«H θάλασσα όργιάζει κι [ό ναύτης] άκούει τά κύματα νά χορεύουν μέσα σέ μιά σκοτεινή νύχτα». Με αυτό τον παραστατικό τρόπο περιέγραφε ο Νίκος Σκαλκώτας τον Χορό των Κυμάτων, που δίνει τον τίτλο στο δεύτερο CD με ηχογραφήσεις έργων του σπουδαίου Έλληνα συνθέτη από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Μετά την κυκλοφορία του Νεοκλασικού Σκαλκώτα (αρ. καταλόγου: 8.574154) τον Φεβρουάριο του 2020, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μπαίνει ξανά στο ιδιότυπο σύμπαν του συνθέτη, ερμηνεύοντας τρία ανεκτίμητα γραπτά του.

Η αρχή γίνεται με την Πρώτη σειρά από τους δημοφιλείς 36 Ελληνικούς Χορούς. Σύνθεση πρωτοποριακή για την εποχή της που μέσα από το προσωπικό ιδίωμα του Σκαλκώτα μετουσιώνει θέματα και σπαράγματα από τη δημοτική μουσική μας παράδοση. Αποτέλεσμα; Ένα έργο που περιέχει την πεμπτουσία της ελληνικής μουσικής, τον ρυθμό, το ύφος και τη ζωντάνια της, συμπυκνωμένα σε συμφωνικά ποιήματα. Ακολουθούν αποσπάσματα από το μεγάλο λαϊκό μπαλέτο Η Θάλασσα, μια συνεργασία του Σκαλκώτα με τη φωτισμένη χορογράφο και μουσικοπαιδαγωγό Πολυξένη Ματέυ, που ολοκληρώθηκε λίγο πριν τον πρόωρο θάνατο του το 1949. Το CD κλείνει με τη μυθική Σουίτα αρ. 1 για μεγάλη ορχήστρα. Σύνθεση πολύπλοκης υφής από την εποχή που ο Σκαλκώτας ήταν τελειόφοιτος στην τάξη του Arnold Schoenberg. Έξι χρόνια αργότερα, κατάφερε να την αναπλάσει εξολοκλήρου από μνήμης, αφού όλα τα χειρόγραφα είχαν μείνει στο Βερολίνο. Διευθύνει ο διεθνούς φήμης αρχιμουσικός και πρώην Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ορχήστρας, Στέφανος Τσιαλής.

To CD εισάγεται κατ’ αποκλειστικότητα και διανέμεται από το δισκοπωλείο Opera Compact Disc (Ακαδημίας 57). Η έκπτωση 20%, την οποία το δισκοπωλείο προσφέρει στους φίλους της μουσικής, ισχύει και για το εν λόγω CD παρότι πρόκειται για νέα κυκλοφορία.

Το CD πωλείται επίσης σε όλα τα ενημερωμένα δισκοπωλεία της χώρας.

Το CD με μια ματιά

ΝΙΚΟΣ ΣΚΑΛΚΩΤΑΣ (1904-1949)

36 Greek Dances for orchestra: Series I (1931-1935)
[36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα: Σειρά Ι]
[1]1. Tsamikos – ‘An Eagle’ [Τσάμικος – ‘Ένας αητός’] (1933)
[2]2. Cretikos [Κρητικός] (1933)
[3]3. Εpirotikos [Ηπειρώτικος] (1933)
[4]4. Peloponnesiakos [Πελοποννησιακός] (1931)
[5]5. Cretikos – ‘I Enjoy No Other Dance’ [Κρητικός – ‘Άλλον χορό δεν χαίρομαι’] (1935)
[6]6. Klephtikos [Κλέφτικος] (1935)
[7]7. Sifneikos [Σιφνέικος] (1935)
[8]8. Kalamatianos [Καλαματιανός] (1935)
[9]9. ‘Dance of Zalongo’ [‘Ο χορός του Ζαλόγγου’] (1935)
[10]10. Macedonikos [Μακεδονικός] (1935)
[11]11. ‘O Lads, Who Threw the Apple…?’ [‘Παιδιά και ποιος το πέταξε’] (1935)
[12]12. Thessalikos [Θεσσαλικός] (1935)

