Ένα κορίτσι κρατά μια λευκή θήκη βιολιού και καταφεύγει σε μια βικτοριανή εκκλησία μες στο ψιλόβροχο. Κάπως έτσι ξεκινά το τελευταίο βιβλίο της Ντορίνας Παπαλιού με πρωταγωνίστρια μια νέα γυναίκα που προσπαθεί να αφήσει το στίγμα της στον άκρως ανταγωνιστικό χώρο της κλασικής μουσικής. Το μυθιστόρημα, μέσα από συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, αποτυπώνει την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση μιας σολίστ του βιολιού που προσπαθεί με τις δικές της δυνάμεις να πετύχει την αναγνώριση. Καθοριστικό ρόλο στην πορεία της θα παίξουν η μητέρα της, οι δασκάλες της, με διαφορετική προσέγγιση η καθεμία, ο καλύτερός της φίλος, επίσης καλλιτέχνης αν και σε άλλο χώρο, και ο μυστηριώδης “Μετρ”, το βιολί του οποίου στα χέρια της θα γίνει “η φωνή της”, οδηγώντας την σε μια ταύτιση που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες.
– Η πρωταγωνίστρια του βιβλίου σας είναι μια ανερχόμενη σολίστ του βιολιού. Ποια είναι η δική σας σχέση με την κλασική μουσική και το βιολί ειδικότερα;
Δεν θα μπορούσα να έχω γράψει το συγκεκριμένο μυθιστόρημα αν δεν έπαιζα βιολί. Παρότι η δική μου σχέση με τη μουσική δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματική, δίχως την εμπειρία του παιξίματος θα δυσκολευόμουν να προσεγγίσω την ηρωίδα συναισθηματικά. Βασικό στοιχείο της πλοκής, αν και σε ένα δεύτερο επίπεδο λειτουργεί αλληγορικά μέσα στην αφήγηση, είναι η εμμονική σχέση της με ένα συγκεκριμένο βιολί ιδιαίτερης αξίας, ένα Francesco Rugeri του 1669, από την Κρεμόνα. Χρειάστηκε όμως και αρκετή έρευνα. Έπρεπε να βυθιστώ σ’ έναν κόσμο για τον οποίο δεν γνώριζα απολύτως τίποτα, αυτόν της σκληρά ανταγωνιστικής διεθνούς σκηνής της κλασικής μουσικής, και να τον ψάξω μεθοδικά ώστε να βρω τη χαραμάδα που θα με οδηγήσει κοντύτερα στον ψυχισμό της.
– Ο τίτλος του βιβλίου σας αναφέρεται στο βιολί το οποίο είχε παραχωρηθεί στην ηρωίδα, και το οποίο της ζητείται να επιστρέψει. Πόσο ευδιάκριτα είναι τα όρια ανάμεσα στην ανάγκη ενός καλλιτέχνη για ένα όργανο που πληροί τις τεχνικές προδιαγραφές του και στην ψυχολογική σύνδεση μ’ αυτό;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο τίτλος πράγματι παραπέμπει στην καλλιτεχνική της ταυτότητα, αλλά και στο ποια είναι έξω από τη μουσική. Το μουσικό όργανο είναι το όχημά σου, δεν μπορεί να είναι οποιοδήποτε βιολί, λέει στον φίλο της τον Άρη. Κι αυτή η δήλωσή της είναι μια πραγματικότητα αλλά και μαγική σκέψη μαζί. Και τι εννοώ. Ένα συναυλιακό βιολί είναι απαραίτητο για να γεμίσει ο ήχος του την αίθουσα, να φτάσει αμείωτος ως τους ακροατές της τελευταίας σειράς, αλλά η ποιότητα του ήχου διαφέρει, κάθε όργανο κρύβει μέσα του μια δική του χρωματική παλέτα, από την οποία αντλείς για να εκφράσεις την γκάμα των συναισθημάτων που βρίσκονται μέσα στη μουσική και τα οποία καλείσαι να ερμηνεύσεις. Απαιτείται ωστόσο κι ένα ταίριασμα σολίστ και μουσικού οργάνου. Για το κορίτσι, έτσι αποκαλείται η ηρωίδα στο μυθιστόρημα, το βιολί που θα της παραχωρήσει ο Μετρ, ο διεθνής σολίστ που γίνεται μέντοράς της, λειτουργεί σαν μαγικό αντικείμενο, όπως στα παραμύθια, καθώς εκείνη πιστεύει πως μονάχα με αυτό στα χέρια της θα βρει την προσωπική της φωνή και θα καταφέρει να φτάσει την ερμηνεία της στο απόλυτο. Ο Άρης την κατηγορεί για μεγαλομανία. Εκείνη δεν το δέχεται. Γιατί εντέλει συνδέεται εμμονικά με το συγκεκριμένο βιολί του Μετρ; Είναι πράγματι το μαγικό αντικείμενο που γυρεύει για να αγγίξει το δικό της ιδανικό, την τελειότητα; Ή ζήτημα υπαρξιακό; Τι ρόλο παίζουν τα τραύματα, τα αναπάντητα ερωτήματα κι οι ανοιχτές πληγές της στους στόχους που βάζει και τα όρια με τα οποία παλεύει; Μέσα από τον διάλογο που ανοίγει το κορίτσι με άλλες μορφές τέχνης, την ποίηση, τη ζωγραφική, το θέατρο, θα κατορθώσει να διαπραγματευθεί τις εμμονές της; Να ξεχωρίσει τη φωνή της από το συγκεκριμένο βιολί και όσα συμβολίζει για κείνην; Ένα μουσικό κομμάτι, ένας συνθέτης, ένας πίνακας, μια φράση, μια φωτογραφία, ένα θεατρικό έργο, θα θέσουν νέα ερωτήματα για την ίδια, για αυτό που πραγματικά αναζητεί μέσα από την τέχνη, την αυθεντική φωνή που ψάχνει, αυτό που προσπαθεί να αγγίξει στα αλήθεια μέσα από τις ιδανικές ερμηνείες της.
