Το έργο Το Χαμένο Κείμενο, θα είναι μόνιμο στο Επιγραφικό Μουσείο, καθώς προτείνει στον θεατή μία πολυεπίπεδη διαδρομή στον χώρο των εκθεμάτων ενώ παράλληλα του προσφέρει μια σύνθετη οπτικοακουστική εμπειρία στον κόσμο των επιγραφικών επιστημόνων.
Το Χαμένο Κείμενο έγινε με τη συνεργασία του Επιγραφικού Μουσείου, της Ελληνικής Επιγραφικής Εταιρείας, της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (The American School of Classical Studies at Athens), του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών (Deutsches Archäologisches Institut Athen), του Κέντρου Sara B. Aleshire για τη Μελέτη της Ελληνικής Επιγραφικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, Berkeley (The Sara B. Aleshire Center for the Study of Greek Epigraphy, University of California, Berkeley), και των Αρχείων Επιγραφικής I.G. στην Ακαδημία Επιστημών Βερολίνου-Βραδεμβούργου (Inscriptiones Graecae der Berlin-Brandenburgischen Akademie der Wissenschaften).
Παράλληλα, ενισχύθηκε από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου και από το Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη. Την παραγωγή συντόνισε η Delta Pi.
-Μιλήστε μας για τους λόγους που σας οδήγησαν σε αυτή την έρευνα και συγκεκριμένα στα εκθέματα του Επιγραφικού Μουσείου;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Νίνα Παππά: Επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Επιγραφικό Μουσείο μόλις πριν 3-4 χρόνια. Ποτέ δεν είχα πάει γιατί, ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν πολύ βαρετό. Ακατανόητα κείμενα για αρχαία ψηφίσματα, μου φαίνονταν αδιάφορα. Τελικά αναγκάστηκα να πάω από υποχρέωση, νομίζω το 2014. Τότε ακόμα δεν είχαν ανακαινίσει καμία αίθουσα του Μουσείου.
Όταν πρωτομπήκα στις αίθουσες αντίκρισα μία υπέροχη αποθήκη με μεγάλες επιγραφές, αλλά και άπειρα μικρά θραύσματα σε ανοιχτά ράφια που βρίσκονταν δίπλα μου. Μπορούσες όλα να τα πλησιάσεις στο εκατοστό και δεν υπήρχε η γνωστή, παγωμένη τάξη των μουσείων. Δεν μπορούσα να διακρίνω πάντα γράμματα, έβλεπα πέτρες, που βρίσκονταν εκεί ανακατεμένες, σαν να τις ακούμπησε κάποιος πρόχειρα. Τα εκθέματα ήταν αποκαθηλωμένα, δεν είχαν απόσταση από τον επισκέπτη, δεν υπήρχε το δέος που «οφείλει» να προκαλεί ένα μουσειακό έκθεμα, αλλά η γοητεία ενός ανεπιτήδευτου χώρου που έχει να σου αφηγηθεί πολλά.
Άρχισα να κοιτάζω τις επιγραφές. Πράγματι, καταλάβαινα ελάχιστα, αλλά η εικόνα των κειμένων αυτών ήταν καθηλωτική. Υπάρχουν επιγραφές με τόσο άρτια γράμματα που μοιάζουν να είναι εκτυπωμένες, άλλες οι οποίες φαίνονται σαν απλά κομμάτια πέτρας και σε μία πολύ μικρή λωρίδα διακρίνεις 3-4 γράμματα, γιατί όλο το υπόλοιπο έχει σπάσει, ή έχει σβηστεί. Όλα τα μικρά θραύσματα βρίσκονται εκεί, περιμένοντας την ερμηνεία τους και το συνταίριασμά τους με το μητρικό τους κείμενο. Μου φάνηκε σαν να ακούω ψιθύρους.