The Sea, folk ballet. Three excerpts for chamber orchestra (1949)
[Η θάλασσα, λαϊκό μπαλέτο. Τρία αποσπάσματα για μικρή ορχήστρα]
[13]Ι. The Trawler [Η τράτα]. Moderato – Andante
[14]ΙΙ. ‘Nocturne’ (Calm) [‘Νυκτερινό’ (Γαλήνη)]. Andante moderato – Calmo espressivo
[15]ΙΙΙ. Dance of the Waves [Ο χορός των κυμάτων]. Allegro molto vivace

Suite No. 1 for large orchestra (1929/1935)
[Σουίτα αρ. 1 για μεγάλη ορχήστρα]
[16]Ι. Overture: Moderato
[17]ΙΙ. Tema con Variazioni: Allegretto – Allegro – Andante – Allegretto
[18]III. March: Allegro giusto
[19]IV. Romance: Adagio
[20]V. Siciliano – Barcarole: Allegretto moderato
[21]VI. Finale – Rondo: Presto

Για την ιστορία

Λίγες είναι οι ορχήστρες που έχουν την τύχη να συγκαταλέγονται στα μέλη τους συνθέτες του ύψους του Νίκου Σκαλκώτα. Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών — στην οποία ο συνθέτης υπηρέτησε ως βιολονίστας από την ίδρυσή της μέχρι και τον απροσδόκητο θάνατό του, αλλά και αρκετά χρόνια από την προϊστορία της ως Ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών — είναι υπερήφανη για αυτήν την ιστορική συγκυρία και το ελάχιστο που θα μπορούσε να κάνει για να τον τιμήσει είναι να παρουσιάζει και να δισκογραφεί συστηματικά τα έργα του. H παρούσα δισκογραφική έκδοση είναι η δεύτερη στη σειρά αυτής της προσπάθειας και περιλαμβάνει τρία αντιπροσωπευτικά έργα της πολύπλευρης εργογραφίας του για ορχήστρα.

Οι 36 Ελληνικοί Χοροί του Νίκου Σκαλκώτα θεωρούνται το πιο δημοφιλές έργο της έντεχνης μουσικής δημιουργίας στην Ελλάδα. Πρόκειται για μία συλλογή που απαρτίζεται από τρεις δωδεκάδες χορών (Σειρά Ι, ΙΙ, ΙΙΙ), χωρίς βέβαια να απαιτείται υποχρεωτικά η συνολική της παρουσίαση. Η σύνθεση της πρώτης σειράς, η οποία περιλαμβάνεται ολόκληρη στην παρούσα δισκογράφηση, απασχόλησε τον συνθέτη ήδη από τα χρόνια του Βερολίνου, οπότε συνέθεσε τον Πελοποννησιακό (Σειρά Ι, αρ. 4), και συνεχίστηκε στην Αθήνα το 1933, πρώτη χρονιά της επιστροφής του σε αυτήν, όταν έγραψε τους τρεις πρώτους χορούς (Σειρά Ι, αρ. 1-3), ενώ δύο χρόνια αργότερα (1935) συμπλήρωσε την πρώτη δωδεκάδα (Σειρά Ι, αρ. 5-12). Λόγω της μεγάλης διάδοσης του έργου, και ιδίως των χορών της πρώτης σειράς, ο Σκαλκώτας επιμελήθηκε πολυάριθμα χειρόγραφα για κάθε χορό (μέχρι και 10 για τον Κρητικό, Σειρά Ι, αρ. 2, όλα με μικροδιαφορές μεταξύ τους), και επίσης μετέγραψε αρκετούς από αυτούς σε διάφορες εκδοχές (για σόλο πιάνο, για βιολί και πιάνο, για κουαρτέτο εγχόρδων, για ορχήστρα εγχόρδων, για ορχήστρα πνευστών κ.ά.). Παρ’ όλα αυτά, δεν σώζεται κάποια σημαντική αναθεώρηση για τους χορούς της πρώτης σειράς, σε αντίθεση με αυτούς της δεύτερης και της τρίτης που τους επανεπεξεργάστηκε κατά την τελευταία χρονιά της ζωής του. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τέσσερις πρώτοι χοροί της πρώτης σειράς είναι ένα από τα τρία μόλις έργα που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής του συνθέτη (Έκδοση του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Αθήνα 1948).

