Όπως γνωρίζετε, η ατομική έκθεση του ζωγράφου και γλύπτη Νίκου Καλαφάτη «Παράλληλοι Διάλογοι», διακόπηκε την επόμενη ημέρα των εγκαινίων, που έγιναν στις 12 Μαρτίου 2020 στην Γκαλερί Έρση, εξαιτίας του Covid-19. Από τις 11 Μαϊου, η Γκαλερί άνοιξε και η έκθεση επαναλειτουργεί, με διάρκεια έως και τις 13 Ιουνίου 2020.
Ο γνωστός καλλιτέχνης στη 17η ατομική του έκθεση, δένοντας τη ζωγραφική με τη γλυπτική, «σκηνοθετεί» τα καινούρια του έργα, γλυπτά ή επίτοιχα, δουλεμένα κυρίως σε σίδηρο και επιζωγραφισμένα, σε ένα εναλλακτικό εικαστικό περιβάλλον. Ο μικρόκοσμος των «Εκ φύσεως» όντων του συνομιλεί με τα ποιητικά καράβια των «Πλεύσεων», τις ανθρώπινες φιγούρες και το θεατή, ιχνογραφώντας ένα άλλο ταξίδι μέσα στο ταξίδι, που αναστοιχειοθετεί την ίδια τη σχέση μας με τη φύση και την προσμονή μιας Άνοιξης.
Ο Μάνος Στεφανίδης γράφει, μεταξύ άλλων, στον Κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση: «Αν η τέχνη είναι ένα παιχνίδι πολύμορφο, γεμάτο ανατροπές και εκπλήξεις, χρώματα και ιδέες, τότε ο Νίκος Καλαφάτης έχει συλλάβει απόλυτα το νόημά της. Αν η τέχνη είναι επίσης η προσπάθεια να φτιάξουμε έναν κόσμο παράλληλο αλλά όχι ταυτιζόμενο με τον φυσικό, έναν κόσμο αυτάρκη που το όνειρο θα υποκαθιστά τη μικρονοϊκή λογική και το συναίσθημα ή η φαντασία τους γραφειοκρατικούς νόμους και τους κανόνες του, τότε πάλι ο Νίκος Καλαφάτης βρίσκεται στη σωστή πλευρά…
…Στην δουλειά του ο Νίκος Καλαφάτης χρησιμοποιεί συχνά objets trouvés δηλαδή ετερόκλητα αντικείμενα, πράγματα που μπορεί να βρει κανείς τυχαία στο δρόμο, ακόμα και σκουπίδια από αυτά που πετάνε περιφρονητικά οι μικροαστοί και τα οποία ο ίδιος μεταμορφώνει μαγικά. Το μήνυμα είναι απλό: Δεν είναι το πολυτελές υλικό που δημιουργεί το μεγάλο έργο. Είναι αντίθετα η καλλιτεχνική ιδέα που κάνει πολύτιμο ακόμα και το πιο ευτελές αντικείμενο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο ίδιος φτιάχνει πουλιά, ανθρώπους, περίεργα έντομα, τεράστια τροπικά λουλούδια, παίζει με το χρώμα, ισορροπώντας ανάμεσα στη γλυπτική κατασκευή και τη ζωγραφική, τον λυρισμό και την θεατρικότητα. Δημιουργώντας εικόνες ανάμεσα στο παραμύθι, το χιούμορ αλλά και με μία υποδόρια μελαγχολία που οι ευαίσθητοι θεατές εύκολα αντιλαμβάνονται. Μία μελαγχολία που κυρίως αναφέρεται στη χαμένη μας αθωότητα και την αδυναμία μας να την διεκδικήσουμε ξανά. Ο ίδιος ξέρει πως, υπό προϋποθέσεις, το παραμύθι, ο μύθος, η μαγεία των απλών πραγμάτων, η ανεπιτήδευτη ποίηση και το τραγούδι των υλικών ή των χρωμάτων, η μουσική των εικόνων, τελικά μπορεί να μάς σώσει. Κι είναι κρίμα πού αυτή την ευκαιρία φυγής αλλά και σωτηρίας, δεν την αξιοποιούν οι άνθρωποι όσο θα έπρεπε…»