Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου υπερασπίζεται με θέρμη τις ανανεωμένες δυνατότητες της ζωγραφικής και του σχεδίου με μια γραφή σύγχρονη, πρωτότυπη και μεστή σε αναφορές και συνδηλώσεις. Στα έργα του ανιχνεύονται επιρροές από τα πιο σημαντικά ρεύματα και κινήματα του μοντερνισμού: από τον κυβισμό και τον φουτουρισμό μέχρι την αφαίρεση, τον εξπρεσιονισμό και τον σουρεαλισμό. Επιρροές, οι οποίες, τις περισσότερες φορές, είναι επεξεργασμένες, αφομοιωμένες και ενσωματωμένες οργανικά στην τέχνη του.
Τα σχέδια του –μια μεγάλη ενότητα δουλειάς– με την εκρηκτική ένταση, του μαύρου, την πυκνότητα και την οξύτητα των γραμμικών στοιχείων, προτείνουν μια κατάδυση σε άγνωστες και αχαρτογράφητες περιοχές, απεικονίζοντας ένα σύμπαν κατοικημένο από κάθε είδους φανταστικά, τερατώδη όντα που αναπτύσσονται μνημειακά και κυριαρχικά, αναδύονται ως θραύσματα από την επικράτεια του ονείρου και της φαντασίας, τις παρυφές ενός σκοτεινού εφιάλτη, με συμβολικές προεκτάσεις και πολλαπλές προσεγγίσεις και αναγνώσεις. Η ίδια αίσθηση, επιβάλλεται και στις ζωγραφικές του συνθέσεις, οι οποίες φανερώνουν την πλήρη κατοχή των εκφραστικών του μέσων, την κατακτημένη γνώση των προβλημάτων της φόρμας και του σχεδίου, της οργάνωσης του χώρου, της επεξεργασίας και της λειτουργίας του χρώματος. Σε πιο πρόσφατες προσπάθειες του, οδηγείται σ’ έναν μεγαλύτερο βαθμό αφαίρεσης, χωρίς, ωστόσο, να απουσιάζουν οι υπόνοιες μορφών. Κατορθώνει να υποβάλλει δραματική αίσθηση και, άλλοτε, μια περισσότερο λυρική διάθεση, σε κάθε περίπτωση, όμως, μια ιδιότυπη και υπαινικτική ατμόσφαιρα.
Η απομάκρυνση από κάθε παραστατική δέσμευση του παρέχει τη δυνατότητα να επενδύσει, να πειραματιστεί και να διερευνήσει την καθαρά πλαστική συγκρότηση της δημιουργίας του: τον ρυθμό, την κίνηση, τη ματιέρα, την άμεση συγκινησιακή μετάδοση. Παλλόμενες χρωματικές φόρμες, θερμοί και ψυχροί τόνοι αντιπαρατίθενται και συνδυάζονται, επικαλύπτονται ή εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλο, δημιουργούν ένα ανοιχτό πεδίο μεταμορφώσεων και μεταπλάσεων, εκλύουν ενέργεια, οργανώνουν αυτοσημαινόμενους χώρους, μεταγράφουν εικόνες μιας άλλης πραγματικότητας, ενισχύουν την εντύπωση της ενστικτώδους χειρονομίας, της αυτόματης καταγραφής, της αυθόρμητης έκρηξης, της αέναης κίνησης και της διαρκούς επέκτασης. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός εσωτερικού ρυθμού, μιας προσεκτικά μελετημένης δομής που συνέχει, ισορροπεί και εντατικοποιεί το σύνολο.
Οι αφηρημένες συνθέσεις μοιάζουν να πηγάζουν απευθείας από το υποσυνείδητο, τα βιώματα και τις καταβολές του ζωγράφου, απεικάζοντας τη ζωτική του σχέση με τον κόσμο, σε ευθεία αντιστοιχία με ψυχικές και συναισθηματικές καταστάσεις, στην πορεία αποκάλυψης και μετάδοσης ενός κρυμμένου νοήματος.