Η πρώτη εκτέλεση των τεσσάρων πρώτων χορών έγινε στις 21.1.1934, στο Θέατρο «Ολύμπια», από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Ωδείου Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου. Έκτοτε ακολούθησαν πολυάριθμες εκτελέσεις τόσο αυτών όσο και αρκετών από τους υπόλοιπους. Στο πρόγραμμα της συναυλίας της 12.1.1941, όπου ο αρχιμουσικός Φιλοκτήτης Οικονομίδης διηύθυνε την ίδια ορχήστρα σε μία επιλογή έξι χορών, ο Σκαλκώτας αναφέρει:

Ἡ ταπεινὴ προσπάθεια τῆς μουσικῆς ἐπεξεργασίας μου […] τείνει πρὸ παντὸς εἰς τὸ νὰ πλησιάσῃ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ μεγάλου κοινοῦ εἰς τὴν μουσικὴν μου καὶ μὲ ξεκούραστο τρόπο νὰ ἐννοήσῃ, στὸ πρῶτο ἄκουσμα, ὅλη τὴ μουσικὴ ἀνάπτυξι καὶ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνῃ ὅλη τὴ χάρι καὶ τὴ δροσιὰ κάθε ἑλληνικοῦ λαϊκοῦ θέματος καὶ κάθε ἑλληνικοῦ ρυθμοῦ.

Η βασική ιδέα του έργου απέχει από την τότε κυρίαρχη τάση των συνθετών της Εθνικής Σχολής· σκοπός της δεν είναι η «εκμετάλλευση» του παραδοσιακού μουσικού υλικού στο πλαίσιο μίας έντεχνης εναρμόνισης και ενορχήστρωσης ευρωπαϊκού τύπου, αλλά η δημιουργία καινοτόμων μορφών ορχηστρικής επεξεργασίας, που μπορεί να έχουν ως αφετηρία θεματικό υλικό ή σπαράγματα δανεισμένα από την ελληνική δημοτική μουσική, όμως στη συνέχεια μετεξελίσσονται σε οργανικά στοιχεία μιας νέας μουσικής σύνθεσης, στην οποία μάλιστα πολλές φορές η σχέση με το παραδοσιακό υλικό αμβλύνεται, καθιστώντας την δευτερεύουσας σημασίας. Η πρωτοτυπία του συνθέτη στα καίρια ζητήματα της προσωπικής αρμονικής γλώσσας (στο πλαίσιο της διευρυμένης τονικότητας), της λεπτεπίλεπτα επεξεργασμένης ρυθμικομελωδικής δομής και της περίτεχνης ενορχήστρωσης, υπηρετεί εδώ σύντομες, μα αυτοτελείς, μουσικές φόρμες που έχουν ως βάση τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ενότητας (συνέχειας) και αντίθεσης, με τελικό στόχο την ισορροπία μορφής και περιεχομένου, στοιχεία που, λειτουργώντας σωρευτικά, καθιστούν το συγκεκριμένο έργο μνημειώδες για τον ελληνικό πολιτισμό.

