«Τίποτα, λοιπόν, δεν πεθαίνει μέσα μας; Τίποτα δεν μπορεί να πεθάνει όσο ζούμε;»
Το συγκλονιστικό και συνάμα πικρό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Οι Αδερφοφάδες» εκτυλίσσεται στο φανταστικό χωριό Κάστελος, στα χρόνια του Εμφυλίου. Το χωριό βρίσκεται υπό τον έλεγχο του στρατού και πολιορκείται από τους αντάρτες. Ο ιερέας του, ο παπα-Γιάνναρος, δεν δέχεται τον θάνατο ως τετελεσμένο αποτέλεσμα του διχασμού και συνεχώς αναρωτιέται πού πραγματικά βρίσκεται η έννοια του δικαίου. Παρόλο που το κοινωνικό και επαναστατικό όραμα των ανταρτών τού φαίνεται κάποιες φορές σωστό, τον προβληματίζει η βία που θεωρούν αναγκαία για την επίτευξη των στόχων τους.
Οι Αδερφοφάδες είναι ένα βιβλίο-ύμνος στην υπαρξιακή ελευθερία του ανθρώπου, στην υπέρτατη αξία της ζωής πάνω από κάθε ιδεολογία.
Νίκος Καζαντζάκης
Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1883 στο Ηράκλειο της τουρκοκρατούμενης τότε Κρήτης, Παρασκευή, ημέρα των ψυχών. Για δικηγόρο τον προόριζε ο πατέρας του, ο καπετάν Μιχάλης, αφού πρώτα τον μύησε στην αγάπη και στο δέος της λευτεριάς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στα Γράμματα εμφανίστηκε με δοκίμια και άλλα κείμενα το 1906, έτος αποφοίτησής του (με άριστα) από τη Νομική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το πτυχίο φέρει και την υπογραφή του Κωστή Παλαμά ως Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου.
Ο πρώτος του γάμος, με τη Γαλάτεια Αλεξίου, έρωτας των νεανικών του χρόνων, κατέληξε σε διάσταση και διαζύγιο. Την ευτυχία βρήκε ο Καζαντζάκης στη δεύτερη σύζυγό του Ελένη, το γένος Σαμίου. Έγραψε ο Καζαντζάκης στον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη στις 4 Μαΐου 1957: «Στην Ελένη χρωστώ όλη την καθημερινή ευτυχία της ζωής μου· χωρίς αυτή θά ’χα πεθάνει τώρα και πολλά χρόνια. Συντρόφισσα γενναία, αφοσιωμένη, περήφανη, έτοιμη για κάθε πράξη που θέλει αγάπη».
Ο Καζαντζάκης ταξίδεψε πολύ στην Ελλάδα για να γνωρίσει τη συνείδηση της γης και της φυλής μας, όπως έλεγε ο ίδιος. Βρέθηκε και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και σε τόπους της Ανατολής. Με την Κύπρο, την οποίαν επισκέφθηκε με την Ελένη, συνδέθηκε ιδιαίτερα και τάχθηκε σταθερά υπέρ των αγώνων της για ελευθερία.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας ασκητής ο Νίκος Καζαντζάκης αναμίχθηκε και στα κοινά. Το 1945 και για 40 ημέρες διετέλεσε Υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, αλλά παραιτήθηκε, κυρίως μη αντέχοντας τα αιτήματα για ρουσφέτια. Το 1947-48 διετέλεσε τμηματάρχης της UNESCO στο Παρίσι, από όπου και πάλι παραιτήθηκε –και ας ήταν σπουδαία εκείνη η θέση– για να μπορέσει απερίσπαστα να επιδοθεί στην αγνή και αφιλόκερδη πνευματική δουλειά.
Βασικός άξονας των καζαντζακικών έργων είναι η εσωτερική ελευθερία και αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η κοινωνική δικαιοσύνη, η τόλμη, όπως εκφράζεται στον φιλοσοφικό του όρο Η Κρητική Ματιά: να κοιτάζεις άφοβα τον φόβο, να ζεις τη ζωή των θνητών και να συμπεριφέρεσαι σαν να είσαι αθάνατος, να αγωνίζεσαι για την καταξίωση της ψυχής, μιας ψυχής διαρκώς πεινασμένης και ανικανοποίητης, που κατατρώγει τη σάρκα και οδηγεί σε πνευματική υπέρβαση και λύτρωση.
Για την ακέραιη και άφοβη παρουσία του ο μεγάλος Κρητικός καταπολεμήθηκε και από την Πολιτεία και από την Εκκλησία, που με τις παρεμβάσεις τους ματαίωσαν τη σίγουρη απονομή σ’ αυτόν του Βραβείου Νόμπελ. Τη δεκαετία του ‘50 η Εκκλησία της Ελλάδος άρχισε διαδικασία αφορισμού του, αλλά δεν τόλμησε να προχωρήσει στην πράξη. Το Βατικανό το 1954 ανέγραψε το μυθιστόρημά του Ο Τελευταίος Πειρασμός στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων.
Ο Νίκος Καζαντζάκης ασχολήθηκε με όλα τα είδη τού λόγου: ποίηση, θέατρο, φιλοσοφία, ταξιδιωτική αφήγηση, μυθιστόρημα. Έκανε, επίσης, πολλές μεταφράσεις και διασκεύασε στα ελληνικά μεγάλο αριθμό παιδικών βιβλίων. Μυθιστορήματά του έγιναν πολυβραβευμένες ταινίες, όπως ο Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης, με πρωταγωνιστές τον Άντονυ Κουίν και την Ειρήνη Παπά, και Ο Τελευταίος Πειρασμός, που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορσέζε.
Κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Κίνα, εισήχθη στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου πέθανε στις 26 Οκτωβρίου 1957, στις 10:20 το βράδυ. Νεκρός μεταφέρθηκε στην Αθήνα και μετά στην Κρήτη. Τάφηκε στην Τάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα βενετσιάνικα τείχη του Ηρακλείου.
Σήμερα θεωρείται διεθνώς ένας οικουμενικός συγγραφέας και στοχαστής, ένας κλασσικός. Είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Νεοέλληνας συγγραφέας και σχεδόν δεν υπάρχει άνθρωπος που ξέρει να διαβάζει και δεν θα μπορέσει σε κάποια γλώσσα να διαβάσει Καζαντζάκη.
Στον τάφο του, που είναι παγκόσμιο πνευματικό προσκύνημα, έχει τοποθετηθεί το επιτύμβιο που εκείνος ζήτησε:
Δε φοβούμαι τίποτα.
Δεν ελπίζω τίποτα.
Είμαι λέφτερος.