Πέραν αυτών, ποτέ δεν είχα δει σε μουσείο μεγάλους αριθμούς από λαδομπογιά πάνω στο έκθεμα. Εδώ όλα τα θραύσματα φέρουν έναν αριθμό, ο οποίος είναι γραμμένος επάνω τους. Κάποιες φορές, ο αριθμός είναι τόσο έντονος, που καταλαμβάνει μεγαλύτερη επιφάνεια από το κείμενο της πέτρας. Κατάλαβα φυσικά ότι πρόκειται για κάτι σχετικό με την μελέτη τους. Η αφετηρία ήταν αυτό: ο λόγος που ο αριθμός, άρα η μελέτη τους, είναι πιο σημαντική από την μουσειακή – εκθεσιακή τους αξία και γι αυτό είναι τόσο έντονος. Πράγματι ο αριθμός φέρει όλη την ιστορία της επιγραφής και μαρτυρά όλη την κινητικότητα που υπάρχει πίσω από αυτήν. Έτσι άρχισα να συναντώ τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα εκθέματα και όσο γνώριζα πώς δουλεύουν, τόσο μεγάλωνε το ενδιαφέρον μου.
– Σύμφωνα με το δελτίο τύπου, είναι η πρώτη φορά που ένα ανάλογο έργο πραγματοποιείται σε ελληνικό μουσείο. Πόσο εύκολο ήταν να πραγματοποιηθεί;
ΝΠ: Δεν ήταν καθόλου εύκολο, είχα να αντιμετωπίσω πάρα πολλές δυσκολίες, λόγω της δυσκαμψίας του ελληνικού δημοσίου. Έτυχε να πάρει, πήρε πολύ χρόνο, για να γίνει κατανοητός ο στόχος του έργου και εξακολουθεί η διεύθυνση του μουσείου να μην γνωρίζει πώς μπορεί να υποστηρίξει ένα έργο με αυτή την μορφή παρουσίασης, αλλά το έργο ολοκληρώθηκε και βρίσκεται εκεί σε όποιον το ζητήσει.
Μία – δύο φορές σκέφτηκα να εγκαταλείψω την προσπάθεια, αλλά συνέχισα γιατί είχα δύο πολύ σημαντικούς συνεργάτες. Ο πρώτος είναι ο Άγγελος Ματθαίου, ο επιστημονικός συνεργάτης του έργου, ο οποίος στα γραφεία της Επιγραφικής Εταιρίας με βοήθησε να βρω ένα τρόπο για να προσεγγίσω την επιστημονική πλευρά του θέματος. Επίσης με την δική του διαμεσολάβηση είχα την τύχη, να επισκεφθώ σχετικούς χώρους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και να πάρω συνεντεύξεις από χαρισματικές προσωπικότητες, έλληνες και ξένους επιγραφικούς. Μου μίλησαν για τους λόγους που επέλεξαν να ασχοληθούν με τις επιγραφές, μου έδειξαν τις σημειώσεις τους, τα συστήματά τους, τα προσωπικά τους αρχεία. Παρακολούθησα τις ζωές τους, μέσα από την παράξενη επιλογή τους, να αφιερωθούν στην μελέτη των επιγραφών. Δεν μπορούσα, να εγκαταλείψω αυτήν την πορεία, χωρίς αποτέλεσμα.
Εξ ίσου σημαντική ήταν και η συνεργασία μου με τον Γιώργο Κραββαρίτη, ο οποίος έκανε το μοντάζ του έργου. Με την συμμετοχή του σε όλη την προσπάθεια και τις συζητήσεις που κάναμε κατά την επεξεργασία του έργου, κατάφερα να υπερβώ δυσκολίες, οι οποίες κατά καιρούς μου φαίνονταν αποκαρδιωτικές.
-Μια που μιλήσαμε για μουσεία, πώς σας φαίνονται οι κινήσεις ανανέωσης των αρχαιολογικών μουσείων στην Ελλάδα σήμερα;
ΝΠ: Γενικότερα παρατηρώ ότι τα μουσεία μας σήμερα σπεύδουν, να ανακαινισθούν με τρόπους που θυμίζουν βιτρίνες καταστημάτων. Έχω δει και ταινία με λεντάκια γύρω από αρχαία κεραμικά φέρετρα. Το συγκεκριμένο μουσείο έχει παρόμοιες ταινίες γύρω από πολλά εκθέματα και όμως 5-6 χρόνια πριν, όταν πρωτολειτούργησε, θεωρήθηκε υπόδειγμα μουσείου. Κατάλληλο είναι ότι γυαλίζει, σαν να μας ενδιαφέρει η κατανάλωση και όχι η αφομοίωση της τέχνης που φιλοξενείται σε αυτούς τους χώρους.
