Ένας ζωγράφος ξεκινάει από το χωριό του στην Κρήτη, περνάει από την Αθήνα και καταλήγει στην Αμερική για να κατακτήσει έτσι το διεθνές καλλιτεχνικό στερέωμα. Θυμίζει την ιστορία του Ελ Γκρέκο που έφυγε από την Κρήτη σε μικρή ηλικία γιατί ο τόπος του δεν χωρούσε το αστείρευτο ταλέντο του και το πάθος του για την ζωγραφική. Ο ζωγράφος είναι ο Φοίβος Μαυρίδης, στο πρόσωπο του οποίου καθρεφτίζεται η πάλη για επιτυχία και πραγμάτωση στόχων μέσα από ηθικά μέσα, ζήλο, κόπο και προσωπική σκληρή δουλειά.
Ο πρωταγωνιστής Φοίβος Μαυρίδης αποτελεί την επιτομή και την προσωποποίηση της προσωπικής καταξίωσης μέσα από δρόμους κακοτράχαλους και ανηφορικούς πλην τίμιους, με μοναδικό όπλο την έμφυτη κλίση και την αγάπη για την τέχνη. Ο Φοίβος Μαυρίδης, που τόσο ανθρώπινα σκιαγραφείται, είναι γενναίος, τολμηρός, είναι ο άνθρωπος εκείνος στο πρόσωπου του οποίου αντανακλάται η επιθυμία κάθε δημιουργού που θέλει να δει το έργο του να αναγνωρίζεται και να επιβραβεύεται από το κοινό, τους κριτικούς και τους συναδέλφους του. Είναι και όμως ένας άνθρωπος ευαίσθητος που κατάφερε να μετουσιώσει τις λύπες του σε χαρές μέσω του έργου του, ένα έργο που ακτινοβολεί και αποτελεί σημείο αναφοράς.
Ένα αστέρι γεννιέται
“Α, το μικρό εκείνο κομμάτι του έξω κόσμου, η κίνηση του δρόμου, η ζωή που έτρεχε, η έκπληξη της ανακάλυψης αυτού που λέγαμε με δύο λόγια “όψη της πραγματικότητας”! Ξέρεις, τελικά, τώρα που το σκέφτομαι, εκεί πρέπει ίσως να αναζητήσω τις πρώτες εικόνες που χαράχτηκαν στη μνήμη μου, μαζί μ’ αυτές του εσωτερικού του σπιτιού. Σχήματα, χρώματα, που ασφαλώς απέβησαν καθοριστικά για τη συγκρότηση των εννοιών “κόσμος” και “ζωή” στον τότε άγραφο νου μου και βέβαια… “. Αυτά είναι τα λόγια του Φοίβου Μαυρίδη, όπου εξηγεί τι είναι αυτό που τον κινητοποίησε και τον ενέπνευσε για να ασχοληθεί με την ζωγραφική.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Στην ιστορία της τέχνης υπάρχουν πολλά τέτοια παραδείγματα καλλιτεχνών που είχαν μέσα τους την φλόγα της δημιουργίας και της αφοσίωσης, άνθρωποι που θυσίασαν την προσωπική τους ζωή για να υπηρετήσουν την τέχνη με κάθε κόστος και χωρίς δεύτερη σκέψη. Το μυθιστόρημα διαβάζεται πραγματικά απνευστί γιατί καταφέρνει και συγκινεί τον αναγνώστη από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα, είναι η περιγραφή μιας ζωής παραμύθι και ας έχει λυπημένο τέλος, για αυτό δεν θα πω περισσότερο και δεν θα το αποκαλύψω. Εξάλλου καμιά ζωή καλλιτέχνη και ανθρώπου γενικότερα δεν υπήρξε τέλεια, ειδικά ο καλλιτέχνης που είναι μια φύση ιδιαίτερη και απαστράπτουσα περνάει δια πυρός και σιδήρου με πολλές φορές ολέθριες συνέπειες για τον προσωπικό του βίο για χάρη του καλλιτεχνικού του.
Ο Φοίβος Μαυρίδης είναι ένα πρόσωπο που είναι συνυφασμένο με την λεβεντιά του τόπου του, έναν τόπο ευλογημένο που ποτέ δεν ξεχνά. Όμως από μικρή ηλικία διαφαίνεται η αγάπη του για την ζωγραφική και δεν σκέφτεται ούτε στιγμή να μην θυσιάσει τα όνειρά του παρά την οικογενειακή θαλπωρή αλλά και τις δικές του εσωτερικές φωνές ειδικά όταν βρίσκεται στην Αθήνα ερωτευμένος με την Νερίνα, την οποία δυσκολεύεται να αφήσει πίσω του. Είναι βέβαιος για τον δρόμο του, είναι εκστασιασμένος για την ευκαιρία που του παρέχεται.
