Κρίσεις για τον ποιητή γνωστές και άγνωστες, τα νεανικά λογοτεχνικά βήματα της πρώτης περιόδου, αθησαύριστα σημειώματα, ραδιοφωνικές εκπομπές και χρονικά δημιουργίας σημαντικών έργων είναι μόνο μερικά και ενδεικτικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Νίκος Γκάτσος. Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι. Ποίηση και στιχουργική 1931-1991», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος, και τα οποία ανιχνεύουν και φωτίζουν –το καθένα από άλλη οπτική γωνία– τον άνθρωπο παράλληλα με το έργο του, συμπληρώνοντας το διαρκώς μισοτελειωμένο παζλ ενός κάθε άλλο παρά σιωπηλού «ευαίσθητου ληστή» των συναισθημάτων μας.
Μέσα στα πολλά κεφάλαια του βιβλίου θα συναντήσουμε την απάντηση για την εκδοτική ανακοπή που ακολούθησε τη μία και μοναδική Αμοργό‧ ακόμη, τη σάτιρα και την πολιτική διάσταση των στίχων του.
Ένα βιβλίο-αποτέλεσμα εικοσαετούς έρευνας, που στοχεύει, μέσα από μια αναθεωρημένη γραφή, να απευθυνθεί σε ένα ευρύ κοινό. Κυρίως, σε οποιονδήποτε ενδιαφέρεται να αποκτήσει επαρκή και τεκμηριωμένη επιστημονικά εικόνα σχετικά με τον άνθρωπο για τον οποίο η Γλώσσα και η Πατρίδα στάθηκαν «η πρώτη του παρηγοριά και η στερνή του ελπίδα» –όπως εύστοχα είπε ο ίδιος στους τελευταίους στίχους του– και του οποίου το έργο είναι πιο επίκαιρο από ποτέ στα «ασυλλόγιστα χρόνια» που ζούμε.
Όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει κάποιος για τον σπουδαιότερο ποιητή στίχων της ελληνικής μουσικής, τον μυστηριώδη Νίκο Γκάτσο, ίσως θα μπορούσε να τα καταλάβει και μόνο από τους εμβληματικούς και ευαίσθητους στίχους του – στίχοι ρωμαλέοι, φιλοσοφικοί, λιτοί, μικρές ιστορίες που πραγματεύονται σχεδόν οτιδήποτε απασχολεί διαχρονικά τον παγκόσμιο Έλληνα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Από τον χαιρετισμό της Αγαθής Δημητρούκα
«Σχεδόν είκοσι χρόνια παρακολουθώ την ενασχόληση του Σταύρου Καρτσωνάκη με το έργο του Νίκου Γκάτσου, και μάλιστα με τα τραγούδια του ποιητή. Λέω τραγούδια, γιατί είναι καθαρός ποιητικός λόγος με μουσικότητα, ο οποίος θα μπορούσε όχι μόνο να διαβαστεί αλλά και να τραγουδηθεί από οποιονδήποτε μη άμουσο αναγνώστη. Δηλαδή, δεν πρόκειται για στίχους που περιμένουν με αγωνία τη μελωδία για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους, χωρίς, φυσικά, να θέλω μ’ αυτό να υποτιμήσω τη δουλειά των συνθετών με τους οποίους συνεργάστηκε ο Γκάτσος. Κάθε άλλο. Είτε γράφτηκαν πριν από τη μελωδία είτε μετά διατηρούν μια άρρηκτη σχέση μαζί της, έτσι ώστε να αποτελεί βεβήλωση οποιαδήποτε απόπειρα για νέα μελοποίηση.»