Στο εξώφυλλο του βιβλίου βλέπουμε μία ομάδα Κρητών πολεμιστών από το 1912. Ο αγώνας για την ανεξαρτησία του πολύπαθου νησιού είχε ξεκινήσει πολύ νωρίς καθώς το νησί είχε βιώσει πολλές κατακτήσεις και είχε γνωρίσει τόσους και τόσους κατακτητές, άλλους πολύ βίαιους και άλλους λιγότερο. Σε κάθε περίπτωση, οι γενναίοι Κρήτες επιθυμούσαν διακαώς την ελευθερία και την ανεξαρτησία από τον καταπιεστικό ζυγό του κατακτητή ανά τους αιώνες είτε αυτός λεγόταν Φράγκος, είτε Ενετός, είτε Οθωμανός. Μέσα από την αφήγηση του Γιώργου Παπαδάκη, ξεδιπλώνεται το κουβάρι μιας δύσκολης κατάστασης όπου οι άνθρωποι όπως ο Νικηφόρος και ο Ιάκωβος ζουν καθημερινά την ασυδοσία του Τούρκου κατακτητή, ο οποίος επιβάλλει με αυταρχισμό τις απαιτήσεις του, τις πολλές φορές άδικες και παράλογες απαιτήσεις που αντιβαίνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Αγώνας και μάχη για την ελευθερία του νησιού
Ο χρόνος κυλάει στην κατακτημένη Κρήτη αντίστροφα και η ώρα της συγκροτημένης και οργανωμένης εξέγερσης δεν θα αργήσει να φανεί. Σε κάθε σημείο του βιβλίου, ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός αυτής της λαχτάρας για αποτίναξη του ζυγού, έναν ζυγό που έχει ήδη αποτινάξει μεγάλο μέρος της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο αγώνας είναι συνεχής, υπόγειος, αθόρυβος αλλά γεμάτος θάρρος και ελπίδα για νίκη και βέβαια διακαής πόθος η συνένωση του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα, έναν πόθο που κανείς δεν μπορεί να κρύψει. “Είπε ο Νικηφόρος πως τούτη τη φορά ανάστατο θα γίνει το νησί, απ’ άκρη σ’ άκρη θ’ ακουστούνε τα κουμπούρια, πιο δυνατά και πιο συντονισμένα, με μπροστάρηδες τους νέους, που δε θέλανε να σβήσει ο αιώνας μέσα στην ατίμωση. Το ίδιο επανέλαβε και ο Ιάκωβος, προσθέτοντας μονάχα πως κάτι μέσα του εφώναζε τη σιγουριά της νίκης”.
Η αφήγηση του Παπαδάκη μας μεταφέρει νοερά στις δύσκολες και κρίσιμες εκείνες ώρες του ξεσηκωμού σε ένα νησί που έχει περάσει τα πάνδεινα μέσα στους αιώνες από όλη αυτήν την εναλλαγή των κατακτητών, σε κατοίκους που είναι υπερήφανοι για τον τόπο τους και δεν μπορούν να τον βλέπουν να καταπατείται από ξένες δυνάμεις. Δυστυχώς βέβαια, όπως μας το έδειξε και αργότερα η ιστορία, οι Οθωμανοί δεν θα ήταν οι τελευταίοι κατακτητές. Διακρίνουμε μέσα από τον λόγο του συγγραφέα την αγωνία, την ένταση, την ανησυχία για το μέλλον του νησιού, για αυτήν την δίψα που φαίνεται στα μάτια όλων να διώξουν μακριά τον Τούρκο και να πάρουν και πάλι στα χέρια τους τις τύχες ενός νησιού μεγάλου και ιστορικού όπως είναι η Κρήτη. Πόσες και πόσες κακουχίες δεν πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια, πόση υπομονή έδειξαν και πόση βαρβαρότητα δεν βίωσαν και όμως ήξεραν πως θα έρθει αυτή η μέρα της ελευθερίας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι νέοι κυρίως όπως ο Νικηφόρος και ο Ιάκωβος είναι αποφασισμένοι να πάρουν τα όπλα και να αγωνιστούν μέχρι τελευταίας ρανίδας. Δεν έχουν σκοπό να περιμένουν άλλο. Ζουν για την στιγμή που θα κινηθούν εναντίον του Τούρκου και θα δείξουν πια ποιο είναι και τι είναι ικανοί να κάνουν. Γράφει ο Παπαδάκης: “Τι να σου κάμει κι ο Θεός, αν δεν κουνήσομε λιγάκι το χεράκι μας κι εμείς, αντέδρασε ο Νικηφόρος. Μην είστε κακομοιριασμένοι και άπραχτοι, θα λέει. Κάμετε επανάσταση, κινήστε γη και ουρανό, βάλετε την ψυχή σας, κι εγώ δε θ’ απομείνω αλάργα. Μα πρέπει πρώτα να το θέτε δυνατά, να ζεματούν τα χέρια που θα κρατήσουν όπλα. Τα πνεύματα και τα αερικά δε φτάνουν, δεν έχουν αποτέλεσμα, αν δεν πονέσουν τα κορμιά σας”. Δεν υπάρχει αγώνας δίχως αίμα, δεν νοείται επανάσταση και ξεσηκωμός δίχως απώλειες και δίχως θυσίες, αυτό εξάλλου έδειξε και η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου χρόνια νωρίτερα.