-Το έργο αυτό αποτελεί και ένα σημαντικό εργαλείο ξενάγησης για το μουσείο, καθώς δίνει την δυνατότητα στον επισκέπτη να γνωρίσει τα εκθέματά του και παράλληλα να γνωρίσει όλη τη δουλειά που γίνεται από πίσω όπως για παράδειγμα την έρευνα και τη συντήρηση των εκθεμάτων. Πέρα από την πρακτική του πλευρά, ποια είναι τα εικαστικά στοιχεία που κουβαλά και πιο συγκεκριμένα η προσωπική σας εικαστική ματιά;
ΝΠ: Σήμερα, η ταχύτητα με την οποία η σύγχρονη τέχνη οικειοποιείται πρακτικές έρευνας και παρουσίασης από άλλα πεδία, θολώνει τα όρια μεταξύ των έργων τέχνης και των παρουσιάσεων με άλλη πρόθεση. Πάρα πολλά εικαστικά έργα βασίζονται απλώς και μόνο στην παρουσίαση μίας έρευνας, π.χ. σε συνεντεύξεις και παρουσίαση τεκμηρίων. Η αλήθεια είναι, ότι δεν μπορούμε απαραίτητα να διαχωρίσουμε απολύτως μία έρευνα η οποία τυχαίνει να έχει πρακτική χρήση, με ένα εικαστικό έργο. Συχνά, το αν θα τα θεωρήσουμε εικαστικά έργα, ή όχι, κρίνεται από το θέμα τους. Ίσως αν το videowalk είχε κοινωνικό ή πολιτικό θέμα, να μην αναρωτιόμασταν ποιά είναι τα εικαστικά του στοιχεία. Θα μπορούσα λοιπόν να εξετάσω πολιτικά το θέμα μου, ή με όποιον άλλο πιο «εικαστικό» τρόπο, δηλαδή μάλλον εννοούμε να μην υπήρχε καθόλου η χρηστική πλευρά του έργου, αλλά η έρευνα με οδήγησε σε αύτή την προσέγγιση, η οποία τυχαίνει να έχει και χρηστική αξία.
Εγώ βλέπω αυτή την περιήγηση, ως αφορμή για να αναδειχθούν διαφορετικές μορφές κειμένων: ατελή γράμματα πέτρινων επιγραφών, ιδιόχειρες σημειώσεις με υποθετικές αναγνώσεις, απόγραφα και ζωγραφικές απομιμήσεις κειμένων, στις οποίες αποδίδονται ακόμα και τα σπασίματα μίας επιγραφής. Τα κείμενα αντιμετωπίζονται πρώτα ως υλικές επιφάνειες και οι φθορές διαβάζονται ως σημεία του κειμένου. Η ύλη διαμορφώνει έναν ενδιάμεσο λόγο, ένα παρενθετικό κείμενο μεταξύ ανθρώπινης γραφής και τυχαίων συμβάντων, το οποίο απαιτεί την σύλληψη κάθε ερμηνευτικής πιθανότητας. Και αυτά τα γνωρίζουμε μέσω των αφηγήσεων κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι επιμένουν να αφιερώνουν χρόνια για την αποκρυπτογράφηση μίας μικρής πέτρας με 2 γράμματα επάνω.