Το θεματικό υλικό των χορών πηγάζει: α) από τη βιωματική επαφή του συνθέτη με τη μουσική της πατρίδας του, β) από δημοσιευμένες συλλογές καταγραφών ελληνικής δημοτικής μουσικής της εποχής του και γ) από δικές του καταγραφές δημοτικών τραγουδιών και οργανικών σκοπών που είχαν προηγουμένως ηχογραφηθεί σε δίσκους γραμμοφώνου των 78 στροφών, μέσα από τη σχεδόν διετή συνεργασία του (1934-35) με τη Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ, ιδρύτρια του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου. Όσα θέματα δεν είναι δανεισμένα από την ελληνική παράδοση είναι δημοτικοφανείς επινοήσεις του συνθέτη, κατά το πρότυπο αντίστοιχων θεματικών κατασκευών από τον Béla Bartók. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι ο Θεσσαλικός (Σειρά Ι, αρ. 12).

Η συνεργασία του Σκαλκώτα με την Πολυξένη Ματέυ (1902-1999), εξέχουσα προσωπικότητα της μουσικής παιδαγωγικής και του χορού στην Ελλάδα, έγινε αφορμή για να προστεθεί στην εργογραφία του συνθέτη όχι μόνο το πιανιστικό έργο Η γη και η θάλασσα της Ελλάδας (1948, σε έξι μέρη), αλλά και δύο παράγωγα αυτού: η ενορχηστρωμένη εκδοχή των τεσσάρων πρώτων μερών του έργου, σε μία μικρή χορευτική σουίτα υπό τον τίτλο Τέσσερις Εικόνες (1948-49), αλλά και το πρόπλασμα για τη δημιουργία του μεγάλου λαϊκού μπαλέτου Η θάλασσα (1949). Ήδη στην πιανιστική εκδοχή του 1948 συναντούμε δύο επί μέρους τίτλους: α) Η τράτα και β) Ο χορός των κυμάτων. Ο συνθέτης ενθουσιάστηκε με το θέμα και συνέχισε την κατ’ ανάθεση σύνθεση ενός καθαρά «θαλασσινού» μπαλέτου μεγάλης πνοής που αποτελείται από ένδεκα συνολικά μέρη και το οποίο δεν είχε ποτέ μέχρι σήμερα την τύχη να παρουσιαστεί χορογραφημένο στην ολότητά του, παρά μόνο σε μορφή συμφωνικής σουίτας για μεγάλη ορχήστρα.

Λίγους μήνες πριν από τον αδόκητο χαμό του (Σεπτέμβριος 1949), ο Σκαλκώτας πρόλαβε να ακούσει να εκτελούνται μόνο τρία από τα ένδεκα μέρη του έργου, επεξεργασμένα από τον ίδιο για μικρή ορχήστρα. Τα τρία αυτά μέρη πρωτοπαρουσιάστηκαν υπό τη διεύθυνση του συνθέτη και αρχιμουσικού Κωνσταντίνου Κυδωνιάτη (1908-1996) στις 31 Ιουλίου 1949, σε μία μουσικοχορευτική εκδήλωση της Σχολής Ματέυ στο πλαίσιο της Ναυτικής Γιορτής της Αίγινας που διοργανώθηκε από την Περιηγητική Λέσχη. Η χορογραφία στην Τράτα και στον Χορό των κυμάτων ήταν της Υβόννης ντε Κίρικο, ενώ το Νυκτερινό παρουσιάστηκε ως ενδιάμεσο ορχηστρικό μέρος.

Στο αυτόγραφο εισαγωγικό σημείωμα της Θάλασσας (με ημερομηνία 29 Ιουνίου 1949) ο συνθέτης αναφέρει επιγραμματικά για την Τράτα:
«Ἡ θάλασσα κοπάζει, ἡ Φύση σὲ λίγο γαληνεύει —μιὰ τράτα τῶν ψαράδων ποὺ τραγουδᾶνε τὸν φέρνει [τὸν πρωταγωνιστὴ —ἕναν ναύτη] σὲ ἄλλη πραγματικότητα», αφού είχε προηγηθεί ο Χορός των κυμάτων που περιγράφει μια τρικυμία, όπου «ἡ θάλασσα ὀργιάζει κι [ὁ ναύτης] ἀκούει τὰ κύματα νὰ χορεύουν μέσα σὲ μιὰ σκοτεινὴ νύχτα».