Ο Παπαδάκης με εξαιρετική γραφή και δεξιοτεχνία διατρέχει τον χρόνο και μας μεταφέρει τον παλμό των Κρητών που δεν βλέπουν κανένα κόστος, δεν υπολογίζουν τίποτα και κανέναν παρά μόνο τη ζωή και το μέλλον των γενιών. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παπαδάκης είναι ατόφια και αυθεντική, έχει όλα τα στοιχεία της ντοπιολαλιάς και είναι αβίαστη και ο ίδιος ως Κρητικός μπορεί και εμφυσά στον αναγνώστη αυτήν την αμεσότητα με τα βιώματα. Εξάλλου, η ιστορία της Κρήτης είναι ένα κεφάλαιο από μόνο του και όσα ο ίδιος καταγράφει είναι η ελληνική ιστορία που ξετυλίγεται ενώπιόν μας σαν κινηματογραφική ταινία. Η ιστορία ενέχει έρωτες, αδύναμες στιγμές της ανθρώπινης φύσης, στιγμές δισταγμού, έντονες συγκινήσεις με το φορτίο της νεότητας να κατευθύνει τις αποφάσεις. Η κρισιμότητα της συνέχισης του κρητικού αίματος είναι ο βασικός όρος της ανάγκης για ξεσηκωμό, δεν μπορεί να σταματήσει η κρητική λεβεντιά εδώ και κάθε θυσία καλώς να έρθει.
Τόσα και τόσα ονόματα αναφέρονται μέσα σε έναν συνεχόμενο ρου ανθρώπων που παίρνουν μέρος σε αυτή τη σκυταλοδρομία της αγωνίας που χαρακτηρίζει τις γενιές των Κρητικών, φέρνοντας στην μνήμη και παλαιότερους αγώνες, θυμίζοντας πόσο αίμα έχει χυθεί και στο παρελθόν για τον ίδιο ιερό σκοπό. Οι Κρητικοί ονειρεύονταν την ειρήνη και η μόνη τους υποχρέωση είναι να υπερασπιστούν τα εδάφη τους και την κυριότητα του τόπου τους. “Σκεφτόταν φεύγοντας πως ένα στάλαγμα αθανασίας είχε αρχίσει να γίνεται μέσα του πόθος για τη διαιώνιση της γενιάς του και του άρεσε να ονειρεύεται πως απ’ το σώμα του αύριο θα υπάρχει μια άλλη ζωή, να κρατήσει τη μνήμη, πιθανολογώντας τον κίνδυνο να μη γυρίσει ο ίδιος από το βουνό του πολέμου, όπως τόσοι και τόσοι που άφησαν άλλοτε την πνοή τους εκεί”.
Αποσπάσματα του βιβλίου
Ο άντρας δεν κουβαλεί άδειες εικόνες. Δεν ξεχνά, μα φτιάχνει μνήμη από το δικό του αίμα, φτιάχνει ζωή, χειροπιαστή ζωή του χρόνου που κυλά, όχι του σύννεφου που διαλύεται. Αυτό το μάθημα πήρε από τις σιωπές των προπατόρων. Το στέρνο, τα μαλλιά του και οι φλέβες περιείχαν τον πατέρα.
Τα δάκρυα δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Η μάνητα της πληρωμής, το χρέος της συνέχειας, η εκδίκηση του αίματος, αυτά μετρούσαν τώρα, αυτά θα έφερναν μια μέρα την ειρήνη στο νησί.