Η θέληση για εξέλιξη του έργου του, η δίψα για μια ολοκληρωτική μεταστροφή της ζωής του και η μετάβασή του στην Νέα Υόρκη χάρη στην γυναίκα του πατέρα του, τον είχε κυριολεκτικά κυριεύσει και τίποτα δεν μπορούσε να διακόψει αυτήν του την πορεία, ήταν αποφασισμένος να κάνει το μεγάλο βήμα και να διαψεύσει Κασσάνδρες. Είχε μεγάλη πίστη στον εαυτό του και τις δυνατότητές του, ήταν γεμάτος φως ακόμα και όταν μέσα του άρχιζε να σκοτεινιάζει.
Τελικά η επιθυμία για δημιουργία είναι πιο δυνατή ακόμα και από τον έρωτα, τον οποίο πάντα είχε απλόχερα, σε όλη την διάρκεια της πολύκροτης ζωής του. Ένας δάσκαλός του τού είχε επισημάνει πως “Βάζε στον εαυτό σου δύσκολα και δεν θα χάσεις. Ό,τι δεν σου αντιστέκεται, να το υποψιάζεσαι. Και προσοχή, μην ενδίδεις εύκολα στον πειρασμό των ευρημάτων, των επινοήσεων, μην αναλώνεσαι στο κυνήγι του καινούριου, της πρωτοτυπίας για τον εντυπωσιασμό ή απλώς και μόνο για να καινοτομήσεις. Η ευρηματικότητα μπορεί να σε ξεγελάσει, να σε παγιδεύσει, να σου ανοίξει έναν εύκολο αλλά όχι ουσιαστικό δρόμο, να σε παραπλανήσει”.
Περιπλανώμενος στα άδυτα της τέχνης και του μυαλού
Η Κουρουπάκη καταφέρνει με την μεστή και ώριμη γραφή της να μας σαγηνεύσει και να μας αιχμαλωτίσει μέσα στον υπέροχο και χρωματικό κόσμο του Μαυρίδη, είμαστε παρόντες σε κάθε στιγμή της ζωής του, στα δύσκολα και στα εύκολα, εκεί που χτυπάνε οι κώδωνες της μελαγχολίας του και της εσωτερικής περισυλλογής μετά από διάφορα γεγονότα δυσάρεστα, όπως η ανακάλυψη πως οι του γονείς ήταν τελικά θετοί και πως ποτέ δεν γνώρισε την μητέρα του, όπως το γεγονός πως η πρώτη του αγάπη και παντοτινή αυτοκτόνησε και εκείνος έμεινε με την πικρία της απώλειάς της, ή ακόμα όταν οδήγησε με την συμπεριφορά του μια ακόμα κοπέλα στον θάνατο και εκείνον στην ενοχή για το κακό που είχε προξενήσει.
Ο ζωγράφος Μαυρίδης ανήκει στις προσωπικότητες που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει όσα χρόνια και αν περάσουν, η ζωή του είναι μια μυθιστορία και υπαρκτός ή μη – μικρή σημασία έχει – είναι ένας καλλιτέχνης που μας παραπέμπει στην πεμπτουσία της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας, σε εκείνο το μικρόβιο που “μολύνει” τους δημιουργούς ανά τους αιώνες, εκείνο που ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ίσως ακούγεται κυνικό ή και ακραίο, όμως έχω την πεποίθηση ότι ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να συμπεριφερθεί και να ζήσει όπως ο μέσος άνθρωπος. Ζει και δρα κάτω από διαφορετικές προϋποθέσεις και με άλλους όρους, έχοντας ανάγκη όχι απλώς τη στοιχειώδη ελευθερία αλλά και το πλεόνασμα της, ακόμα κι αν αυτό προσκρούει σε ταμπού, συμβατικότητες, χρηστά ήθη, κοινωνικές επιταγές, ή οτιδήποτε παρόμοιο. Άλλωστε αυτό συνιστά και τη διαφορά του με τον καθημερινό άνθρωπο”.
Εκείνος απέδειξε με την ακεραιότητά του και τον πλοηγό ηθικής που επιστράτευε σε κάθε ευκαιρία καθώς και με την καλλιτεχνική του οξυδέρκεια σμιλεμένη με μια ελληνικότητα οικουμενική πως ήταν έξω από τα μικροπρεπή στεγανά και ήταν ένας πραγματικός “αίλουρος της νύχτας”. Και τέτοιους αίλουρους τους έχουμε ανάγκη!
Αποσπάσματα
“Η τέχνη δεν είναι χειροτεχνία. Ο κόπος δεν εγγυάται το αποτέλεσμα”.
“Όταν σου αντιστέκεται το έργο, δεν πρέπει να επιμένεις, να το παιδεύεις υπερβολικά, να το βιάζεις. Άσ’ το, θέλει τον χρόνο του”
“Α, φίλε μου, μέγα σφάλμα. Οι άνθρωποι οφείλουμε να βάζουμε στη ζωή μας, στην καθημερινότητα μας τον θάνατο όχι απλώς ως μακρινό ενδεχόμενο, αλλά ως πραγματικότητα”.