του ουδέποτε έγινε δεκτή με θέρμη από τους αρμόδιους, κάθε άλλο πολεμήθηκε μέχρι εσχάτων. Η έκθεση όμως αφορούσε στο κίνημα του σουρεαλισμού και ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να εκπροσωπήσει την χώρα. Λόγω του τυχαίου αυτού γεγονότος κατά μία έννοια, 72 πίνακές του θα ταξιδέψουν και θα εκτεθούν σε μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες εκθέσεις τέχνης πιστοποιώντας και επιβεβαιώνοντας το μεγαλείο του και καθιστώντας τον έναν εκ των κορυφαίων εκπροσώπων της γενιάς του ’30, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Ο Νίκος Εγγονόπουλος δεν έχει ανάγκη από φιλοφρονήσεις και διθυράμβους αλλά είναι κοινώς αποδεκτό πως ως λαϊκός ήρωας ο ίδιος και ως διανοούμενος, απεικονίζεται σε κάθε πίνακα ξεχωριστά και επιπλέον πήρε από το χέρι και πήγε την ελληνική σύγχρονη ζωγραφική και ποίηση ένα βήμα παραπέρα. Η ποίησή του είναι συνδεδεμένη με την ζωγραφική του και το αντίστροφο, κάτι που επισφραγίζει και την καλλιτεχνική ευφυΐα και ευστροφία του. Το γεγονός πως βάδισε μόνος την ανηφόρα του καλλιτέχνη, στα χνάρια του δασκάλου του Κόντογλου αποδεικνύει περίτρανα πως σαν Οδυσσέας δεν άκουσε τις Σειρήνες της εύκολης ζωγραφικής λύσης και της εμπορικότητας αλλά κινήθηκε αυτόνομα και ανεξάρτητα, έχοντας στο νου πως είναι ο πρεσβευτής και ο συνεχιστής ενός άξιου πολιτισμού που άντεξε και αντέχει στους αιώνες: “Για μένα είναι σωτηρία η ατμόσφαιρα της ρωμιοσύνης που δεν σκύβει κεφάλι, που παλεύει αδιάκοπα – μια πολιτιστική και νοηματική συνέχεια απ’ την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα”.
“Η τέχνη είναι αυτή που καταξιώνει την ζωή, την διαιωνίζει και καταργεί τον θάνατο”.
“Η τέχνη είναι ένας τρόπος να γεννηθούμε και να αναγεννιόμαστε”.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, Χώρα Άνδρου
Νίκος Εγγονόπουλος, Με τα χρώματα του λόγου και τον λόγο των χρωμάτων
Εκδόσεις: Μικρή Άρκτος
Διάρκεια έκθεσης: 25 Ιουνίου 2017 – 1 Οκτωβρίου 2017
Διαβάστε επίσης:
Αφιέρωμα στο Νίκο Εγγονόπουλο στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου