Η μέρα κατά την οποία ένας άνθρωπος πεθαίνει είναι και η μέρα που όλος του ο βίος, το έργο, οι πράξεις, η έννοια της ύπαρξής του, μετατρέπονται σε κληρονομιά για τον υπόλοιπο κόσμο. Σαν σήμερα, στις 21 Απριλίου του 2003, η θρυλική Nina Simone απεβίωσε σε ηλικία 70 ετών στο σπίτι της στη Νότια Γαλλία, και έτσι, αυτή η μέρα δεν θα μπορούσε, παρά να είναι αφιερωμένη στη ζωή και τα επιτεύγματα μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες που έχουν αναδειχθεί ποτέ, όχι μόνο στον κύκλο του μουσικού είδους της jazz, αλλά της μουσικής γενικότερα.
Η Eunice Kathleen Waymon, όπως ήταν το πραγματικό όνομα της Simone, γεννήθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1933 και μεγάλωσε στη μικρή πόλη Tryon του Αμερικανικού Νότου. Μεγαλώνοντας σε μια πολυμελή οικογένεια για την οποία η μουσική αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο στο σπίτι, η Simone ξεκίνησε για πρώτη φορά να μαθαίνει και να παίζει πιάνο στην πολύ μικρή ηλικία των 3 ετών. Το έμφυτο ταλέντο της διαφάνηκε από νωρίς και ο όρος «παιδί-θαύμα» θα την ακολουθούσε για πολλά χρόνια αργότερα.
Η εκπαίδευσή της στην κλασσική μουσική και η μεγάλη της αγάπη για τους διάσημους συνθέτες του είδους, διαμόρφωσαν το όνειρό της να γίνει η πρώτη έγχρωμη γυναίκα πιανίστρια κλασσικής μουσικής στην Αμερική. Ωστόσο, η ζωή, μέσα από τις επιλογές που χρειάστηκε να κάνει και τα εμπόδια που αντιμετώπισε, της επιφύλασσε μια διαφορετική πορεία. Το όνειρο της είχε μετατραπεί σε στόχο. Έτσι, πλήρως αφοσιωμένη στη μουσική, μελετούσε από μικρή περισσότερες από 8 ώρες κάθε μέρα, σχεδόν αποκομμένη από τον κόσμο. Όταν τελείωσε το σχολείο, πέρασε έναν χρόνο στην περίφημη Σχολή Julliard στη Νέα Υόρκη, όσο προετοιμαζόταν για την οντισιόν που θα την έφερνε πιο κοντά στον στόχο της και θα έκρινε την εισαγωγή της στο Curtis Institute of Music στη Φιλαδέλφεια,ένα από τα πιο επιλεκτικά Ιδρύματα Ανώτατης Εκπαίδευσης στον κόσμο.
Το αρνητικό αποτέλεσμα της οντισιόν και η απόρριψή της, ανέτρεψαν όλα της τα σχέδια. Έχοντας ήδη εργαστεί πολύ σκληρά για να τα παρατήσει, ένιωθε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Διατηρώντας τον στόχο της, ξεκίνησε να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα με έναν από τους καθηγητές του Ινστιτούτου που την είχε απορρίψει. Για να μπορεί, ωστόσο, να χρηματοδοτεί τα μαθήματα αυτά, αναγκάστηκε να ξεκινήσει να εργάζεται ως πιανίστρια σε ένα νυχτερινό μαγαζί στο Ατλάντικ Σίτι, όπου υποχρεώθηκε να τραγουδά,παράλληλα με το πιάνο. Μη θέλοντας να γίνει αντιληπτή από την οικογένειά της που δεν θα αποδεχόταν ποτέ την επιλογή της να παίζει την απαγορευμένη «Μουσική του Διαβόλου» (devil’s music) -όπως ονομάζονταν η jazz και blues κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα- υιοθέτησε το καλλιτεχνικό όνομα Nina Simone.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Αυτή ήταν η αφετηρία μιας μουσικής καριέρας που θα χάριζε στη Simone δόξα, χρήματα και μια θέση στην αιωνιότητα. Πρωτοτυπία, εκρηκτικότητα, πάθος, αυθεντικότητα, εκκεντρικότητα, ιδιοτροπία, αλαζονεία, ασέβεια: αυτές είναι μόνο μερικές από τις λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν την πολυδιάστατη φύση της Nina Simone.
Ωστόσο, πέρα από τις λέξεις, ο καλύτερος τρόπος για να αποτυπωθεί η μουσική και πολιτισμική κληρονομιά της Nina Simone είναι μέσα από τη μουσική και τα τραγούδια της, αλλά και την κατανόηση των διαφορετικών ρόλων που υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της ζωής της ως πιανίστρια, τραγουδίστρια, συνθέτης, τραγουδοποιός, ακτιβίστρια.Η πλούσια δισκογραφία της Simone, με πάνω από 30 άλμπουμ, καθιστά ακόμα πιο δύσκολη την προσπάθεια επιλογής μόνο μερικών κομματιών για να αναδειχθεί η μουσική της ιδιοφυΐα. Ωστόσο, προσπάθησα, στη συνέχεια, να συγκεντρώσω μερικά κομμάτια που έχουν μείνει χαραγμένα στη μουσική ιστορία, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων προσωπικών αγαπημένων.
Δεν θα μπορούσα παρά να ξεκινήσω με το κομμάτι που τοποθέτησε την Simone στον μουσικό ορίζοντα και της έδωσε για πρώτη φορά μια θέση στα αμερικανικά charts. Πρόκειται για την τρυφερή και μελαγχολική μπαλάντα «I Loves You, Porgy» που γράφτηκε το 1935 για την όπερα του Broadway «Porgy and Bess», σε μια μοναδική διασκευή όπου, μέσα από τα υπέροχα φωνητικά της Simone, αναδεικνύεται η ευαίσθητη πλευρά της και έρχεται να αλλάξει για πάντα τον τρόπο που ο μουσικός κόσμος θα άκουγε το συγκεκριμένο κομμάτι το οποίο, μέχρι εκείνη την εποχή, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την θρυλική Billie Holiday. Ένα στοιχείο που ξεχώριζε την Simone ήταν η ικανότητά της να δίνει νέα πνοή στα τραγούδια που διασκεύαζε, μεταξύ των οποίων αδιαμφισβήτητα συγκαταλέγονται τα εξαιρετικά «I Put a Spell on You» και «Wild Is the Wind».
Ένα από τα πολλά κομμάτια στα οποία είναι εμφανής η επιρροή της Simone από το μουσικό είδος gospel, είναι το «Nobody’s Fault But Mine», ένα gospel blues τραγούδι του Blind Willie Johnson (1927), το οποίο χαρακτηρίζεται από την ξεχωριστή αφηγηματική ικανότητά της να αποτυπώνονται στη φωνή της όλα τα συναισθήματα που βιώνει ο ήρωας μιας ιστορίας, όσο πολύπλοκα και εάν είναι. Εν προκειμένω, σκιαγραφείται εξαιρετικά η εσωτερική, πνευματική μάχη ενός ανθρώπου που από την μία πλευρά,προσπαθεί να ακολουθήσει το δρόμο προς την σωτηρία, διαβάζοντας τη Βίβλο και ακολουθώντας όσα υπαγορεύει η πίστη του, και από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει το φόβο της καταδίκης, εάν αποτύχει.
Ένα από τα διασημότερα τραγούδια της Simone είναι το «Sinnerman», ένα αφροαμερικανικό παραδοσιακό spiritual τραγούδι που πραγματεύεται την ύστατη προσπάθεια ενός αμαρτωλού ανθρώπου που προσπαθεί να ξεφύγει από τη Θεία Δίκη την Ημέρα της Κρίσης. Το τραγούδι αυτό αποκαλύπτει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι όχι μόνο της μουσικής, αλλά και της ζωής της Simone, όπου σπουδαία θέση κατείχε η αποδοχή της καταγωγής της και η κατανόηση της παράδοσης των προγόνων της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην αυτοβιογραφία της «I Put a Spell on You: The Autobiography of Nina Simone» (1991), ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στη ζωή της ήταν η συνεχής αναζήτηση ενός μέρους όπου θα ένιωθε ότι ανήκει πλήρως. Η ανάγκη της αυτή να συνδεθεί με τις ρίζες, την οδήγησε, άλλωστε, να μετακομίσει στην Λιβερία.
Παρότι αναγνώριζε την επιτυχία της, η Simone ένιωθε ότι της έλειπε κάτι ώστε να μπορέσει να νιώσει πραγματικά ευτυχισμένη. Το νόημα που αναζητούσε πλημμύρισε τη ζωή της όταν αποφάσισε να συμμετέχει στον αγώνα για δικαιοσύνη, ελευθερία και ισότητα, μεταφέροντας έτσι, το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων στην μουσική της.