-Στο video-walk εστιάζετε περισσότερο στον τρόπο μελέτης των επιγραφών και όχι για παράδειγμα στην ιστορία και προέλευσή τους Σε προσωπικό επίπεδο, πιστεύω ότι όπως και οι μελετητές δουλεύουν με θραύσματα επιγραφών, παρόμοια και εσείς έχετε δουλέψει σε προηγούμενες δουλειές σας με οπτικοακουστικά θραύσματα. Είναι ένα στοιχείο που ίσως να σας τράβηξε την προσοχή για να δημιουργήσετε αυτό το έργο; Αυτό το στοιχείο αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης δουλειάς σας;
ΝΠ: Πέρα από τις συνεντεύξεις οι οποίες, τα τελευταία χρόνια με ενδιαφέρουν ως καλλιτεχνική πρακτική. Αυτό που αποτελεί συνέχεια με την προηγούμενη δουλειά μου είναι το ενδιαφέρον μου για την φωνή και για τις ιδιόχειρες γραφές ως φυσική έκφραση του λόγου. Τα κείμενα των επιγραφών, οι σημειώσεις των επιγραφικών, τα ζωγραφισμένα κείμενα με τις ρωγμές της πέτρας ως μέρος του κειμένου, όλοι οι τρόποι με τους οποίους ένας επιγραφικός επαναλαμβάνει την μελέτη του πάνω σε ένα κείμενο, με στόχο να το αποκρυπτογραφήσει και να το τοποθετήσει ιστορικά, δηλαδή αυτή η διαλογιστική επανάληψη και η προσέγγιση ενός κειμένου με όλους τους δυνατούς τρόπους, θεωρώ ότι είναι μία πάρα πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία. Επίσης ένα ακόμα θέμα είναι ότι το αντικείμενο αυτό, μας φέρνει σε μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με την κλίμακα του χρόνου.
Ο Klaus Hallof, γερμανός επιγραφικός λεει, ότι όταν έχει την τύχη να ερμηνεύσει μία αρχαία ελληνική επιγραφή, του φαίνεται σαν να συμβαίνει ένα θαύμα, γιατί καταφέρνει να ακούσει μία φωνή 2.500 ετών.
-Σε ένα σημείο του έργου, ο μελετητής Ronald Stroud από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ αναφέρει: «Με τις επιγραφές αγγίζεις άμεσα και καταπιάνεσαι απευθείας με κάτι που δεν έχει αλλάξει από τότε που χαράχτηκε. Μπορεί να έχει φθαρεί…αλλά καταπιάνεσαι απευθείας με το πραγματικό αντικείμενο της Ιστορίας. Είναι ένα ιστορικό τεχνούργημα, όχι απλά ένα μέσο μετάδοσης. Είναι καθαυτό ένα αρχαίο αντικείμενο». Στις μέρες μας με το διαδίκτυο, τη χρήση υπολογιστών και κινητών, σταδιακά φθείρεται ο λόγος και κυρίως η γραφή. Σίγουρα η τεχνολογία αποτελεί επανάσταση και σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας. Εσείς όμως πώς βλέπετε το μέλλον, καθώς αυτό το «ξέφτισμα» της γλωσσικής έκφρασης, η οποία αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη των λαών, οδηγεί σταδιακά στην «καταδίκη» της μνήμης;
ΝΠ: Δεν πιστεύω σε τόσο δραματικά σενάρια. Πιθανόν να προσαρμοστούμε σε άλλες συνθήκες, να δημιουργήσουμε άλλες γλώσσες, να ενισχύσουμε με άλλο τρόπο την μνήμη. Άλλωστε πριν την επινόηση της γραφής οι άνθρωποι είχαν ήδη τρόπους να διατηρούν την μνήμη, όπως γινόταν π.χ. με τους μύθους.
Και όσοι δεν επιθυμούμε να παραδοθούμε στις ευκολίες της τεχνολογίας, έχουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Δεν μπορούμε να ενοχοποιούμε διαρκώς την τεχνολογία.
-Τώρα που ολοκληρώθηκε το πρότζεκτ, έχετε μπει σε σκέψεις για την επόμενη εικαστική σας αναζήτηση;
ΝΠ: Πρώτα από ολα σκοπεύω να δω τις συνεντεύξεις με τους επιγραφικούς και να καθαρίσω τις ιστορίες που δεν ειπώθηκαν μέσα στο videowalk. Πέραν αυτού υπάρχει κάτι που το σκέφτομαι εδώ και 2-3 χρόνια. Είχα αρχίσει να μαζεύω υλικό και να κάνω την έρευνά μου, δεν ξέρω ακόμα πώς θα εξελιχθεί, αλλά ελπίζω η εμπειρία από το Χαμένο Κείμενο να με «σώσει» από πολλά!
Διαβάστε επίσης:
Το Χαμένο Κείμενο: Μία βίντεο-περιήγηση της Νίνας Παππά στο Επιγραφικό Μουσείο