– Ένα από τα θέματα που απασχολούν το βιβλίο είναι η προβολή και η προώθηση ενός καλλιτέχνη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η οποία μοιάζει πλέον αναγκαία. Σας έχει απασχολήσει κι εσάς προσωπικά αυτός ο προβληματισμός;
Είμαι γενικότερα αρκετά κλειστή ως άνθρωπος, αν και πολύ ανοιχτή με τους στενούς φίλους, και δεν είναι εύκολη για μένα αυτού του τύπου η δημόσια έκθεση. Αλλά, όταν κάνεις ένα επάγγελμα που τη χρειάζεται, πρέπει να βρεις τον τρόπο να εκτίθεσαι, μέχρι εκεί που σου πάει, να μοιράζεσαι αυτά που είναι μέσα στα όριά σου, όρια που εσύ θέτεις. Για μένα τα όρια αυτά τα καθορίζει ο βαθμός στον οποίο μπορείς να νιώθεις το κοινό σαν μια παρέα, και όχι τον εαυτό σου ως εμπορικό προϊόν.
– Ο πιο σταθερός άνθρωπος στη ζωή της πρωταγωνίστριας είναι ο Άρης, επίσης καλλιτέχνης, αν και όχι μουσικός, αλλά συγγραφέας. Πιστεύετε ότι ισχύει ότι έναν καλλιτέχνη μπορεί να τον καταλάβει μόνο κάποιος που έχει το ίδιο μικρόβιο;
Σίγουρα μετράει ως προς την αναγνώριση και την αποδοχή της αγωνίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ιδιαίτερα της ταύτισης του καλλιτέχνη με το έργο του, εκεί που κάτι δεν σου βγαίνει ή που σε κάτι αποτύχεις, να νιώθεις άχρηστος ως άνθρωπος, ένα σκουπίδι. Κι όμως ο Άρης ο οποίος περνάει αντίστοιχες αγωνίες με κείνην, να εδραιωθεί και ξεχωρίσει ως καλλιτέχνης, μοιάζει να χάνει την υπομονή του μαζί της, απομακρύνεται, επανέρχεται, την κατηγορεί πως είναι μεγαλομανιακή. Στην πορεία, η ηρωίδα θα αναρωτηθεί αν τελικά μονάχα ο Άρης έχει καταφέρει να δει βαθύτερα και καθαρότερα μέσα της απ’ όλους. Ή μήπως είναι εκείνη που ξάφνου συναντά μια άλλη, κρυφή όψη του εαυτού της, στην ηρωίδα του θεατρικού του έργο.
– Η νεαρή μουσικός προέρχεται από μια μονογονεϊκή οικογένεια, με έναν πατέρα όχι απλώς απόντα αλλά άγνωστο σε εκείνη. Πόσο μπορεί να συνδέεται αυτή η ειδική συνθήκη με την ανάγκη για διάκριση στον καλλιτεχνικό χώρο;
Η ηρωίδα στοχάζεται σε κάποιο σημείο της αφήγησης πως δεν είναι από δοξολατρία, τυφλή ματαιοδοξία, κατευθυνόμενη μεγαλομανιακά από μια αχόρταγη, καταιγιστική, αρρωστημένη φιλοδοξία, ο λόγος που την έχει κλονίσει μια συγκεκριμένη φράση του Μετρ, που φλέγεται μέσα της από αδιαπραγμάτευτη αγάπη για τη μεγαλειώδη μουσική, που θέλει να αγαπηθεί όμοια μ’ εκείνον από το κοινό, που είχε ποθήσει να αποκτήσει το δικό του βιολί, και που δίχως εκείνο, όταν της το παίρνει πίσω, νιώθει τη φωνή της ψιθυριστή. Για αυτό, τουλάχιστον, μπορεί να ορκιστεί. Τότε γιατί; αναρωτιέται και γυρεύει απαντήσεις καταρχάς κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν της, αναμοχλεύοντας τον ανεξήγητο θάνατο της μητέρας της και θέτοντας νέα ερωτήματα για την άγνωστη ταυτότητα του πατέρα της. Η αλήθεια ωστόσο είναι πιο σύνθετη και καλά κρυμμένη. Η ανάγκη να καταλάβει τι της συμβαίνει μετά την απώλεια του βιολιού της, ποια είναι, τι ζητά, ποιες είναι όλες αυτές οι φωνές που σαν δαίμονες τρυπώνουν μέσα της για να την απομακρύνουν από τον αυθεντικό της εαυτό είναι μέρος του ταξιδιού της στο μυθιστόρημα.