Το 1964, σε απάντηση της δολοφονίας του αγωνιστή του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων, Medgar Evers, από την ακροδεξιά οργάνωση Κου-Κλουξ-Κλαν και τον βομβαρδισμό μιας εκκλησίας στην Αλαμπάμα όπου έχασαν τη ζωή τους μικρά παιδιά της αφρικανικής κοινότητας, η Simone συνέθεσε σε λιγότερο από μια ώρα το τραγούδι «Mississippi Goddam». Αυτό αποτέλεσε το πρώτο από τα αποκαλούμενα «τραγούδια διαμαρτυρίας» (protest songs) και ξεχείλιζε από θυμό και οργή για τις διακρίσεις που βίωναν οι Αφροαμερικανοί. Με αυτό το κομμάτι, το οποίο απαγορεύτηκε στα ραδιόφωνα, η Simone με γενναιότητα είπε αυτό που κανένας-πόσο μάλλον μια γυναίκα με το δικό της κύρος-δεν τολμούσε να ξεστομίσει. Από εκεί και έπειτα, έγινε η «φωνή» του κινήματος.
Ένα μεγάλο μέρος της ζωής της Simone αφιερώθηκε στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και αυτό αποτυπώθηκε στην μουσική της ταυτότητα. Μερικά παραδείγματα αποτελούν η σπαρακτική σκοτεινή εκδοχή του «Strange Fruit»και το εξαιρετικό κομμάτι «Four Women», όπου σκιαγραφούνται τέσσερα γυναικεία προφίλ και περιγράφεται μοναδικά η εμπειρία του να είσαι έγχρωμη γυναίκα.
Η Simone απεχθανόταν τον όρο που της είχαν προσδώσει ως «τραγουδίστρια της jazz» και θεωρούσε ότι ο όρος «τραγουδίστρια της folk» ήταν πιο αντιπροσωπευτικός. Εάν έπρεπε να επιλέξω έναν τίτλο που θεωρώ ότι εκφράζει καλύτερα την προσωπικότητα της Simone, τότε θα συμφωνούσα, χωρίς δεύτερη σκέψη, με τον όρο «Τραγουδίστρια της Ελευθερίας» («Freedom Singer») που της προσέδωσε ο Αμερικανός μουσικός κριτικός, Dave Marsh. Μια έννοια που κατείχε κυρίαρχο ρόλο σε όλη την ύπαρξη της Simone ήταν η ελευθερία και συνεπώς, από την μικρή αυτή λίστα δεν θα μπορούσε να λείπει το εκπληκτικό «I Wish I Knew How It Would Feel to Be Free». Η έννοια αυτή αναφέρεται τόσο στους πολιτικούς αγώνες της με το κίνημα, όσο και στην εσωτερική της πάλη με την διπολική διαταραχή. Η ίδια αποτελούσε την επιτομή του ελεύθερου πνεύματος και εξέφραζε μια καλλιτεχνική ελευθερία που αψηφούσε μουσικά είδη και όρια.
Στο άρθρο “Nina Simone: High Priestess of Soul” (1970) για το προφίλ της Simone,το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Redbook και έγραψε μια από τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας λογοτεχνίας, η Αμερικανίδα ποιήτρια Μάγια Αγγέλου είπε για την Simone, ότι «την αγαπούν ή την φοβούνται, την λατρεύουν ή την αντιπαθούν, αλλά λίγοι που έχουν γνωρίσει την μουσική της ή έχουν κοιτάξει την ψυχή της, αντιδρούν με μετριοπάθεια». Αυτή ήταν η Nina Simone. Είτε την αγαπά είτε την αντιπαθεί κάποιος , ήταν ένα μοναδικό μουσικό φαινόμενο, μια διάνοια με εξαιρετικές ικανότητες και γνώσεις, με μια χαρακτηριστική βαθιά και δυνατή φωνή που αμέσως προσελκύει την προσοχή και μια ξεχωριστή προσωπικότητα που μέσα από τους αγώνες της, προσωπικούς και συλλογικούς, μας έχει προσφέρει ένα «θησαυρό»που παραμένει ανεξίτηλος στον χρόνο. Όπως είχε δηλώσει, άλλωστε, η επιθυμία της ήταν όταν πέθαινε, να έχει καταφέρει να αφήσει ένα μοναδικό ίχνος στον κόσμο. Και αυτό είναι κάτι αδιαμφισβήτητο. Έχει εμπνεύσει και θα συνεχίσει να εμπνέει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο διότι θα παραμένει πάντα σύγχρονη και επίκαιρη.