Έναν αιώνα μετά την πρεμιέρα της βουβής εξπρεσιονιστικής ταινίας του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου στο Βερολίνο (4 Μαρτίου 1922) που βασίστηκε στο βιβλίο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, η έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης με τίτλο «Φαντάσματα της Νύχτας. 100 χρόνια Νοσφεράτου» ρίχνει φως στη σχέση της ταινίας με την τέχνη (ως τις 23 Απριλίου). Στους χώρους της Συλλογής Scharf-Gerstenberg παρουσιάζονται έργα των Άλφρεντ Κούμπιν, Φρανθίσκο Γκόγια, Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, Φελισιέν Ρόπς, Φραντς Ζέντλατσεκ, Χούγκο Στάινερ-Πραγκ, Έντβαρτ Μουνκ κ.α, που αποκαλύπτουν την έμπνευση των παραγωγών της ταινίας από τον Γερμανικό Ρομαντισμό και τις φανταστικές γραφικές τέχνες της εποχής τους για να αποτυπώσουν την έλευση του κακού σε έναν -ως τότε- άθικτο κόσμο. Η εταιρεία παραγωγής της ταινίας, η Prana Film, ρίσκαρε ένα τεράστιο ποσό και κατέστρωσε ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο για την προώθηση της, όμως οι ελπίδες της διαψεύστηκαν, η ταινία υπήρξε μια οικονομική αποτυχία και η εταιρεία πτώχευσε λίγο μετά την κυκλοφορία της.
Επιρροές της τέχνης στην ταινία
Δίπλα στις προβολές σκηνών και τις φωτογραφίες από την ταινία, παρουσιάζονται έργα που συνάδουν αισθητικά και εννοιολογικά με την ατμόσφαιρα μυστηρίου της. Οι αφίσες που δημιούργησε ο καλλιτέχνης και σχεδιαστής της παραγωγής Άλμπιν Γκράου αποτελούν από τότε σημαντικά εξπρεσιονιστικά έργα, ενώ η αίσθηση του τρόμου ως κινηματογραφική ύπνωση είναι ιδιαίτερα φανερή στα έργα των σύγχρονων καλλιτέχνιδων Τρέισι Μόφατ και Λουίζ Λόουλερ. Η εναρκτήρια σκηνή με την μικρή, πλασματική πόλη του Wisborg το 1838, όπου αντηχούν οι καμπάνες της εκκλησίας, φέρνει στο νου την ειδυλλιακή αίσθηση των έργων του γερμανικού Ρομαντισμού και καλλιτεχνών όπως ο Καρλ Γκούσταβ Κάρους, ο Γκέοργκ Φρίντριχ Κέρστινγκ και ο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ. Οι εικαστικές αναφορές στην ταινία είναι πολλές φορές ασαφείς και με τη μορφή νήξεων, για παράδειγμα ο τρόπος χρήσης της μοναξιάς και της λαχτάρας που παραπέμπουν σε έργα του Μαξ Κλίνγκερ και του Έντβαρτ Μουνκ.
Άλλες φορές όμως είναι ξεκάθαρες όπως φανερώνουν οι σκέψεις και αναλύσεις του Μούρναου για το κινηματογραφικό πλάσιμο του χαρακτήρα του εφοπλιστή Harding, που βασίζονται ευθέως στην λεπτομερή αναπαράσταση του πίνακα The elegant reader του Κέρστινγκ.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Σουρεαλιστές λάτρεψαν την ταινία και την ιδέα μιας αλλόκοτης διάστασης που εισχωρεί υπόγεια στον δικό μας «αντικειμενικό» κόσμο. Ο Αντρέ Μπρετόν χρησιμοποιούσε συχνά την ατάκα από την ταινία «Και όταν πέρασε τη γέφυρα, τα φαντάσματα ήρθαν να τον συναντήσουν». Οι επαφές με εξωπραγματικά όντα οδηγούν σε πρωτόγνωρες εμπειρίες με το «ξένο» που ξαφνικά οι αθώοι θα πρέπει να μάθουν να φοβούνται. Σε μια άλλη σκηνή, ο πρωταγωνιστής της ταινίας Thomas Hutter βρίσκεται μισοπεθαμένος σε μια καρέκλα, αφού ο Νοσφεράτου έχει γευτεί το αίμα του το προηγούμενο βράδυ. Αυτό το στιγμιότυπο μας θυμίζει το ειρωνικό έργο του Γκόγια Τάνταλος, όπου ένας γηραιός σύζυγος θρηνεί το «χαμό» της νεαρής συζύγου του που είναι στην πραγματικότητα λιπόθυμη. Τα συμβολιστικά έργα των Φελισιέν Ρόπς και Έντβαρτ Μουνκ υπήρξαν έμπνευση για να αναδειχθεί η απειλητική ετερότητα του κόσμου του Νοσφεράτου. Παρόλη την «παραδοσιακή» προβολή του ως ένα υβρίδιο αρουραίου που κουβαλά την πανώλη και μιας ανθρωποειδούς νυχτερίδας, ο σκηνογράφος της ταινίας Άλμπιν Γκράου διασκέδασε τη δαιμονική δύναμη του αθάνατου βαμπίρ, παρουσιάζοντας στα διαφημιστικά πόστερς τον Νοσφεράτου ως ένα σχεδόν χαριτωμένο, ακόμα και κωμικό πλάσμα.
Τον 19ο αιώνα η φιγούρα του βαμπίρ απέκτησε έντονα πολιτικό χαρακτήρα. Ο Κάρλ Μάρξ χρησιμοποίησε το βαμπίρ ως μεταφορά σε σχέση με τον καπιταλισμό και χαρακτήρισε το κεφάλαιο ως «νεκρό μόχθο, που σαν βαμπίρ ζει αποκλειστικά ρουφώντας το μόχθο των ζώντων». Αλλά το βαμπίρ-δράκουλας εμφανίζεται και ως αναστροφή του Ιησού, αφού με την αιώνια του αθανασία έρχεται σε αντίθεση με την προσφορά του Χριστού να θυσιαστεί και να πεθάνει. Το τέρας εισβάλλει στον καθιερωμένο κόσμο και απειλεί την κοινωνία, αντιπροσωπεύοντας με τη μορφή καρικατούρας τους ανεπιθύμητους αντιπάλους.
Στο πρόγραμμα που πλαισιώνει την έκθεση, θα παρουσιάσει στις 23 Μαρτίου στην Εθνική Πινακοθήκη στο Βερολίνο το ντοκιμαντέρ του Lotte Eisner, (K)ein Ort. Nirgends ο Ελληνογερμανός σκηνοθέτης και συγγραφέας Τίμων Κουλμάσης.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Albin Grau, Werbeanzeige Nosferatu, 1922 | smb.museum
Πηγές: Κείμενα της έκθεσης | Φωτογραφίες: smb.museum και Βασιλική Βαγενού