H Σουίτα αρ. 1 για μεγάλη ορχήστρα (1929/1935) αποτελεί έναν μύθο στην εργογραφία του Σκαλκώτα. Είναι γνωστό πως όταν ο συνθέτης εγκατέλειψε το Βερολίνο, γύρω στον Μάρτιο του 1933, άφησε πίσω του περίπου 70 χειρόγραφα έργων του, νομίζοντας ότι η επιστροφή του στην Αθήνα θα ήταν προσωρινή. Ανάμεσα σε αυτά τα χειρόγραφα βρισκόταν και αυτό της Σουίτας αρ. 1. Θέλοντας λοιπόν να αναπλάσει την παρτιτούρα ενός ώριμου έργου της περιόδου των σπουδών του στην τάξη του Arnold Schoenberg, την ξανάγραψε από μνήμης έξι χρόνια αργότερα! Δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε σήμερα τη σύγκριση με την αρχική παρτιτούρα, όπως και να έχει, όμως, η ανασύσταση του έργου, δεδομένης της πυκνότητας και της πολύπλοκης υφής του, αποτελεί έναν άθλο για τον συνθέτη, όσο εκπληκτική μνήμη και να διέθετε.

Στον σύντομο πρόλογό του για το έργο αναφέρει:
Τὴν Σουΐτα αὐτὴ τὴν ἔγραψα στὰ 1929 εἰς τὸ Βερολῖνον. Εἶναι σὲ ἕξη μέρη: Ouvertüre, Tema con Variazioni, Marsch, Romance, Siciliano–Barcarole καὶ Rondo–Finale. Τὰ μέρη αὐτὰ συνδέονται μουσικῶς καὶ θεματικῶς ἐξ ἴσου ὅπως καὶ τὸ καθένα ξεχωριστά. Ἡ μορφὴ ὅλου τοῦ ἔργου εἶναι συμφωνική. Ἡ δωδεκάφθογγος ἁρμονία κυριαρχεῖ εἰς ὅλα τὰ μέρη καὶ εἶναι αὐστηρὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐξέλιξιν τῶν θεμάτων. Ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἄλλα ἔργα (καὶ μάλιστα ἑπταφθόγγου ἁρμονίας) ἐδῶ ἀποφεύγωνται [sic] αἱ ἁρμονικαὶ μεταφοραί. Ἡ συχνὴ ἐπανάληψις τῶν ἰδίων ἁρμονικῶν στοιχείων, νομίζω ὅτι δίδει εἰς τὸν ἀκροατὴν τὴν εὐκαιρίαν νὰ συλλάβη εὐκολώτερον τὴν μουσικὴν ἔννοιαν τοῦ ἔργου, τὴν ἁρμονικὴν καὶ τὴν θεματικήν. Ἡ Σουΐτα αὐτὴ εἶναι τὸ πρῶτο μου ἔργο γιὰ μεγάλην ὀρχήστρα εἰς δωδεκάφθογγον ἁρμονίαν, ἡ ὄψις τῆς παρτιτούρας εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον διαφανής, τὸ ἄκουσμά της ἔρχεται ἀπὸ ἕνα νέον κόσμο, μιὰν ἄλλη σφαῖρα. Κάθε ρωμαντικό, λυρικὸ ἢ δραματικὸ στοιχεῖο δὲν ζητεῖ νὰ δώσει εἰς τὸν ἀκροατὴν τίποτε ἄλλο ἀπὸ ἀπόλυτον μουσικήν.

Η πρώτη εκτέλεση του έργου έγινε αρκετά χρόνια μετά από τον θάνατο του συνθέτη, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στο Birmingham, από τη City of Birmingham Symphony Orchestra, υπό τη διεύθυνση του Μarius Constant.

© Γιάννης Σαμπροβαλάκης, 2020