– Ένα ζήτημα που θίγεται στο βιβλίο είναι η προσέγγιση ενός διδάσκοντα, όταν στόχος είναι ο “πρωταθλητισμός”. Χωράει, πιστεύετε, σε τέτοιες περιπτώσεις χαλαρότητα ή και χιούμορ, ή είναι μονόδρομος η απόλυτη προσήλωση στον στόχο;
Είναι μονόδρομος όταν ο στόχος είναι η επαγγελματική καριέρα, ιδιαίτερα η σολιστική. Αυτό που θυσιάζεται πρώτα απ’ όλα στο βωμό της επιτυχίας είναι η παιδικότητα. Τα παιδιά τα οποία έχουν το ταλέντο που απαιτείται για το εγχείρημα, έρχονται αντιμέτωπα με την μετρήσιμη όψη της επιτυχίας από πολύ νωρίς, θυμίζοντας αθλητές και λιγότερο καλλιτέχνες, μιας και σε μεγάλο βαθμό, οι διαγωνισμοί είναι η πιο κοινά αποδεκτή αξιολόγηση των δυνατοτήτων σου, ένδειξη του μέλλοντος ή του μηδενικού μέλλοντος που έχεις μπροστά σου για μια τέτοια καριέρα. Διότι εκεί σου δίνονται οι ευκαιρίες να συναγωνιστείς και να ξεχωρίσεις, για να μπεις στο ραντάρ των μαέστρων, των ατζέντηδων, στο κύκλωμα των διασυνδέσεων. Είναι ένας ακραία ανταγωνιστικός χώρος αυτός της κλασικής μουσικής.
– Η πρωταγωνίστρια παραμένει “κορίτσι” ως το τέλος, και ανεξαρτήτως ηλικίας στην οποία βρίσκεται κάθε φορά στην αφήγηση. Γιατί;
Την ονόμασα “το κορίτσι” από την πρώτη εικόνα της που ήρθε στον νου μου, αυτήν ενός κοριτσιού με μια λευκή θήκη βιολιού στον ώμο που περπατά μέσα στον κόσμο ενός πολυσύχναστου δρόμου του Λονδίνου, για την οποία δεν γνωρίζω τίποτα αλλά θέλω να μάθω τα πάντα. Στην πορεία ανακάλυψα, με τον τρόπο που έχουν οι συγγραφείς να ανακαλύπτουν για τους ήρωές τους γράφοντας, πως έτσι την αποκαλούσε η μητέρα της. Και έπειτα, όσο έμπαινα στον κόσμο της μονάχα αυτό της ταίριαζε, καθώς βυθιζόμουν στη δική της πια αναζήτηση της ταυτότητάς της μέσα και έξω από την τέχνη. Όταν κάποια στιγμή, στην εφηβεία της, πάνω στον πάγκο ενός δισκοπωλείου απλώνει το χέρι της και διατρέχει τις συλλογές πίσω από μια καρτέλα με το γράμμα Π, το αρχικό του ‘Μετρ’, τον μεγάλο σολίστ που στην πορεία θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή της, αναρωτιέται πώς θα φτάσει η ίδια εκεί. Τόσοι λίγοι πάγκοι για να σηκώσουν το βάρος τόσων πολλών ονομάτων… Και το δικό της όνομα; σκέφτεται. Η δική της φωνή; Επειδή αυτά είναι ερωτήματα για το τέλος του βιβλίου, εκείνη παραμένει για μένα ως το τέλος “το κορίτσι”.
– Στο πίσω αφτί του βιβλίου οι αναγνώστες μπορούν να προσπελάσουν την playlist του βιβλίου. Με τι κριτήρια τη δημιουργήσατε; Φαντάζεστε τους αναγνώστες σας να συνοδεύουν την ανάγνωση του βιβλίου ακούγοντάς την;
Θέλησα οι αναγνώστες να έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν τα κομμάτια που αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά σε ερμηνείες αποκλειστικά από γυναίκες σολίστ που θαυμάζω. Η σειρά των κομματιών ακολουθεί τη ροή της αφήγησης, αλλά έχει και μια δική της, κρυφή αφηγηματική ροή.